Πέμπτη, 8 Μαΐου 2025
24 C
Athens

Έχουμε τους χαμηλότερους μισθούς στην ΕΕ σε αγοραστική δύναμη – Ουραγοί και στις ονομαστικές αυξήσεις

Το ότι η αγοραστική δύναμη του μισθού στην Ελλάδα είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη δυστυχώς δεν αποτελεί είδηση. Όμως, νέο ρεπορτάζ του Εuronews, που μετατρέπει τα στοιχεία της Εurostat σε μηνιαίους μισθούς, εστιάζει σε δύο διαστάσεις που σπάνια βλέπουμε να συνδέονται: Η παραγωγικότητα της εργασίας και η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.

Η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα, είναι κάτι που το ακούμε συνεχώς, χωρίς όμως να δίνονται πάντα επαρκείς εξηγήσεις γιατί η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παραμένει χαμηλή.

Ο τελευταίος που μας το θύμισε είναι ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Σπύρος Θεοδωρόπουλος, στη συνέντευξη Τύπου για το «Σφυγμό του Επιχειρείν».

Όπως πάντα ήταν ξεκάθαρος: ««Δεν μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί σε πραγματικούς όρους. Δεν θα αυξηθούν αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα. Πρέπει να επενδύσουμε, οι εργαζόμενοι πρέπει να μας δώσουν καλύτερες μορφές ευελιξίας και εμείς να τους δώσουμε καλύτερους μισθούς».

Παραδέχθηκε δηλαδή ότι οι όποιες ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς δεν μεταφράζονται σε καλύτερη αγοραστική δύναμη, κάτι που το νιώθουν καθημερινά στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι.

Επιπλέον συνέδεσε την υψηλότερη παραγωγικότητα όχι μόνο με την αύξηση των επενδύσεων αλλά και με την ευελιξία της εργασίας.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Πόσο «καλύτερες μορφές ευελιξίας» αντέχουν να «δώσουν» ακόμα οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα;

Ήδη οι απλήρωτες υπερωρίες στην Ελλάδα αποτελούν κανόνα για πάνω από έναν στους δύο μισθωτούς, όπως έδειξε η νέα έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Κανόνα αποτελεί και η δουλειά το Σαββατοκύριακο για το 41% των μισθωτών, ποσοστό υπερδιπλάσιο από αυτό που καταγράφει η Εurostat (19%), που ούτως ή άλλως είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.

Κι όμως, αν κρίνουμε από τις αλλαγές που προωθεί το υπουργείο Εργασίας, για την ακόμα πιο ευέλικτη διευθέτηση του ωραρίου, φαίνεται ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο για μεγαλύτερη «ελαστικότητα».

Πώς σκοράρει η Ελλάδα σε ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς

Η Ελλάδα σε ονομαστικούς όρους έχει τον τρίτο χαμηλότερο μέσο μηναίο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία, 1408 ευρώ μικτά (υπολογισμένο σε 12μηνη βάση). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 45% μέσου μισθού στην ΕΕ (3.155 ευρώ), το ένα τρίτο στη Γερμανία και το έναν τέταρτο στη Δανία.

Η εικόνα σκουραίνει ακόμα περισσότερο όταν μετατρέπουμε το παραπάνω μέγεθος σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Standards – PPS).

Η Ελλάδα φιγουράρει στην τελευταία θέση με μόλις 1710 μονάδες PPS, έναντι 3.155 στην ΕΕ.  Κάποιος που πληρώνεται με το μέσο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, μπορεί να αγοράσει περίπου τα μισά αγαθά και υπηρεσίες (54%) από ό,τι ο μέσος εργαζόμενος στην ΕΕ.

Η Βουλγαρία και η Ουγγαρία που έχουν χαμηλότερο ονομαστικό μισθό από εμάς, έχουν υψηλότερη αγοραστική δύναμη με 2.016 και 2062 PPS αντίστοιχα.

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αντιστοιχεί μόλις στο 42%-43% της αγοραστικής δύναμης του αντίστοιχου μισθού στη Γερμανία, τη Δανία και το Βέλγιο.

Επίσης η  Ελλάδα είχε τις χαμηλότερες ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς σε βάθος πενταετίας: Μόλις 90 ευρώ ή 7%, όταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ ο μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε 500 ευρώ το μήνα ή 19%. Το ίδιο διάστημα οι μισθοί στη Βουλγαρία αυξήθηκαν 448 ευρω (66%) και στην Ουγγαρία 439 ευρώ (45%).

Πώς θα έχουμε «βιώσιμα υψηλούς μισθούς»

Η Δρ Σωτηρία Θεοδωροπούλου, κορυφαίο επιστημονικό στέλεχος στο Ινστιτούτο της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων, συμφωνεί ότι η υψηλότερη παραγωγικότητα είναι η «ουσιαστική βάση για βιώσιμα υψηλότερους μισθούς».

Θυμίζει ότι υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας έχουν συνήθως οι οικονομίες με μεγαλύτερη βιομηχανική ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα. Ειδικά στη βιομηχανία η υψηλότερη παραγωγικότητα εντοπίζεται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας

Πρόκειται ακριβώς για τους τομείς στους οποίους η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί δραματικά, παρά την ανάπτυξη του τομέα της πληροφορικής τα τελευταία χρόνια. Μόλις το 0,8% των εργαζομένων απασχολούνται σε βιομηχανίες που ενσωματώνουν τεχνολογίες αιχμής και έντασης γνώσης. Το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο της απασχόλησης είναι 3,4% το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ.

Συλλογικές διαπραγματεύσεις

Εφόσον υστερούμε σε παραγωγικές επενδύσεις και σε κλάδους έντασης γνώσης, που αυξάνουν την παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, αυτό που απομένει είναι το «ξεζούμισμα» με εντατικοποίηση της εργασίας και ξεχείλωμα του εργάσιμου χρόνου.

Εκεί έρχεται το δεύτερο σκέλος των παρατηρήσεων της δρ. Σωτηροπούλου, που βάζει στην εξίσωση το ρόλο των συνδικάτων και των πολιτικών για την απασχόληση.  «Γενικότερα, η μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, είτε προέρχεται από ισχυρούς θεσμούς συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε/και από πολιτικές που τους παρέχουν ΄εξωτερικές επιλογές’ στην αγορά εργασίας— αυξάνει την πιθανότητα οι αυξήσεις της παραγωγικότητας να μεταφραστούν σε υψηλότερους μισθούς και κόστος εργασίας», δηλώνει.

Στην Ελλάδα οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν λιγότερο από τρεις στους δέκα εργαζόμενους, ενώ ε στον ιδιωτικό τομέα το ποσοστό συνδικαλιστικής εκπροσώπησης υπολογίζεται μόλις στο 10%.

Αν δεν αποκατασταθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, πράγματι δεν πρόκειται να δοθούν «πραγματικές αυξήσεις» στους μισθούς, όπως λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Και γι’αυτό δε θα φταίει μόνο η χαμηλή παραγωγικότητα, αλλά και η διεύρυνση του χάσματος μισθών και κερδών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA