Η δημοσιονομική εικόνα που παρουσιάζουν οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου σε μια περίοδο όπου τα επιτόκια διαρκώς αυξάνονται και ο πληθωρισμός επιβραδύνεται μεν όχι όμως όσο γρήγορα θα ήταν ιδανικό δε, είναι αποκαρδιωτική, όπως αναφέρει ο Economist σε σημερινό του δημοσίευμα. Σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα, σύμφωνα με το δημοσίευμα, η πολιτική βούληση είναι απούσα, καθώς αντί οι κυβερνήσεις να προβούν σε άμεσα και δραστικά μέτρα για μειώσουν το χρέος τους προτιμούν να κινούνται στη σφαίρα της δημοσιονομικής χαλαρότητας και επέκτασης.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι ΗΠΑ μπορεί να διέφυγαν από τον σκόπελο της χρεοκοπίας, όμως το οικονομικό έτος που έληξε τον περασμένο μήνα άφησε παρακαταθήκη ένα έλλειμμα της τάξεως των 2,1 τρισ. δολαρίων ή 8,1% του ΑΕΠ.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολιτικοί διαπιστώνουν ότι η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει ότι το χρέος που χρηματοδοτεί μεγάλο μέρος του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 800 δισ. ευρώ απειλεί να εξαντλήσει τον κοινό προϋπολογισμό.
Από τη μεριά της, προσφάτως η κυβέρνηση της Ιαπωνίας παρέλειψε από το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της το χρονοδιάγραμμα για την εξισορρόπηση του πρωτογενούς προϋπολογισμού της -δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων-, ωστόσο εξακολουθεί να καταγράφει έλλειμα της τάξεως του 6% του ΑΕΠ.
Και σαν επιστέγασμα σε όλα αυτά, προχθές Τρίτη η απόδοση του διετούς κρατικού ομολόγου της Βρετανίας ξεπέρασε τα επίπεδα στα οποία έφθασε την καταστροφική περίοδο του «μίνι προϋπολογισμού» περασμένο Σεπτέμβριο.
Το «παζλ» που συνθέτει η εικόνα των μεγαλύτερων οικονομιών προκαλεί τρόμο. Και το αίσθημα αυτό, η δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται στις οικονομίες αυτές επί του παρόντος, όχι μόνο δεν δείχνει ικανή να αναστρέψει την κατάσταση, αλλά μοιάζει να είναι η πλέον ακατάλληλη έτσι όπως διαμορφώνονται οι οικονομικές συνθήκες.
Ο μονόδρομος της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής
Το δίπολο υψηλός πληθωρισμός και ισχυρή αγορά εργασίας, καθιστά μονόδρομο τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής.
Κι όμως χθες Τετάρτη, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, αναμένοντας περισσότερες ενδείξεις ότι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο είναι υγιής. Πάντως η κοινή συναίνεση είναι ότι με τον δομικό πληθωρισμό υψηλότερα του 5%, δύσκολα η Fed να μείνει αδρανής για πολύ καιρό. Άλλωστε από χθες ο επικεφαλής της Τζερόμ Πάουελ, φρόντισε να στείλει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες αυξήσεις, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκτιμούν ότι τα επιτόκια έως το τέλος του έτους θα φθάσουν στο 5,6% (από το εύρος του 5% – 5,25% που βρίσκονται τώρα).
Από τη μεριά της η ΕΚΤ δεν επιφύλασσε καμία έκπληξη και αύξησε τα επιτόκιά της κατά 25 μονάδες βάσης, διαμορφώνοντας το βασικό της επιτόκιο αυτός της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο 3,50% από 3,25%.
Και είναι σχεδόν σίγουρο ότι σε μία εβδομάδα από σήμερα, στις 22 Ιουνίου θα ακολουθήσει και η Τράπεζα της Αγγλίας η οποία είναι αυτή που από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες που άνοιξε πρώτη τον κύκλο της αύξησης των επιτοκίων και έχει φανεί η πιο «συνεπής» με 12 διαδοχικές επιτοκιακές αυξήσεις. Παρόλα αυτά, η κεντρική τράπεζα έχει να λύσει μια δύσκολη εξίσωση καθώς με τους μισθούς να αυξάνονται με ρυθμό 6,5% σε ετήσια βάση, το σπιράλ μισθών-τιμών μοιάζει να μην σταματάει να τροφοδοτείται.
Λανθάνουσα ερμηνεία
Ωστόσο οι πολιτικοί δείχνουν σαν να μην λαμβάνουν ή να μην ερμηνεύουν σωστά τα μηνύματα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ έχει ξεπεράσει στο παρελθόν το 6% μόνο σε μεγάλους περιόδους αναταραχής: κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πιο πρόσφατα, μετά τα lockdowns για την πανδημία.
Σήμερα καμία συνθήκη δεν καθιστά αναγκαίες τις τεράστιες δαπάνες έκτακτης ανάγκης. Ακόμη και η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βρίσκεται καταστολή. Το κύριο μέλημα όλου αυτού του πλουσιοπάροχου δανεισμού ήταν η τόνωση των οικονομιών, κάτι όμως που έφερε τα επιτόκια υψηλότερα από ό,τι θα χρειαζόταν διαφορετικά.
Τα υψηλότερα επιτόκια συνήθως προκαλούν αστάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ επηρεάζουν επίσης και τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Για κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της βρετανικής κυβέρνησης αυξάνεται κατά 0,5% του ΑΕΠ στη διάρκεια ενός έτους. Ένας λόγος που οι ΗΠΑ έχουν έλλειμμα στα έσοδα είναι ότι τα κέρδη της Fed -τα οποία κατευθύνονται στα ταμεία του υπουργείου Οικονομικών-, έχουν μετατραπεί σε ζημίες.
Κι αυτό διότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα έπρεπε να καταβάλει περισσότερους τόκους για τα χρήματα που τύπωσε για να αγοράσει ομόλογα κατά τη διάρκεια που εφάρμοζε τα μέτρα για να στηρίξει την οικονομία της. Η επίδραση αυτής της ανατροφοδότησης έχει ιδιαίτερη σημασία. Για να ελεγχθεί ο πληθωρισμός μέσω της νομισματικής πολιτικής, πρέπει στους κρατικούς προϋπολογισμούς να επικρατεί πρωτίστως η σύνεση. Κάτι που στη δεδομένη στιγμή και με το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους να ακολουθεί την ανιούσα είναι ανέφικτο.
Πολιτική «ατολμία»
Με τα δεδομένα αυτά, οι πολιτικοί δεν δείχνουν διατεθειμένοι να αναστρέψουν την κατάσταση. Ακόμη και μετά τον νόμο περί δημοσιονομικής ευθύνης ο οποίος ήρε το ανώτατο όριο χρέους των ΗΠΑ και περιόρισε τις δαπάνες, το καθαρό δημοσιονομικό χρέος αναμένεται από το 98% να κάνει άλμα στο 115% του ΑΕΠ έως το 2023. Μάλλον όχι και μια θετική εξέλιξη.
Στην Ευρώπη από την άλλη, η Ευρωζώνη εμφανίζεται πιο σταθερή και πιο αυστηρή στους δημοσιονομικούς της κανόνες, ωστόσο σε κάποια κράτη-μέλη ιδιαίτερα της περιφέρειας οι οικονομίες είναι εύθραυστες. Για παράδειγμα, η Ιταλία όπως και η Ελλάδα οι πλέον υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει για να μειώνουν τους τεράστιους λόγους χρέους προς ΑΕΠ , να παρουσιάζουν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους σχεδόν 2,4% επί του ΑΕΠ.
Εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Βρετανία ενώ πέρυσι ήταν αποφασισμένη να αφήσει πίσω της τη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και να «σφίξει το ζωνάρι», επί της παρούσης φέρεται να εξετάζει τη μείωση στους φόρους.
Ζοφερό το μέλλον
Το μέλλον δείχνει ακόμη πιο ζοφερό. Διότι εκτός των άλλων, εξασκούνται πιέσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς από τα συστήματα υγείας και συνταξιοδότησης τα οποία με τη σειρά τους πιέζονται από τη γήρανση του πληθυσμού.
Με την παγκόσμια κοινότητα να έχει ευθυγραμμισθεί στο απόλυτο μηδέν της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, απαιτούνται μεγάλης κλίμακας δημόσιες επενδύσεις. Την ίδια ώρα οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να αυξηθούν, καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις ανά τον κόσμο κλιμακώνονται.
Αυτά τα ζητήματα μόνο ασήμαντα δεν είναι. Αν οι κυβερνήσεις θέλουν να τα αντιμετωπίσουν, θα πρέπει να αυξήσουν τους φόρους. Ειδάλλως θα πρέπει να πορευθούν με τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα προκληθούν από τις πληθωριστικές πιέσεις, καταλήγει το δημοσίευμα του Economist.
Πηγή: ΟΤ