Πέμπτη, 7 Αυγούστου 2025
28.2 C
Athens

Είναι η «μητέρα όλων των κρίσεων» στον ορίζοντα; Ποιες χώρες έχουν χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ τους;

Ο κόσμος έχει εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά όσον αφορά το χρέος που βαρύνει τις μεγάλες οικονομίες. Επτά μεγάλες οικονομίες έχουν χρέος που υπερβαίνουν το ετήσιο ΑΕΠ τους, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ σε συνδυασμό με τόσο υψηλά επιτόκια, όπως υπογραμμίζει άρθρο γνώμης- ανάλυση του Foreign Policy.

Τα νομίσματά τους είναι έτοιμα για μια σειρά υποτιμήσεων που θυμίζουν τις ασιατικές και ρωσικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ότι ο Καναδάς, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ έχουν χρέη που υπερβαίνουν το 100% του ΑΕΠ τους.

Τα περισσότερα από τα κράτη αυτής της ομάδας «D-7» (σ.σ. Λογοπαίγνιο με το G7 με το D από το Debt, χρέος) δανείστηκαν μεγάλα ποσά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και ξανά κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε πιο ευάλωτη θέση από το Κραχ

Η Ιαπωνία βυθίζεται στο χρέος εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. Ωστόσο, όσον αφορά την εξάρτηση της D-7 από τις παγκόσμιες πιστωτικές αγορές, η κατάσταση είναι τώρα χειρότερη από ποτέ.

Ένα πιο ακριβές μέτρο της ικανότητας της D-7 να αποπληρώσει τα χρέη της είναι ο λόγος του χρέους, μετά την αφαίρεση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, προς το ΑΕΠ. Σύμφωνα με αυτό το μέτρο, ο Καναδάς βρίσκεται σε κάπως καλύτερη κατάσταση από τους υπόλοιπους.

Ωστόσο, για την ομάδα, ο λόγος αυτός εκτιμάται ότι θα φτάσει το 100% φέτος, και δεν έχει ποτέ ξαναφτάσει σε τόσο υψηλά επίπεδα σε μια περίοδο που τα επιτόκια είναι επίσης τόσο υψηλά. Ακόμη και μετά τη Μεγάλη Ύφεση, ο λόγος ήταν χαμηλότερος. Και παρόλο που ο λόγος ήταν κάπως υψηλότερος στην αρχή της πανδημίας, τα επιτόκια ήταν τότε στο χαμηλότερο επίπεδο.

Η υποτίμηση του νομίσματος σε μια εικόνα. Οι 7 χώρες χρωστούν περισσότερο από το 100% του ΑΕΠ τους.

Η υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για «ντόμινο»

Πράγματι, τα επιτόκια των ομολόγων που εκδίδονται από τις χώρες του D-7 έχουν αυξηθεί κατά εκατοντάδες μονάδες βάσης τα τελευταία τρία χρόνια. Περαιτέρω πίεση στις πιστωτικές αγορές, από όπου και αν προέρχεται, θα δυσχεράνει τη δανειοδότηση για όλες αυτές τις χώρες.

Οι κίνδυνοι θα ενταθούν και για τους επενδυτές, καθώς οι αποδόσεις των τίτλων που εκδίδονται από τις χώρες του D-7 τείνουν να κινούνται παράλληλα.

Τρισεκατομμύρια δολάρια σε τίτλους είναι στενά συνδεδεμένα, και η πτώση ενός ντόμινο μπορεί να τα ρίξει όλα. Αυτό το ντόμινο είναι πιθανό να είναι το πρώτο μιας σειράς υποτιμήσεων νομισμάτων, που θα προκληθούν είτε από κερδοσκοπικούς επενδυτές είτε από τις ίδιες τις κυβερνήσεις. Επειδή οι χώρες του D-7 εκδίδουν χρέος στο δικό τους νόμισμα, μπορούν να ελέγχουν την αξία των υποχρεώσεών τους.

Η υποτίμηση των νομισμάτων τους — συνήθως με την πλημμύρα της αγοράς με αυτά και τη δημιουργία πληθωρισμού — μειώνει τα συσσωρευμένα χρέη τους σε σχέση με τα τρέχοντα φορολογικά τους έσοδα. Είναι ένα έξυπνο τέχνασμα που αποφεύγει την ακατάστατη πολιτική της μείωσης των δαπανών ή της αύξησης των φόρων.

Οι οικονομίες του κόσμου ως ντόμινο.

Η υποτίμηση εθνικών νομισμάτων από τους επενδυτές

Αυτό συνέβη στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, όταν μεγάλες οικονομίες αγωνίζονταν με υψηλά επίπεδα χρέους, προσπαθώντας να αποτρέψουν την κερδοσκοπία σχετικά με τα νομίσματά τους, ή και τα δύο: η Γαλλία στη δεκαετία του 1950, το Ηνωμένο Βασίλειο στη δεκαετία του 1960 και η Ιταλία στη δεκαετία του 1990.

Ωστόσο, οι επενδυτές μπορούν επίσης να είναι αυτοί που θέτουν σε κίνηση μια υποτίμηση.

Αν πιστεύουν ότι μια χώρα θα υποστεί σύντομα ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, ή ότι τα ομόλογά της ενδέχεται να μην αποπληρωθούν, ή ότι η ίδια θα προχωρήσει σε υποτίμηση, τότε θα αρχίσουν να πωλούν τα χρεόγραφα και το νόμισμά της στην ανοιχτή αγορά.

Και μόνο με την υποψία υποτίμησης, ο επενδυτής κουμπώνει το σακάκι και φεύγει.

Οι επενδυτές θα φύγουν με την υποψία υποτίμησης ή αν το χρέος είναι υπερβολικό

Σε τελική ανάλυση, μια υποτίμηση θα καταστρέψει την αξία των χρεογράφων στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών. Έτσι, μόλις υποψιαστούν ότι έρχεται υποτίμηση, έχουν κίνητρο να πουλήσουν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία συνδέονται με – ή εκφράζονται σε – αυτό το νόμισμα.

Γεγονότα όπως αυτό μπορούν να ξεκινήσουν χωρίς προειδοποίηση και να επιταχυνθούν με ιλιγγιώδη ρυθμό, αφήνοντας τις κυβερνήσεις να αγωνίζονται να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους.

Εάν η υποτίμηση μετατραπεί σε καταστροφή, οι κεντρικές τράπεζες συνήθως πρέπει να παρέμβουν και να χρησιμοποιήσουν τα αποθέματά τους για να αγοράσουν τα δικά τους νομίσματα. Εν τω μεταξύ, όμως, η αβεβαιότητα οδηγεί τα επιτόκια στα ύψη, καθιστώντας το δανεισμό ακόμη πιο δύσκολο.

O πληθωρισμός μπορεί να μετατρέψει τα εικονιζόμενα χαρτονομίσματα σε χρήματα για «να πάρεις κάτι από το κυλικείο».

Σε ποιους μηχανισμούς μπορεί να έχει επιπτώσεις μια υποτίμηση;

Τίποτα από όλα αυτά δεν θα αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα για την παγκόσμια οικονομία αν η υποτίμηση περιοριζόταν σε μία μόνο χώρα, ακόμη και σε μια μεγάλη οικονομία. Ωστόσο, οποιαδήποτε υποτίμηση θα είχε πιθανότατα επιπτώσεις σε άλλες χώρες, χάρη σε τουλάχιστον τρεις μηχανισμούς.

Ο ένας είναι η κλασική δυναμική του «φτωχού γείτονα». Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο υποτίμησε το νόμισμά του το 1967, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και αρκετές άλλες χώρες ακολούθησαν γρήγορα το παράδειγμά του. Δεν ήθελαν οι εξαγωγείς τους να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση έναντι ενός από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους τους.

Έτσι, ουσιαστικά αποκατέστησαν τους ίδιους όρους εμπορίου που είχαν πριν. Αν οι ΗΠΑ υποτιμούσαν απότομα το δολάριο — για παράδειγμα, μειώνοντας τα επιτόκια και προκαλώντας σκόπιμα υψηλότερο πληθωρισμό — τότε χώρες όπως ο Καναδάς, το Μεξικό και η Κίνα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Οι υποτιμήσεις νομισμάτων στην πράξη από τους ίδιους τους επενδυτές

Οι υποτιμήσεις τείνουν επίσης να εξαπλώνονται λόγω της συμπεριφοράς των ίδιων των επενδυτών. Οι οποίοι λαμβάνουν υπόψιν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ.

Όταν υπάρχει σημαντική ανατιμολόγηση ενός περιουσιακού στοιχείου στα χαρτοφυλάκια των μεγάλων επενδυτών — όπως θα συνέβαινε με μια υποτίμηση — οι διαχειριστές επενδύσεων τείνουν να επαναξιολογούν τους κινδύνους άλλων παρόμοιων περιουσιακών στοιχείων.

Για παράδειγμα, μια υποτίμηση του δολαρίου ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τους διαχειριστές στο συμπέρασμα ότι και οι καναδικοί τίτλοι είναι πιο επικίνδυνοι, ακόμη και αν δεν ληφθούν υπόψη οι εμπορικές σχέσεις των χωρών.

Η υποτίμηση ενός νομίσματος, μπορεί να βάλει τους επενδυτές σε σκέψη και για τα υπόλοιπα.

Και αν χαθεί η εμπιστοσύνη στα εθνικά νομίσματα;

Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει τους διαχειριστές να μειώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε μια ολόκληρη κατηγορία παρόμοιων περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα μια υποτίμηση να προκαλεί μια μαζική πώληση που επηρεάζει πολλές χώρες. Αυτό συνέβη στην Ανατολική Ασία το 1997 και στη Ρωσία το 1998. Οι επενδυτές άρχισαν να αμφιβάλλουν για την αξία πολλών νομισμάτων και, το ένα μετά το άλλο, απέσυραν τα χρήματά τους.

Όλες οι χώρες υποτίμησαν το νόμισμά τους, αλλά μόνο η Ρωσία αθέτησε τις υποχρεώσεις της. Ακολούθησαν προγράμματα διάσωσης, οι κυβερνήσεις επέβαλαν μέτρα λιτότητας και το βιοτικό επίπεδο έπεσε κατακόρυφα. Στη Νότια Κορέα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά ένα τρίτο σε δολάρια μεταξύ 1997 και 1998.

Τότε, η ξαφνική κατάρρευση τόσων πολλών νομισμάτων εξέπληξε τις αγορές. Οι επενδυτές δεν κατάλαβαν πόσο αλληλένδετοι ήταν οι κίνδυνοι τους· τα χαρτοφυλάκιά τους δεν ήταν αρκετά διαφοροποιημένα για να αποφύγουν την καταστροφή.

Οι περισσότερες οικονομίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους.

Η διασύνδεση μεταξύ των οικονομιών ως «φονέας οικονομικών γιγάντων»

Οι κρίσεις στην Ασία και τη Ρωσία κατέληξαν να καταστρέψουν τη Long-Term Capital Management, τότε ένα από τα μεγαλύτερα hedge funds στον κόσμο. Αυτή τη φορά, με πολύ μεγαλύτερες οικονομίες να εμπλέκονται, περισσότεροι γίγαντες ενδέχεται να πέσουν.

Μια τρίτη πηγή μετάδοσης είναι συγκεκριμένη για τις μεγάλες οικονομίες και ως εκ τούτου απουσίαζε από τις ασιατικές και ρωσικές κρίσεις. Επειδή οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες κατέχουν τίτλους που εκφράζονται στο νόμισμα της κάθε μιας, η υποτίμηση οποιουδήποτε από αυτά θα μπορούσε να μειώσει την αξία όλων των αποθεματικών τους, αποδυναμώνοντας την ικανότητά τους να υπερασπιστούν τα δικά τους νομίσματα από την κερδοσκοπία.

Βεβαίως, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει σχετικά μικρά αποθέματα σε ευρώ και γιεν, αλλά τα αποθέματα σε δολάρια και ευρώ των άλλων κεντρικών τραπεζών είναι πολύ μεγαλύτερα.

Η ξεχωριστή περίπτωση της Ευρωζώνης

Η πιο δύσκολη κατάσταση θα μπορούσε να αναπτυχθεί, όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, μεταξύ των χωρών που μοιράζονται μια κεντρική τράπεζα. Στην ευρωζώνη, δεν θα υποστηρίξουν απαραίτητα όλες οι χώρες μια υποτίμηση.

Η Γερμανία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη δημοσιονομική θέση από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, και δεν έχει καμία διάθεση για τον πληθωρισμό που συνδέεται με ένα φθηνότερο ευρώ. Έτσι, όπως η Ελλάδα το 2010, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα μπορούσαν να αναγκαστούν να ζητήσουν οικονομική ενίσχυση για να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους, μόνο που αυτή τη φορά τα πακέτα θα ήταν πολύ μεγαλύτερα.

Εάν αυτές οι χώρες χρειάζονταν τρισεκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσουν τα χρέη τους, η πίεση στις πιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε όλο τον κόσμο.

Τα κρατικά ομόλογα είναι μια κατηγορία από μόνα τους

Αν και οι χώρες του D-7 έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να διατηρήσουν τα χρέη τους, οι αγορές στέλνουν κάποια δυσοίωνα μηνύματα. Πρόσφατα, τεράστια ποσά μετατοπίστηκαν από τα κρατικά ομόλογα προς τα εταιρικά χρεόγραφα. Τώρα, τα ιαπωνικά ομόλογα πλησιάζουν τις υψηλότερες αποδόσεις τους από τα τέλη της δεκαετίας του 2000.

Οι υπόλοιπες χώρες του D-7 καταγράφουν τις υψηλότερες αποδόσεις τους για περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά τα επίπεδα χρέους της δεκαετίας του 2010 ήταν πιο διαχειρίσιμα.

Στις ΗΠΑ, οι αποδόσεις των 30ετών ομολόγων του Δημοσίου πλησιάζουν το 5%, παρά (ή ίσως εξαιτίας) την στροφή του υπουργείου προς μια στρατηγική βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης. Καθώς οι επιλογές του περιορίζονται, το υπουργείο Οικονομικών ανανεώνει τα δάνεια του πιο συχνά για να αποφύγει την πληρωμή αυξανόμενων επιτοκίων για το μακροπρόθεσμο χρέος.

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι βασίζεται όλο και περισσότερο σε πρωτογενείς διαμεσολαβητές (κυρίως μεγάλες τράπεζες) για την αναχρηματοδότηση των χρεών του, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι άλλοι επενδυτές έχουν λιγότερη όρεξη για τα χρεόγραφα του.

Οι μουσικές καρέκλες με επενδυτικά assets που δεν θα πληγούν από τις υποτιμήσεις

Πράγματι, από τη στιγμή που τα επίπεδα χρέους άρχισαν να αγγίζουν ιστορικά υψηλά και οι πληθωριστικοί ρυθμοί άρχισαν να υπονομεύουν την αξία των νομισμάτων, οι επενδυτές αναζητούν ασφαλή καταφύγια εκτός των μεγάλων αγορών.

Αντιμέτωποι με μια σειρά υποτιμήσεων, ουσιαστικά θα έπαιζαν ένα χρηματοοικονομικό παιχνίδι μουσικών καρεκλών. Με τα νομίσματα να υποτιμούνται παντού, ο στόχος θα ήταν να επενδύσουν τα χρήματά τους στα τελευταία περιουσιακά στοιχεία που διατήρησαν την αξία τους.

Ο χρυσός θα αποτελεί πάντα ένα επενδυτικό καταφύγιο. Ίσως το πιο δημοφιλές.

Ο χρυσός, τα κρυπτονομίσματα και το ευρώ

Μεταξύ των παραδοσιακών αγαπημένων, ξεχωρίζει ο χρυσός. Από την έναρξη της εκστρατείας σύσφιξης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ το 2022, η τιμή του σε δολάρια έχει αυξηθεί κατά 70%. Εν τω μεταξύ, το ελβετικό φράγκο έχει αυξηθεί κατά 17% έναντι του δολαρίου και κατά 7% έναντι του ευρώ.

Το bitcoin, αν και πολύ πιο ασταθές, έχει σχεδόν τριπλασιαστεί σε αξία. Και ορισμένοι επενδυτές εξακολουθούν να θεωρούν τα χρεόγραφα σε ευρώ ως ασφαλές καταφύγιο, πιθανώς υποθέτοντας ότι η Γερμανία θα αποτελέσει το δίχτυ ασφαλείας.

Προς το παρόν, οι αγορές είναι σχετικά ήρεμες. Ωστόσο, το ΔΝΤ αναμένει ότι η πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς θα αυξηθεί, καθώς οι δασμοί περιορίζουν την παγκόσμια ανάπτυξη, και οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες των D-7 συνεχίζουν να προειδοποιούν για δημοσιονομικές κρίσεις.

Χωρίς ρεαλιστικές προοπτικές μείωσης του χρέους τους μέσω υψηλότερων φόρων ή χαμηλότερων δαπανών, οι χώρες των D-7 εξακολουθούν να βρίσκονται σε πορεία υποτίμησης. Θα προσπαθήσουν να το διαχειριστούν μόνες τους ή θα περιμένουν μέχρι οι αγορές να τις αναγκάσουν να το κάνουν;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA