Εντυπωσιάζουν οι αντιδράσεις των Γάλλων δισεκατομμυριούχων, προεξάρχοντος του Μπερνάρ Αρνό, κάποτε πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, στις προτάσεις για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Όσοι προτείνουν τέτοια μέτρα κατηγορούνται ότι θέλουν να καταστρέψουν την φιλελεύθερη οικονομία» και ότι θέλουν να φέρουν τον «κομμουνισμό» και τον «κολεκτιβισμό».
Η συζήτηση για τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου γίνεται σε μια πολύ συγκεκριμένη συγκυρία όπου η πλευρά του προέδρου Μακρόν, μέσω του νέου πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνί, επιδιώκει να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Σοσιαλιστών μέσω μιας δέσμευσης για την επιβολή ενός τέτοιου φόρου, για την ακρίβεια ενός φόρου 2% στις περιουσίες όσων έχουν άνω ατομική περιουσία άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο φόρος αυτός συχνά αναφέρεται ως φόρος Ζυκμάν. Και αυτό γιατί ήταν ο Γκαμπριέλ Ζυκμάν, ένας Γάλλος οικονομολόγος και από τους σημαντικότερους ειδικούς παγκοσμίως στα ζητήματα που αφορούν τη φορολογία, που πρότεινε αυτόν τον φόρο το 2024 σε μια έκθεση που συνέταξε για την κυβέρνηση της Βραζιλίας, όταν η τελευταία προέδρευε των G20.
Η αφετηρία του Ζυκμάν είναι ότι οι δισεκατομμυριούχοι, ή εάν προτιμάτε το ένα εκατομμυριοστό των νοικοκυριών παγκοσμίως, έχουν ιδιαίτερα ευνοϊκή φορολόγηση. Το αποτέλεσμα αποτέλεσμα την ώρα που η περιουσία τους αντιστοιχεί στο 14% περίπου του παγκόσμιου πλούτου (και αυξάνει με ρυθμό 7.1% ετησίως), η φορολόγηση στην οποία υποβάλλονται παραμένει χαμηλή. Για την ακρίβεια, οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι δισεκατομμυριούχοι φορολογούνται με τον ευνοϊκότερο τρόπο στις δυτικές οικονομίες σε σχέση με τις άλλες εισοδηματικές κατηγορίες.
Η ευνοϊκή φορολόγηση των πολύ πλουσίων οφείλεται σε διάφορες παραμέτρους. Κατά αρχάς, στις περισσότερες χώρες έχουν μειωθεί οι φορολογικοί συντελεστές και αυτό έχει ευνοήσει και τους πολύ πλούσιους. Έπειτα, πέραν του πάγιου προβλήματος με τους φορολογικούς παραδείσους, πολύ συχνά το επιπλέον εισόδημα των πολύ πλουσίων δηλαδή η αύξηση του πραγματικού πλούτου τους, στηρίζεται σε επιπλέον μετοχές που λαμβάνουν ή σε αύξηση της αποτίμησης των μετοχών και άλλων συμμετοχών που έχουν στην κατοχή τους. Αν σκεφτούμε ότι πολύ συχνά οι εταιρείες δεν διανέμουν μέρισμα, ακόμη και εάν είναι κερδοφόρες, αντιλαμβανόμαστε γιατί δεν πληρώνουν αυξημένο φόρο. Εάν κιόλας αποφεύγουν να πωλούν τις μετοχές τους, δεν πληρώνουν φόρο για τις υπεραξίες που θα προέκυπταν από την πώληση αυτών των μετοχών, παρότι βέβαια η πραγματική αύξηση της αξίας των μετοχών σημαίνει και αντίστοιχη αύξηση του δικού τους πλούτου. Και βέβαια η απλούστερη λύση παραμένει να είναι μέτοχοι σε εταιρείες συμμετοχών που εισπράττουν μεν μερίσματα αλλά αυτά δεν λογίζονται ως εισόδημα των ιδιοκτητών των εταιρειών συμμετοχών, ενώ συνήθως τέτοια μερίσματα που δίνονται σε εταιρείες holdings στις περισσότερες χώρες δεν φορολογούνται.
Μάλιστα, η εκτεταμένη χρήση εταιρειών συμμετοχών έχει ως αποτέλεσμα σε χώρες όπως η Ολλανδία ή η Γαλλία, η όποια – μειωμένη σε σχέση με άλλες κατηγορίες – φορολόγηση σχεδόν εκμηδενίζεται για τους πάρα πολύ πλούσιους.
Αυτό διαμορφώνει προβλήματα στη φορολόγηση του πραγματικού εισοδήματός τους με τις παραδοσιακές φορολογικές πρακτικές.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή τη στιγμή την ώρα που οι πραγματικές ανάγκες των κρατών για χρηματοδότηση δεν έχουν μειωθεί, αντιθέτως έχουν αυξηθεί, αυτές ολοένα και περισσότερο δεν μπορούν να καλυφθούν με όρους αναδιανομής εισοδήματος, δηλαδή με όρους που θα εξασφάλιζαν ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο πλούτος κάποιου τόσο περισσότερο – και σε απόλυτες τιμές και με όρους αναλογίας – θα φορολογείται και θα συνεισφέρει στο κοινωνικό κράτος και τις άλλες δημόσιες ανάγκες.
Αυτό εξηγεί για παράδειγμα γιατί σε πολλές χώρες οι έμμεσοι φόροι, που πλήττουν δυσανάλογα τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας, έχουν γίνει βασική πηγή εσόδων για τα κράτη ή γιατί για παράδειγμα ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζει τους αυξημένους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα ως όχι μόνο διόρθωση αδικιών σε βάρος των αμερικανικών προϊόντων στη διεθνή αγορά αλλά και ως έναν τρόπο για να εισέλθουν πόροι στον κρατικό κορβανά.
Απέναντι σε αυτό προτάσεις όπως αυτές του Ζυκμάν προσπαθούν να προσφέρουν έναν τρόπο ώστε ένα μέρος αυτού του τεράστιου πλούτου που συγκεντρώνεται στα χέρια ενός ελάχιστου ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού να επιστρέψει ως ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών και του κοινωνικού κράτους.
Στις αντιρρήσεις που υπάρχουν και που κυρίως επικεντρώνονται στο ότι ο πλούτος δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαυτός φορολογητέο εισόδημα καθώς συσσωρεύεται και δεν εισπράττεται ως εισόδημα, ο Ζυκμάν απαντά ότι όπως ακριβώς για το φορολογητέο εισόδημα δεν μας ενδιαφέρει εάν ξοδεύτηκε ή αποταμιεύτηκε αντίστοιχα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τον πλούτο. Αντίστοιχα σε σχέση με τις δυσκολίες που υπάρχουν όσον αφορά τη χωροταξική κατανομή και προέλευση αυτού του πλούτου ο Ζυκμάν προτείνει διάφορες λύσεις συμπεριλαμβανομένης και αυτής του «φοροεισπράκτορα τελευταίας καταφυγής», ενός μηχανισμού που περιλαμβάνεται στις συμφωνίες για τη φορολόγηση των πολυεθνικών. Παράλληλα, η Ζυκμάν υπογραμμίζει τη σημασία που έχουν και προτάσεις για να γίνει πιο προοδευτικός (δηλαδή να αυξάνει αναλογικά προς την αύξηση των εισοδημάτων) ο φόρος εισοδήματος αλλά και ο φόρος κληρονομιάς.
Κατά τον Ζυκμάν η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου μπορεί να προσφέρει σημαντικά εισοδήματα στα κράτη για να κάνουν κοινωνική πολιτική και θα διορθώσει την τωρινή αδικία, όπου οι πιο πλούσιοι είναι ταυτόχρονα και οι πιο ευνοημένοι σε επίπεδο φορολογικής πολιτικής.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι προφανώς εάν θα έρθει ο κομμουνισμός. Άλλωστε, μέχρι τώρα κανείς δεν έχει προτείνει έναν… φορολογικό δρόμο για τον σοσιαλισμό. Το ζήτημα αφορά εάν ο μεγάλος πλούτος θα συνεισφέρει όσο αναλογεί, ως αναγκαίο βήμα στην κατεύθυνση της αναδιανομής εισοδήματος, ιδίως σε μια εποχή που έχουν φανεί τα αδιέξοδα των trickle-down economics και άλλων νεοφιλελεύθερων μυθευμάτων.