Πέμπτη, 28 Αυγούστου 2025
25.7 C
Athens

Ελληνικά νησιά εκτός ελέγχου: Ο υπερτουρισμός πλήττει το «καλό όνομα» της χώρας ως προορισμού

Πολλοί είναι αυτοί που φοβούνται ότι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, όπως έχει χαρακτηριστεί ο τουρισμός, μπορεί τελικά να γυρίσει μπούμερανγκ. Ο υπερτουρισμός, η κλιματική κρίση, οι πυρκαγιές, αλλά και το κόστος των διακοπών, που πλέον απευθύνονται μόνο σε μεγάλα και πολύ μεγάλα βαλάντια, παράλληλα με τις ορδές των τουριστών, που συρρέουν στα ελληνικά νησιά, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αφήνουν σημάδια. Και να κάνουν ζημιά σε αυτό που ήταν ο πόλος έλξης για να επισκεφθεί κάποιος έναν τόπο.

Για λόγους πρακτικούς, αφήνουμε στην άκρη ότι οι μισοί περίπου Έλληνες δεν μπορούν να κάνουν διακοπές, και περιοριστούμε στον τουρισμό από το εξωτερικό. Και μπορεί η κυβέρνηση να επιχαίρει για την αύξηση κατά 12% των εσόδων, οι άνθρωποι που επιστρέφουν πίσω στις πατρίδες τους δεν μένουν πάντα με τις καλύτερες εντυπώσεις. Ενώ οι κάτοικοι υποφέρουν και δεν μπορούν να ανταποκριθούν.

Διότι ο υπερτουρισμός τους επηρεάζει και εκείνους, τόσο σε επίπεδο των υπηρεσιών που δέχονται, όσο και σε επίπεδο φυσικού περιβάλλοντος. Οι συνέπειες είναι ορατές στη φύση, που ταλαιπωρείται και καταστρέφεται, στις ελλείψεις στο νερό, κ.ο.κ.

«Εκτός ελέγχου»

Ο τίτλος του περιοδικού Fortune στις αρχές Αυγούστου δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρακτηριστικός. «Τα ελληνικά νησιά χαρακτηρίζονται “εκτός ελέγχου” εν μέσω τουριστικής κρίσης το καλοκαίρι». Το θέμα του ρεπορτάζ ήταν ο υπερτουρισμός και αφορούσε την Ύδρα, ένα νησί που περνάει πιο χαμηλά στα ραντάρ από τη Μύκονο, τη Σαντορίνη ή τη Ρόδο.

Οι άνθρωποι που μίλησαν, τουρίστες από το εξωτερικό, σημείωναν το κόστος διαμονής –υπάρχουν ξενοδοχεία που ζητούν ακόμη και 1.600 ευρώ τη βραδιά. Αλλά και τον συνωστισμό στα δρομάκια και τις ελάχιστες παραλίες του νησιού: «Πολύς κόσμος, πολύ άγχος», λέει μια τουρίστρια από τη Γαλλία. «Δεν περάσαμε καλά».

«Δεν μπορείς να βρεις ξαπλώστρα ελεύθερη ούτε για δείγμα, ούτε τραπέζι σε εστιατόριο για να φας», σύμφωνα με τη Χίλντα Εξιάν, διευθύντρια του ξενοδοχείου «Φαίδρα» στο νησί. Μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, επίσης, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην ανάγκη να αναπνεύσει το νησί και να επιβιώσει. «Δεν έχουμε άλλη βιομηχανία εδώ. Πώς θα ζήσουμε;», αναρωτιέται μια Βρετανίδα που οργανώνει βόλτες με άλογα στο νησί.

Η Ύδρα «δεν αντέχει άλλο κόσμο», λέει από την πλευρά της η Εξιάν. Εύχεται οι δημοσιογράφοι να σταματούσαν να προωθούν το μέρος, υποστηρίζοντας ότι η Ύδρα είναι «ήδη πιο γνωστή από όσο χρειάζεται».

Μετρώντας μπουκάλια νερού

Και αν η Ύδρα θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα γιατί είναι πολύ κοντά στην Αθήνα, την έκανε διάσημη και ο Λέναρντ Κοέν, ας πάμε στη Σύμη, με τον Observer.

Το απομακρυσμένο αυτό νησί των Δωδεκανήσων ξέρει πολύ καλά τι θα πει υπερτουρισμός. Με μόλις 2.500 μόνιμους κατοίκους, φιλοξενεί ετησίως περίπου 500.000 τουρίστες. Ο δήμαρχος Λευτέρης Παπακαλοδούκας λέει ότι οι δημοτικοί υπάλληλοι κάνουν αγώνα για να το κρατούν καθαρό, καθώς από το νησί περνούν καθημερινά την τουριστική περίοδο 1.000-5.000 άνθρωποι.

«Οι περισσότεροι δεν διανυκτερεύουν, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει εισόδημα από τους φόρους ξενοδοχείων. Παρ’ όλα αυτά, οι δημόσιες υπηρεσίες μας δέχονται τεράστια πίεση. Έχουμε φτάσει σε σημείο που ο δήμος πρέπει να αναλάβει δράση», λέει ο δήμαρχος. «Αν το σκεφτείτε μόνο με όρους επισκεπτών και μπουκαλιών νερού που καταναλώνουν, είναι πάρα πολλά τα μπουκάλια», λέει.

Ο Λευτέρης Παπακαλοδούκας πρότεινε την επιβολή φόρου 3 ευρώ στους ημερήσιους εκδρομείς. «Θα μπορούσε να προστεθεί στα εισιτήρια των επιβατών και να χρησιμοποιηθεί για την αναβάθμιση της συλλογής και διάθεσης απορριμμάτων, του συστήματος αποχέτευσης, όλων των υπηρεσιών που αυτήν τη στιγμή πληρώνουν μόνο οι κάτοικοι», είπε.

«Πρόκειται για βιωσιμότητα και προστασία της γοητείας και της φυσικής ομορφιάς της Σύμης».

Φόρος στους τουρίστες

Το πρόβλημα που περιγράφει ο δήμαρχος της Σύμης είναι ορατό και αλλού. Οι πιέσεις είναι τεράστιες. Η κυβέρνηση από τις 21 Ιουλίου έχει επιβάλει ένα τέλος κρουαζιέρας στους επιβάτες που αποβιβάζονται σε ελληνικά λιμάνια από τα μεγάλα πλοία.

Στην υψηλή περίοδο, το τέλος κυμαίνεται από 5 έως 20 ευρώ για πλοία που δένουν σε νησιά όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος. Τα δύο αυτά νησιά, πέρα από όσους πηγαίνουν και διαμένουν εκεί για τις διακοπές τους, είναι από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς κρουαζιέρας της χώρας.

Τα πρόσθετα έσοδα, που αναμένεται να ξεπεράσουν τα 50 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, τα ποσά αυτά θα χρηματοδοτήσουν βελτιώσεις στα λιμάνια και τουριστικά έργα και θα διατεθούν για την ενίσχυση των χρημάτων που αποδίδονται στους δήμους. Είναι όμως αρκετό αυτό;

Κλειστοί αρχαιολογικοί χώροι και ζέστη

Και η κατάσταση επιδεινώνεται και από τις υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες.

Στα τέλη Ιουλίου, όταν επί επτά συναπτές ημέρες ο υδράργυρος στην Αθήνα δεν έπεφτε κάτω από τους 40 βαθμούς, το υπουργείο Πολιτισμού έκλεισε τους αρχαιολογικούς χώρους. Η Ακρόπολη, πόλος έλξης για όσους επιλέγουν την Ελλάδα και την πρωτεύουσα για να περάσουν τις διακοπές τους, έκλεισε επίσης.

Η Αθήνα ήδη βιώνει την τουριστική κρίση. Ο υπερτουρισμός και η αύξηση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης έχουν καταστήσει την πρωτεύουσα αβίωτη για τους κατοίκους της. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί, η πόλη επιβαρύνεται από την κίνηση των επισκεπτών και οι τιμές των ενοικίων τραβούν διαρκώς την ανηφόρα. Πέρα από την περιβαλλοντική επιβάρυνση, σε μια πόλη που αγωνίζεται να αντιμετωπίσει και τη λειψυδρία.

Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό και πολεοδόμο Άγγελο Βαρβαρούση, με έδρα τη Βαρκελώνη και την Αθήνα, ο υπερτουρισμός κινδυνεύει να επιβάλει μια «μονοκαλλιέργεια» σε πολλά από τα hotspots της Ευρώπης. Μιλώντας στην ελληνοαμερικανική εφημερίδα «Εθνικός Κήρυκας», είπε ότι ο υπερτουρισμός «συνδυάζεται με τη σταδιακή απώλεια και εκτόπιση άλλων κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων». Εδώ εντάσσονται καταστήματα και υπηρεσίες που εξυπηρετούσαν τον ντόπιο πληθυσμό και μετατρέπονται σε καφέ, εστιατόρια, καταστήματα με τουριστικά είδη κ.λπ.

Λαμβάνονται μέτρα;

Ο τουρισμός είναι προφανώς ζωτικής σημασίας για την οικονομία. Ωστόσο πλέον κανείς δεν γνωρίζει αν είναι βιώσιμος όταν γίνεται υπερτουρισμός. Και η ελληνική οικονομία, στον ίδιο ή λίγο μεγαλύτερο βαθμός από άλλες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδά του.

Σύμφωνα με στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2024 καταγράφηκαν 40,7 εκατομμύρια επισκέπτες. Πρόκειται για αριθμό ρεκόρ. Τέσσερις φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας. Και το 2025 αναμένεται να κυμανθεί στα ίδια, ίσως και μεγαλύτερα επίπεδα. Ειδικά αν η προσπάθεια του υπουργείου Τουρισμού να ανοίξει κι άλλο το τουριστικό προϊόν προς τις αγορές της Ασίας είναι επιτυχής.

Στα μέσα Ιουλίου, η υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, δήλωσε ότι καταγραφόταν αύξηση εσόδων της τάξης του 12%. Και σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει πετύχει να γίνει «ένα από τα 10 πιο δημοφιλή μέρη παγκοσμίως». Απέδωσε αυτή την επιτυχία και στην άφιξη τουριστών ακόμη και τον χειμώνα.

Αυτός είναι ένας από τους στόχους. Να διαφοροποιηθεί ο τουρισμός και να ενθαρρυνθούν δραστηριότητες όπως όπως καταδύσεις, πεζοπορία, χειμερινές δραστηριότητες. «Προσπαθούμε να προωθήσουμε προορισμούς που είναι λιγότερο γνωστοί διεθνώς», ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, δήλωσε η υπουργός Τουρισμού. Αλλά και η ανάπτυξη τουρισμού εκτός καλοκαιρινής σεζόν.

Τι γίνεται όμως με τις υποδομές; «Η ζήτηση για τουρισμό στην Ελλάδα έχει ανακάμψει ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας», σύμφωνα με τον Ηλία Λέκκο, επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας Πειραιώς. Σημειώνει όμως ότι η ελληνική τουριστική βιομηχανία «απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, όχι μόνο σε ξενοδοχεία και θέρετρα».

Αλλά σε υποδομές, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και εγκαταστάσεις διαχείρισης υδάτων. Εκτίμησε, μιλώντας στον Observer, ότι η «αύξηση της χωρητικότητας» δεν μπορεί να είναι βιώσιμη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA