Οι πολυκρίσεις ανοίγουν ζήτημα ορθότητας των αποφάσεων, όχι μόνο νομισματικής, αλλά και πολιτικής οικονομίας. Ενα θέμα το οποίο είναι πολύ ευαίσθητο για την Ελλάδα, δεδομένου του μαύρου κεφαλαίου προ δεκαετίας, ονόματι «Greek Statistics» . Η παγκόσμια τραπεζική κρίση του 2008 και η μετέπειτα ελληνική κρίση χρέους ανέδειξαν την αμφισβήτηση των δεδομενων βασει των οποίων λαμβανονται οι πολιτικές αποφάσεις. Ακόμα και για το υπό συζήτηση Σύμφωνο Σταθερότητας για τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες έχουν εξεταστεί αλλαγές (με πρόταση και της Ελλάδας) ως προς τη μέτρηση των δαπανών. Δηλαδή η πράσινη μετάβαση έχει δημιουργήσει νέες συνθήκες για τον τρόπο υπολογισμού των ελλειμμάτων.
Οι κρίσεις
Η πανδημία, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η πράσινη μετάβαση και η ενεργειακή κρίση, μήπως τελικά ανοίγουν ένα εκ νέου θέμα για τις προβλέψεις των οικονομολόγων. Μπαίνει το ερώτημα αν οι κρίσεις οδηγούν στην ανάγκη να προσαρμοστούν οι στατιστικές μέθοδοι. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αστοχίας είναι εκείνοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Οι παραδοχές, και οι τρόποι εκτίμησης των δεδομένων προκάλεσαν σοκ λιτότητας με ανεπανόρθωτες κοινωνικές επιπτώσεις.
Διεθνώς, αρχίζουν να διατυπώνονται ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με την αξιοπιστία παλαιότερων μεθόδων συλλογής δεδομένων όπως οι δημοσκοπήσεις (surveys). Όπως σχολιάζει μιλώντας στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, ο Γεώργιος Μπάλτας, Καθηγητής του Τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο κίνδυνος αυτός είναι μικρότερος στην Ελλάδα. Υπό την έννοια ότι ο πληθυσμός της είναι πολύ πιο μικρός και ομοιογενής κάνοντας σχετικά και πρακτικά ευκολότερη τη συλλογή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος.
Η πανδημία, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η πράσινη μετάβαση και η ενεργειακή κρίση, μήπως τελικά ανοίγουν ένα εκ νέου θέμα για τις προβλέψεις των οικονομολόγων;
Η μεθοδολογία
Η μεθοδολογία βάσει της οποίας η Ελληνική Στατιστική Αρχή υπολογίζει μεγέθη κρίσιμα για την οικονομική πολιτική, όπως ο δείκτης τιμών καταναλωτή, είναι από τις πιο αξιόπιστες. Ο Ομότιμος Καθηγητής Ποσοτικής Ανάλυσης στο Τμήμα Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας Ιωάννης Χαλικιάς και πρώην μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ορθής Πρακτικής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ορθής Πρακτικής), εξηγεί στον Οικονομικό Ταχυδρόμο πώς η ΕΛΣΤΑΤ (που αντικατέστησε την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία) έχει διασφαλίσει τις πιο αξιόπιστες πρακτικές, ειδικά μετά την θητεία του κ Ανδρέα Γεωργίου.
Η δημόσια συζήτηση η οποία έχει ανοίξει από τα διεθνή κυρίως μέσα ενημέρωσης περί αναχρονιστικών μεθόδων – μετά τις κρίσεις και της πανδημίας – θέτει ζήτημα για την ορθή πρόβλεψη της πορείας της αμερικανικής και Ευρωπαϊκής οικονομίας λόγω αμφισβήτησης των δεδομένων.
Τα συγκεκριμένα επιχειρήματα, σύμφωνα με τον Χαλικιά δεν βασίζονται σε έγκυρα δεδομένα. Ειδικά για την Ελλάδα, ο κ Χαλικιάς τονίζει ότι οι πρακτικές είναι από τις πιο αξιόπιστες τόσο ως προς την επιλογή του στατιστικού δείγματος όσο και την εξασφάλιση της συμμετοχής των επιλεγόμενων στις έρευνες (νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Ως προς το θέμα της ανεργίας, όπου εκεί μπορεί να υπάρχουν αποκλίσεις στοιχείων μεταξύ του ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) και της ΕΛΣΤΑΤ, ο κ καθηγητής αναφέρει ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι συγκριτικά πιο αξιόπιστα για τη λήψη πολιτικής διότι βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα (εάν ο ερωτώμενος έχει εργαστεί κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου επτά ημερών και εάν έχει αναζητήσει εργασία).
Η νέα τεχνολογία
Σύμφωνα με τον Καθηγητή κ. Μπάλτα , η νέα τεχνολογία έχει αυξήσει τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα στους λήπτες αποφάσεων και η νέα τεχνογνωσία τις μεθόδους ανάλυσης και αξιοποίησης τους. Για παράδειγμα, ένας τεράστιος όγκος δεδομένων από τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών συλλέγεται καθημερινά με διάφορα ψηφιακά μέσα και μπορεί να αναλυθεί αποτελεσματικά.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο τι δεδομένα λαμβάνονται υπόψιν κάθε φορά από τον πολιτικό ή τον επιχειρηματικό σχεδιασμό. Δύο επίκαιρα απλουστευμένα παραδείγματα είναι ο γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή του Οκτωβρίου 2023, ο οποιος ανήλθε στο 3,4% ενώ ο επιμέρους Δείκτης της ομάδας Διατροφής και μη αλκολούχων ποτών σε 9,9%.
«Εφόσον το κόστος των πλέον απαραίτητων αγαθών αυξάνεται πολύ ταχύτερα, ο σχεδιασμός πολιτικής μόνο με βάση τον γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή παραβλέπει τις πολύ μεγαλύτερες ανατιμήσεις στα τρόφιμα και τις επιπτώσεις σε καταναλωτές που δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος σε βασικά αγαθά», τονίζει ο κ. Μπάλτας και προσθέτει ότι ταυτόχρονα, στον κόσμο των επιχειρήσεων, ο ονομαστικός τζίρος μίας εταιρείας ή μάρκας μπορεί τώρα να φουσκώνει λόγω των πληθωριστικών τιμών και να δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις στη διοίκηση, ενώ ο πραγματικός όγκος πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς υποχωρούν σημαντικά. Επομένως, προσφέρονται συνεχώς περισσότερα και καλύτερα δεδομένα, αλλά πολλές φορές υπάρχει ανεπαρκής ή μεροληπτική ενσωμάτωση τους στη λήψη αποφάσεων.
Πηγή: OT