Σε ένα ασταθές περιβάλλον που ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα στην πορεία βαδίζει η ελληνική οικονομία, παρά το γεγονός ότι σημειώνει άνοδο του ΑΕΠ.
Η ενεργοποίηση των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων αναμένεται να επηρεάσει και την ελληνική οικονομία
Κι αυτό γιατί συνεχίζουν να υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, όπως για παράδειγμα τα προβλήματα στη Γερμανία, που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την επίδραση της ανόδου των πραγματικών επιτοκίων, τον χαμηλό ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, τις γεωπολιτικές εντάσεις, την κλιματική αλλαγή και τις εμπορικές διαμάχες (ΗΠΑ-Κίνα, δασμοί ΕΕ στην Κίνα κλπ), οι οποίες ενδέχεται να ενταθούν σε περίπτωση εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.
Όλοι οι οικονομικοί αναλυτές συμφωνούν στο ότι το διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από νέες αβεβαιότητες και γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Παράλληλα, η ενεργοποίηση των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπερβάσεων των εσόδων έναντι των στόχων για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών, κάτι που αναμένεται να επηρεάσει και την ελληνική οικονομία.
Πέρα από το ρευστό εξωτερικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, που συνδέονται τόσο με εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες – όπως η έλλειψη ανταγωνισμού η οποία επιδεινώνει το πρόβλημα της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, το υψηλό δημόσιο χρέος (παρά την προβολή για μείωσή του τα επόμενα χρόνια ως ποσοστό του ΑΕΠ), το μεγάλο επενδυτικό κενό, τη χαμηλή αποταμίευση και το δημογραφικό πρόβλημα που κρούει «καμπανάκι» κινδύνου για το μέλλον.
Ελληνική οικονομία: Το πρόβλημα της παραγωγικότητας
Την ίδια ώρα, χαμηλές πτήσεις συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν την παραγωγικότητα στην Ελλάδα (θα επηρεάζει και το ύψος του κατώτατου μισθού στο μέλλον με βάση τις κυβερνητικές εξαγγελίες.
Η παραγωγικότητα της εργασίας, όπως υπολογίζεται με βάση το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε ελάχιστα (από 38.800 σε 39.100 ευρώ) μεταξύ 2019 και 2023. Κι αυτό γιατί ναι μεν αυξήθηκε το ΑΕΠ, αλλά μειώθηκε και η ανεργία, οπότε η παραγωγικότητα δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά, όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι. Την ίδια ώρα, στοιχεία της Ε.Ε. δείχνουν ότι από το 2015, σε σχεδόν οκτώ χρόνια, η συνολική παραγωγικότητα αυξήθηκε έως το 2023 κατά 5,7%, σχεδόν 0,7% τον χρόνο.
Όπως αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του ΚΕΠΕ η μέση ετήσια παραγωγικότητα του επιχειρηματικού τομέα την περίοδο 2009-2023 στην Ελλάδα ήταν ελαφρώς αρνητική, κάτι που την κατατάσσει στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. για τη συγκεκριμένη περίοδο, μετά το Λουξεμβούργο και την Αυστρία, που είχαν επίσης αρνητικές επιδόσεις.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας της μελέτης Βλάσης Μισσός, «το διαχρονικό επίπεδο μεταβολής της παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά μηδενικό, καλύπτοντας μια μακρά περίοδο κατά την οποία οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμη εξασθενήσει».
Εφόσον αυτοί οι χαμηλοί ρυθμοί βελτίωσης της παραγωγικότητας συνεχιστούν, το όφελος για τους μισθούς εξαιτίας του συνυπολογισμού της παραγωγικότητας θα είναι μικρό.
Άλλα «αγκάθια»
Πέραν αυτού, προκύπτουν και άλλα «αγκάθια», όπως το ότι:
• Η παραγωγικότητα της εργασίας, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές, το ποσοστό φτώχειας και εργαζόμενων φτωχών και οι επιδόσεις της Δικαιοσύνης εμφανίζονται χαμηλότερα από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές ήταν το 2023 κατά 28,38% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2010, κάτι που συνιστά τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε.
• Η κατανάλωση εξακολουθεί να υπερέχει έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων στο ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία του β΄ τριμήνου, συνεισφέροντας το 88,7% του συνόλου, αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η δε ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στο 70%, αμετάβλητη εδώ και δεκαετίες. Οι επενδύσεις, μολονότι αυξάνονται, διαμορφώνονται στο 16% του ΑΕΠ, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Επιπλέον, συγκεντρώνονται κυρίως στις κατασκευές (37% το πρώτο εξάμηνο).
• Ο πληθωρισμός κατέγραψε αυξητικές τάσεις κατά τους τελευταίους μήνες, κάτι που οφείλεται κυρίως στις υπηρεσίες. Οι πιέσεις στις τιμές ενδέχεται να επηρεάσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την οικονομική σταθερότητα.
Όπως προκύπτει από τα πρώτα στοιχεία (flash estimates) της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα συνεχίζει να επιμένει, καταγράφοντας υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά τόσο με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη, όσο και με άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, ο ετήσιος εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα ανέβηκε στο 3,2% τον Οκτώβριο, ενώ στην Ευρωζώνη καταγράφηκε μικρή άνοδος στο 2%. Τον Σεπτέμβριο, ο δείκτης τιμών στην Ελλάδα ήταν στο 3,1%, ενώ στην Ευρωζώνη κυμαινόταν στο 1,7%, ενώ τον Αύγουστο ήταν στο 3,2% και 2,2% αντίστοιχα. Συνεπώς η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση σε σχέση με την ευρωζώνη, αναφορικά με την ακρίβεια.
• Άγγιξε τα 8,6 δισ. ευρώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά το επτάμηνο του 2024, κάτι αποτελεί ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό σημάδι για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ. Παρά τις διακηρύξεις περί αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, η συνολική κατάσταση στην ελληνική οικονομία δε φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερες μεταβολές, κάτι που αποτυπώνεται και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντανακλά τα βασικά επίδικα που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία.
Πηγή: ΟΤ