Τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ειδικά αν συγκριθούν με τα επιτόκια των δανείων ή με τις αποδόσεις που προσφέρονται σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Η διαφορά του μέσου επιτοκίου νέων δανείων και καταθέσεων είχε αυξηθεί κατά περίπου 58% σε διάστημα περίπου 2,5 ετών (από 3,72 εκατοστιαίες μονάδες τον Ιανουάριο 2021 σε 5,89 εκατοστιαίες μονάδες τον Αύγουστο 2023) αν και κατά το τελευταίο τετράμηνο του 2023 παρουσίασε μικρή σταδιακή μείωση της τάξης των 0,30 μονάδων.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δημοσίευσε την ενδιάμεση έκθεση της κλαδικής έρευνας στις τραπεζικές καταθέσεις, η οποία εκκίνησε τον Ιούλιο του 2024
Τον Μάιο του 2024 το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αποκλιμακώθηκε, διαμορφούμενο σε 4,98 εκατοστιαίες μονάδες, έχοντας προηγουμένως προσεγγίσει τον Αύγουστο του 2023 τις 5,89 εκατοστιαίες μονάδες. Κατά τη διάρκεια του 2024 και 2025 (έως τον Απρίλιο του 2025) παρουσιάζεται αντίστοιχη αυξομείωση του περιθωρίου επιτοκίου το οποίο κατά την διάρκεια του γ΄ τριμήνου του 2024 αυξάνεται σταδιακά σε 5,31 εκατοστιαίες μονάδες τον Αύγουστο του 2024 και εν συνεχεία βαίνει μειούμενο έως και τον Απρίλιο του 2025 όπου διαμορφώνεται σε 4,42 εκατοστιαίες μονάδες.
Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει η διαφορά μέσου επιτοκίου υφιστάμενων δανείων και καταθέσεων.
Τι αποκαλύπτει έρευνα για τις τραπεζικές καταθέσεις
«Φάκελος» ύψος επιτοκίων
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανοίγει τον «φάκελο» εντοπίζοντας «τις παραμέτρους που καθορίζουν το ύψος των επιτοκίων» και προσδοκά να ανοίξει τον διάλογο με τους αρμόδιους φορείς και τα ενδιαφερόμενα μέρη «με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού προς όφελος των καταθετών».
Η ενδιάμεση έκθεση της κλαδικής έρευνας στις τραπεζικές καταθέσεις, η οποία εκκίνησε τον Ιούλιο του 2024 αποτυπώνει τη διάρθρωση του κλάδου τραπεζικών καταθέσεων, την προσφορά και τη ζήτηση, εξετάζει αναλυτικά τις παραμέτρους που καθορίζουν το ύψος των επιτοκίων και καταγράφει την πορεία των επιτοκίων καταθετικών λογαριασμών για την περίοδο 2019 έως τις αρχές του 2025.
Βασικό αντικείμενο της έρευνας είναι οι τραπεζικές καταθέσεις (καταθέσεις όψεως, ταμιευτηρίου και προθεσμίας), οι οποίες αποτελούν βασική πηγή χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και βασικό μέσο αποταμίευσης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στις προθεσμιακές καταθέσεις, καθώς αυτές αποτελούν το κύριο αποταμιευτικό προϊόν στην ελληνική αγορά, σε αντίθεση με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, οι οποίες στην πράξη λειτουργούν κυρίως ως λογαριασμοί πληρωμών με ελάχιστη ή μηδενική απόδοση.
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας
Μέσα από αυτή την έρευνα, η ενδιάμεση έκθεση αναδεικνύει τη σύνθετη και πολυπαραγοντική διάσταση του ζητήματος των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων στον εγχώριο κλάδο, και καταγράφει τους ακόλουθους προβληματισμούς/ διαπιστώσεις που σχετίζονται με την επίδραση στη διαμόρφωση του ύψους των επιτοκίων:
- την ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς και των υψηλών εμποδίων εισόδου,
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαπενταετίας ο αριθμός των δραστηριοποιούμενων στην ελληνική αγορά τραπεζικών ιδρυμάτων συρρικνώθηκε σημαντικά ιδίως ως απόρροια εξυγιάνσεων και αποχωρήσεων από την εγχώρια αγορά. Ως αποτέλεσμα, από 62 πιστωτικά ιδρύματα με δραστηριοποίηση στην Ελλάδα31 – εκ των οποίων 18 εμπορικές και 16 συνεταιριστικές τράπεζας με έδρα στην Ελλάδα, καθώς και 22 υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής
- διάφορες παραμέτρους, με προεξάρχουσα την υπερβάλλουσα ρευστότητα των τραπεζών, οι οποίες ενδέχεται να στερούν από τις τράπεζες το κίνητρο να ενσωματώνουν πληρέστερα και ταχύτερα τυχόν αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ,
- την αδράνεια των καταναλωτών ως προς την αναζήτηση και ενδεχόμενη αλλαγή παρόχου, η οποία μπορεί να εδραιώσει την ήδη ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς.
Η κλαδική έρευνα καταδεικνύει
- η αύξηση των καταθέσεων την εξεταζόμενη περίοδο αφορά κυρίως καταθέσεις υψηλής ρευστότητας και χαμηλής απόδοσης,
- η μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων υπήρξε περιορισμένη, καθυστερημένη και άνιση,
- το κόστος ευκαιρίας της διακράτησης τραπεζικών καταθέσεων παραμένει υψηλό, ενισχύοντας τη στροφή των καταθετών σε εναλλακτικές τοποθετήσεις,
- η δομή και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής τραπεζικής αγοράς δεν ευνοούν την ανάπτυξη έντονου ανταγωνισμού στα καταθετικά επιτόκια.
Με βάση τα ανωτέρω, η έκθεση καταλήγει σε διαπιστώσεις και προτάσεις που αποσκοπούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια, τη συγκρισιμότητα των καταθετικών προϊόντων και την κινητικότητα των καταθετών, καθώς και την αποτελεσματικότερη μετακύλιση των μεταβολών της νομισματικής πολιτικής προς όφελος των καταναλωτών.
Οι προτάσεις αυτές αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά τραπεζικών καταθέσεων και, κατ’ επέκταση, στη στήριξη της αποταμίευσης και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά τραπεζικών καταθέσεων
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού προτείνει
- Ενίσχυση ανταγωνισμού μέσω νέων εισόδων και επεκτάσεων (π.χ. Attica/Credia Bank, συνεταιριστικές τράπεζες, Viva Bank), με στόχο την πίεση για καλύτερα επιτόκια.
- Δημιουργία κρατικών αποταμιευτικών λογαριασμών τύπου Livret A/LEP (γαλλικό μοντέλο), με κρατικά καθοριζόμενο επιτόκιο, ως συμπληρωματικό εργαλείο χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού και ενίσχυσης αποδόσεων για μικροκαταθέτες, με την επιφύλαξη αξιολόγησης της δυνατότητας εφαρμογής και της σχετικής δημοσιονομικής αποτελεσματικότητας.
- Ανάπτυξη γνήσιων αποταμιευτικών προϊόντων (π.χ. fidelity premium όπως στο Βέλγιο), που επιβραβεύουν τη διακράτηση κεφαλαίων με προνομιακό επιτόκιο, προσφέροντας ισορροπία μεταξύ απόδοσης και ευελιξίας έναντι της ισχύουσας κατάστασης.
- Αύξηση κινητικότητας καταθετών με καλύτερη ενημέρωση και σύγκριση επιτοκίων (δημοσιεύσεις ΤτΕ, ιστοσελίδες σύγκρισης), απλοποίηση/προώθηση της «αλλαγής παρόχου», πιθανή επέκτασή της σε επιχειρήσεις και μακροπρόθεσμα διερεύνηση φορητότητας αριθμού λογαριασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Συμπερασματικά η φαίνεται πως η κατάσταση αναμένεται να αλλάξει μόνο αν αυξηθεί ο ανταγωνισμός (π.χ. από ψηφιακές τράπεζες) ή αν οι καταθέτες στραφούν μαζικά σε εναλλακτικά προϊόντα.
-Δείτε την ενδιάμεση έκθεση της κλαδικής έρευνας στις τραπεζικές καταθέσεις
