Μπορεί η εξάρθρωση εγκληματικών επιχειρήσεων να λειτουργήσει ως ισχυρή μορφή οικονομικού κινήτρου έτσι ώστε να αναπτυχθεί ένα κράτος; Η εμπειρία της Ιταλίας στην οποία μεταξύ 2018 και 2021, σχεδόν 700 επιχειρήσεις της Μαφίας διαλύθηκαν, φαίνεται να δείχνει τον δρόμο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Για δεκαετίες, η κυριαρχία των εγκληματικών οργανώσεων της Μαφίας αλλοίωνε τον ανταγωνισμό της αγοράς και έπνιγε την καινοτομία. Διεισδύοντας σε νόμιμους κλάδους -από κατασκευές μέχρι λιανεμπόριο- οι οργανώσεις αυτές επέβαλαν έναν παρασιτικό «φόρο» στην ανάπτυξη και εκτόπιζαν την υγιή επιχειρηματικότητα.
Μελέτη της ΕΚΤ για τον αντίκτυπο αυτής της κατάστασης δείχνει ότι η εξάρθρωση εταιρειών που ελέγχονται από τη Μαφία μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα στις πληγείσες περιοχές.
Όπως εξηγεί στους Financial Times ο οικονομολόγος και στέλεχος της ΕΚΤ Ιξάρτ Μικέλ‑Φλόρες, η μελέτη, συνδέοντας τις αστυνομικές επιχειρήσεις με τα δάνεια που δίνουν οι τράπεζες, επικεντρώνεται στις δευτερογενείς επιπτώσεις σε γειτονικές επιχειρήσεις χωρίς άμεσους δεσμούς με το έγκλημα.
Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, αναφέρει: «όπου έκλεισαν εταιρείες της Μαφίας, η χορήγηση δανείων σε νόμιμες επιχειρήσεις αυξήθηκε από 0,8% έως 2,1% σε σύγκριση με περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από την αστυνομική δράση».
Όπως αναφέρει ο Φλόρες, εκτιμάται ότι έως και 3,6 δισ. ευρώ σε νέα δάνεια κατευθύνθηκαν σε τοπικές επιχειρήσεις που πλέον μπορούσαν να αναπτυχθούν και να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις.
Απτά αποτελέσματα
Αυτό το οικονομικό «μέρισμα» είναι απτό, σημειώνει ο Φλόρες, καθώς εκφράζεται σε κινήσεις βάσης κατά της Μαφίας, όπως η Addiopizzo στο Παλέρμο, όπου πάνω από χίλιες επιχειρήσεις αρνήθηκαν συλλογικά να πληρώσουν «προστασία», με την υποστήριξη των τοπικών καταναλωτών.
«Είναι ορατό στην επιτυχία συνεταιρισμών όπως η Libera Terra, που καλλιεργεί βιολογικά ζυμαρικά και κρασί σε γη κατασχεμένη από διαβόητους «νονούς», δημιουργώντας εκατοντάδες νόμιμες θέσεις εργασίας. Όταν το κράτος διαλύει τα κυκλώματα, δημιουργεί χώρο για να ανθίσουν οι έντιμες επιχειρήσεις» υπογραμμίζει.
Στη συνέχεια ο οικονομολόγος υποστηρίζει ότι τα οφέλη ξεπερνούν τις πιστώσεις των τραπεζών.
«Καθώς τα δίκτυα καταναγκασμού καταρρέουν, η παραγωγικότητα βελτιώνεται. Χωρίς εκφοβισμό, οι τράπεζες μπορούν να επιτελούν σωστά τον βασικό τους ρόλο — να κατανέμουν το κεφάλαιο αποτελεσματικά στις πιο υποσχόμενες εταιρείες και όχι στις πιο απειλητικές. Οι αγορές γίνονται δικαιότερες και ο ανταγωνισμός υγιέστερος. Η έρευνά μας επιβεβαιώνει μια βαθύτερη αλήθεια: οι περιοχές που βαραίνουν υπό το βάρος του οργανωμένου εγκλήματος κρατούνται πίσω από αδύναμους θεσμούς που επιτρέπουν στη διαφθορά να ριζώνει».
Χρειάζεται στήριξη των τοπικών τραπεζών
Βέβαια, ο οικομολόγος προσθέτει ότι μετά από το λουκέτο επιχειρήσεων συνδεδμένων με τη Μαφία, το κόστος δανεισμού μπορεί να αυξηθεί ελαφρώς. Ωστόσο, για τον ίδιο, αυτό δεν είναι ένδειξη αποτυχίας, αλλά μεγαλύτερης διαφάνειας.
«Η αστυνομική δράση αποκαλύπτει προηγουμένως κρυφούς κινδύνους, ωθώντας την αγορά να αναπροσαρμόσει τις τιμές. Αυτό το «φαινόμενο πληροφόρησης» υποδηλώνει ένα πιο αποτελεσματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Καθοριστικό είναι ότι αυτή η προσαρμογή υπερκαλύπτεται από την εισροή νόμιμων επενδύσεων και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης» λέει.
Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι δεν αντιδρούν όλες οι τράπεζες το ίδιο, καθώς οι τοπικές τράπεζες, με στενούς δεσμούς με την κοινότητα, προσαρμόζονται γρήγορα, διακρίνοντας καλύτερα τους αξιόπιστους δανειολήπτες.
«Οι ξένες και μη τοπικές τράπεζες, που στερούνται αυτής της λεπτομερούς γνώσης, τείνουν να αυξάνουν απότομα τα επιτόκια όταν εκτίθενται σε περιοχές με εγκληματική δραστηριότητα. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη στοχευμένης στήριξης των τοπικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να διατηρείται η ροή πίστωσης κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων εκκαθάρισης εγκληματικών δικτύων» υπογραμμίζει ο Φλόρες.
Μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Ο οικονομολόγος υποστηρίζει ότι τα διδάγματα από την Ιταλία μπορούν να εφαρμοστούν και στην Ευρώπη, παρακινώντας την νέα Αρχή της ΕΕ για την Καταπολέμηση του Ξεπλύματος Χρήματος (AMLA) να λάβει υπόψη αυτή την εμπειρία.
Η AMLA, λέει, μπορεί μεν να συμβάλει στον συντονισμό των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, στην εποπτεία και στην ενίσχυση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών, αλλά η απλή προσθήκη γραφειοκρατίας δεν αρκεί.
«Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δουν την καταπολέμηση του εγκλήματος ως επένδυση στην ανάπτυξη: ένα καθαρότερο επιχειρηματικό περιβάλλον προσελκύει κεφάλαια» εξηγεί ο Φλόρες, προσθέτοντας ότι για να λειτουργήσει αυτό, η ΕΕ πρέπει να συνδυάσει την αυστηρή επιβολή με την πρακτική στήριξη.
«Η ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των διωκτικών αρχών και των εποπτών τραπεζών πρέπει να είναι ταχεία και ασφαλής. Τα ανοιχτά μητρώα εταιρειών και τα στοιχεία ιδιοκτησίας μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό κινδύνων πριν αυτοί εξαπλωθούν» σημειώνει.
«Για την Ευρώπη, το μήνυμα είναι σαφές: αν θέλεις μια πιο ανταγωνιστική και ανθεκτική οικονομία, η εξάλειψη της διαφθοράς δεν είναι κόστος αλλά επένδυση» καταλήγει το στέλεχος της ΕΚΤ.