Πρόσφατα η Eurostat δημοσιοποίησε τα στοιχεία για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό στις περιφέρειες της Ευρώπης. Διόλου έκπληκτοι διαπιστώσαμε ότι η Ελλάδα έχει τα πρωτεία στον χάρτη της φτώχειας και σε περιφερειακό επίπεδο. Από τις 25 περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σε σύνολο 243) με ποσοστά κινδύνου φτώχειας τουλάχιστον 33%, οι πέντε βρίσκονται στην Ελλάδα: Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Κεντρική Ελλάδα, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος και Βόρειο Αιγαίο.
Η Βουλγαρία, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν από τέσσερις περιφέρειες στον χάρτη των «φτωχότερων 25» και η Ρουμανία τρεις.
Έρχεται τώρα νέα μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και αναδεικνύει ότι οι ελληνικές περιφέρειες κατέχουν και ένα δεύτερο αρνητικό ρεκόρ: Εκείνο της πιο έντονης μισθολογικής ανισότητας.


πηγή: ΚΕΠΕ
Ουραγοί στην αγοραστική δύναμη του μισθού
Μεταξύ των 237 περιφερειών του δείγματος των χωρών της ΕΕ27 για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ελληνικές περιφέρειες καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στον μέσο μισθό, σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Το 2009, η περιφέρεια Βορείου Αιγαίου κατατασσόταν στην 202η θέση, ενώ το 2022, εμφανίζεται στην 237η (τελευταία). Αντίστοιχα, η περιφέρεια Ηπείρου εμφανίζεται στην προτελευταία θέση (236η). Κατά μέσο όρο, μεταξύ του 2009 και του 2022, οι περιφέρειες της ελληνικής επικράτειας έχουν υποβαθμιστεί κατά περίπου 40 θέσεις.
Η Ελλάδα ως ευρωπαϊκό αντιπαράδειγμα
Σύμφωνα με την επεξεργασία των δεδομένων, το 2009 η περιφέρεια Αττικής ξεχώριζε ελαφρώς από τον εθνικό μέσο όρο. Συνολικά όμως, ο μέσος όρος των μισθών στη χώρα κυμαινόταν από το 60% ως το 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Έκτοτε η πορεία της μισθολογικής σύγκλισης έχει ανατραπεί, και η ψαλίδα από τον μέσο όρο της ΕΕ διευρύνεται για όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές περιφέρειες. Η μεγαλύτερη μισθολογική επιδείνωση, σε όρους απόκλισης από τον μέσο όρο της ΕΕ, αφορά την περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, που έχει κατρακυλήσει -78 θέσεις στην ευρωπαϊκή κατάταξη. Βρίσκεται πλέον στην 221η θέση ανάμεσα σε 237, από την 143η θέση το 2009.
Κοινωνικές συνέπειες
Πρόκειται για μια υποβάθμιση με πολλαπλές συνέπειες, οικονομικές και κοινωνικές. Όσο ανοίγει η ψαλίδα της μισθολογικής ανισότητας, τόσο εντείνονται τα φαινόμενα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς από τη δουλειά τους, μετακινούνται από τις φτωχότερες στις πιο πλούσιες περιοχές ή χώρες.
Η ερήμωση ολόκληρων περιοχών της ελληνικής υπαίθρου, η γήρανση του πληθυσμού, η μείωση των γεννήσεων, τα κλειστά σχολεία, συνδέονται και με τη μαζική φυγή κατοίκων παραγωγικής ηλικίας. Πολλοί εξ αυτών ήταν οικονομικοί μετανάστες, που δεν μπορούσαν να επιβιώσουν με εποχικές δουλειές και μεροκάματα πείνας την περίοδο της κρίσης, έφυγαν και οι περισσότεροι δεν γύρισαν ποτέ. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους πτυχιούχους, υψηλής ειδίκευσης που έφυγαν για το εξωτερικό, αναζητώντας καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες, το φαινόμενο της δημογραφικής συρρίκνωσης επιδεινώνεται.
Αργεί η σύγκλιση με την ΕΕ
Η καθήλωση των μισθών, η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η υποαπασχόληση και η ετεροαπασχόληση, η έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας, τροφοδοτούν την πληθυσμιακή αποψίλωση, ιδίως στις φτωχότερες περιφέρειες. Στον αντίποδα, δημιουργούνται πιέσεις σε αστικές περιοχές, ενώ αναπαράγεται ο φαύλος κύκλος των ανισοτήτων. Όπως υπογραμμίζει ο οικονομολόγος του ΚΕΠΕ Βλάσης Μισσός, που υπογράφει τη μελέτη, παράλληλα με τις μισθολογικές ανισότητες και τις μετακινήσεις πληθυσμού, εντείνονται και οι αναπτυξιακές προκλήσεις για τις περιφέρειες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης, που δυσκολεύονται να συγκλίνουν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΕ, απαιτούνται αποτελεσματικές πολιτικές συνοχής, με έμφαση στις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, υποδομές, καινοτομία και, κυριότερα, στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, ώστε να μειωθεί το μισθολογικό χάσμα και να ενισχυθεί η μακροπρόθεσμη σύγκλιση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση της Ελλάδας είναι ιδιαιτέρως ενδεικτική, αλλά και εξαιρετικά αποθαρρυντική, τονίζει η έρευνα.