Η ανεργία στην Ευρωζώνη κινείται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 6,4%, ενώ στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει κάτω από το 10% για πρώτη φορά μετά από πάνω από μια δεκαετία. Η απασχόληση αυξάνεται, οι τίτλοι μιλούν για «ομαλοποίηση». Κάτω όμως από αυτή την εικόνα, φαίνεται να διαμορφώνεται μια νέα συνθήκη με τη δεύτερη δουλειά να επιστρέφει ως εργασιακή κανονικότητα.
Όχι ως επιλογή ευελιξίας ή επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά ως υποχρέωση κάλυψης βασικών αναγκών σε ένα περιβάλλον όπου το εισόδημα διαρκώς πιέζεται από το κόστος ζωής.
Σύμφωνα με τη Eurostat, περίπου το 4% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει ότι έχει περισσότερες από μία δουλειές. Το ποσοστό αυτό φαίνεται μικρό, όμως αποκτά διαφορετική σημασία όταν κανείς δει ότι αυξάνεται σταθερά από το 2021 και ενισχύεται κυρίως σε χώρες και κλάδους με υψηλό κόστος στέγασης και υπηρεσιών. Σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες κάτω των 35 ετών, το ποσοστό προσεγγίζει ή και ξεπερνά το 6%.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πολλαπλή απασχόληση αυξάνεται ακόμη και όταν η ανεργία μειώνεται, ιδίως σε περιόδους επίμονης ακρίβειας. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) το εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο με την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, καθώς όταν οι μισθοί δεν ακολουθούν το κόστος ζωής, η προσαρμογή γίνεται μέσω περισσότερων ωρών.
Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται και στη σύνθεση του πληθωρισμού. Παρότι ο γενικός δείκτης στην Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει κοντά στο 2%, ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες κινείται σταθερά υψηλότερα, γύρω στο 4%. Αυτό σημαίνει ότι τα έξοδα που «δεν αποφεύγονται», όπως είναι το ενοίκιο, η μετακίνηση, οι βασικές υπηρεσίες, συνεχίζουν να αυξάνονται ταχύτερα από τους μισθούς.
Η «αόρατη» προσαρμογή της αγοράς
Η Eurostat καταγράφει ότι οι εργαζόμενοι με δεύτερη απασχόληση δουλεύουν κατά μέσο όρο 10 έως 15 επιπλέον ώρες την εβδομάδα. Η Eurofound συνδέει αυτές τις ώρες με χαμηλότερους δείκτες ισορροπίας επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και υψηλότερα επίπεδα εργασιακής κόπωσης. Ιδίως όταν η δεύτερη δουλειά αφορά υπηρεσίες αιχμής, βραδινά ωράρια, Σαββατοκύριακα, εποχικές δουλειές, εκεί η ένταση και η κούραση συσσωρεύεται.
Σε μακροοικονομικούς όρους, το μήνυμα είναι οτι η αγορά εργασίας προσαρμόζεται χωρίς να αυξάνει την παραγωγικότητα. Προσαρμόζεται επιμηκύνοντας τον χρόνο. Αυτό μπορεί να στηρίζει τη συνολική κατανάλωση βραχυπρόθεσμα, αλλά δημιουργεί κόστος μεσοπρόθεσμα, τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και σε επίπεδο αποδοτικότητας της εργασίας.
Το ελληνικό αποτύπωμα
Στην Ελλάδα, το φαινόμενο αποκτά μεγαλύτερη ένταση λόγω της δομής της απασχόλησης. Πάνω από το 30% των εργαζομένων απασχολείται σε τουρισμό, εστίαση και λιανεμπόριο, κλάδοι με έντονη εποχικότητα, μερική απασχόληση και ασταθή ωράρια.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η επίσημα καταγεγραμμένη πολλαπλή απασχόληση παραμένει γύρω στο 1,5%–2% του συνόλου. Ωστόσο, εντός συγκεκριμένων κλάδων το ποσοστό είναι σαφώς υψηλότερο, ενώ ένα μέρος της δεύτερης δουλειάς παραμένει αδήλωτο ή περιστασιακό, άρα δεν αποτυπώνεται πλήρως στις στατιστικές.
Ιδιαίτερα αυξημένη είναι η πιθανότητα δεύτερης απασχόλησης σε νεότερες ηλικίες και σε εργαζόμενους με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Με απλά λόγια, η δεύτερη δουλειά λειτουργεί ως «μαξιλάρι» σε εισοδήματα που δεν επαρκούν ή δεν είναι σταθερά.
Ποιότητα ζωής, παραγωγικότητα και κόστος
Η δημόσια συζήτηση συχνά αντιμετωπίζει τη δεύτερη δουλειά ως ένδειξη φιλοδοξίας ή επιχειρηματικού πνεύματος. Τα δεδομένα δείχνουν όμως κάτι διαφορετικό. Όταν η πολλαπλή απασχόληση αυξάνεται σε περιβάλλον ακρίβειας, πρόκειται για συστημική προσαρμογή.
Η ILO εκτιμά ότι η παρατεταμένη αύξηση του χρόνου εργασίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση αμοιβών συνδέεται με χαμηλότερη παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας και αυξημένα εργατικά ατυχήματα. Δηλαδή, περισσότερες ώρες δεν σημαίνουν αναγκαστικά περισσότερη οικονομική αξία.
Ένας δείκτης που δεν φαίνεται στους τίτλους
Ο κίνδυνος είναι ότι η επιστροφή της δεύτερης δουλειάς λειτουργεί ως δείκτης ανεπάρκειας του βασικού μισθού. Δεν αποτυπώνεται στην ανεργία, ούτε στους μέσους μισθούς. Αποτυπώνεται στη διάχυση των ωρών και στη συρρίκνωση του προσωπικού χρόνου.
Η αγορά εργασίας μπορεί να δείχνει ανθεκτική. Όμως όταν η προσαρμογή γίνεται εις βάρος της ποιότητας ζωής, το σήμα είναι καθαρό. Η δεύτερη δουλειά δεν είναι παροδική συνθήκη. Είναι ένδειξη ότι το κόστος ζωής εξακολουθεί να τρέχει ταχύτερα από το εισόδημα και ότι η ανάπτυξη, για ένα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων, μετριέται πλέον σε ώρες εργασίας και όχι σε ευημερία.
Πηγή ΟΤ
