Τετάρτη, 8 Οκτωβρίου 2025
16.1 C
Athens

Eurobank: Ποιες είναι οι τέσσερις φυλές των ανέργων – Γιατί επιμένει η χαλαρότητα στην αγορά εργασίας

Επίμονη χαλαρότητα στο σύνολο της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, παρά τον σημαντικό περιορισμό της, διαπιστώνει στην ανάλυσή της «7 ημέρες οικονομία» η Eurobank, γεγονός που πιθανολογεί ότι οφείλεται στην αναντιστοιχία των προσόντων που αναζητούν οι εργοδότες από τους υποψήφιους εργαζόμενους και αυτών που οι τελευταίοι κατέχουν, καθώς και στην χαμηλή συμμετοχή γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας (από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην ΕΕ-27).

Η χαλαρότητα στην αγορά εργασίας

Η ομάδα ανάλυσης και έρευνας της Eurobank διερεύνησε την εξέλιξη της χαλαρότητας της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα την περίοδο 2009-2024. Σύμφωνα με τη Eurostat μία αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται ως χαλαρή όταν υφίσταται ανεκπλήρωτη ανάγκη για απασχόληση ή διαφορετικά η χαλαρότητα στην αγορά εργασίας περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που δεν αξιοποιούνται πλήρως στην αγορά εργασίας αν και επιθυμούν να εργαστούν περισσότερο.

Στον εν λόγω ορισμό περιλαμβάνονται (α) οι άνεργοι (unemployed people), (β) οι υποαπασχολούμενοι που εργάζονται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (underemployed part-time workers) οι οποίοι επιθυμούν να εργαστούν περισσότερες ώρες και είναι διαθέσιμοι για αυτό, (γ) τα άτομα που είναι διαθέσιμα να εργαστούν αλλά δεν αναζητούν εργασία (persons available to work but not seeking), (δ) τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν (persons seeking work but not immediately available).

Το «εκτεταμένο» εργατικό δυναμικό

Για να πραγματοποιηθούν όμως συγκρίσεις μεταξύ των τεσσάρων αυτών κατηγοριών και να αναλυθεί η χαλαρότητα στην αγορά εργασίας η Eurostat χρησιμοποιεί την έννοια του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού.

Στο «εκτεταμένο» εργατικό δυναμικό, περιλαμβάνονται το εργατικό δυναμικό (δηλαδή το άθροισμα των απασχολούμενων και των ανέργων), τα άτομα που είναι διαθέσιμα να εργαστούν αλλά δεν αναζητούν εργασία και τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν.

Από την ανάλυση προκύπτει πως την περίοδο 2009-2024 η χαλαρότητα στην ελληνική αγορά εργασίας, ως ποσοστό του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού, διαμορφώθηκε σε 24,7% και ήταν η δεύτερη υψηλότερη μετά την Ισπανία (27,2%) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά σε ΕΕ-27 και ΕΖ-20 διαμορφώθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα (15,9% και 17,1% αντίστοιχα).

Η περίοδος της οικονομικής κρίσης

Η εικόνα αυτή αιτιολογείται από το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας που παρουσίασε η Ελλάδα την περίοδο της εγχώριας οικονομικής κρίσης καθώς αυτό διαμορφώνει το 71% περίπου του ποσοστού χαλάρωσης στην αγορά εργασίας.

Ωστόσο, συγκρίνοντας το ποσοστό της Ελλάδας μεταξύ 2013 που παρουσίασε την υψηλότερη τιμή του (34,3%) και 2024 (14,4%), προκύπτει ότι μειώθηκε κατά 19,9 π.μ. που αποτελεί την ισχυρότερη μείωση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.

Από το 2023 η χαλαρότητα στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του εκτεταμένου εργατικού δυναμικού, είναι χαμηλότερη από το μέσο ποσοστό της ΕΖ-20 την περίοδο 2009-2024 (17,1%) και το 2024 από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό της ΕΕ-27 (15,9%).

Συνολικά, το εθνικό ποσοστό από το 2020 και μετά συγκλίνει εντονότερα προς τα αντίστοιχα ποσοστά της ΕΕ27 και ΕΖ-20, ενώ στα επιμέρους φύλα, η σύγκλιση είναι ταχύτερη στους άνδρες και πιο αργή στις γυναίκες.

Το καθεστώς μερικής απασχόλησης

Μετά το ποσοστό ανεργίας που έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην διαμόρφωση της χαλαρότητας, ακολουθεί το ποσοστό των υποαπασχολούμενων που εργάζονται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (3,7% του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού κατά μέσο όρο την υπό εξέταση περίοδο) με τον αριθμό των ατόμων που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία να κυμαίνεται μεταξύ 252,0 χιλ. (2016) και 108,0 χιλ. (2024).

Η άνοδος του σχετικού ποσοστού την περίοδο μεταξύ 2009-2016 συνδέεται προφανώς με την οικονομική κρίση, την απώλεια χιλιάδων θέσεων μόνιμης απασχόλησης που οδήγησε πλήθος ατόμων στην αναζήτηση εργασίας με καθεστώς μερικής απασχόλησης προκειμένου να ανακτήσουν μέρος του απολεσθέντος εισοδήματός τους.

Διαθέσιμοι να εργαστούν αλλά δεν αναζητούν εργασία

Έπονται τα άτομα που είναι διαθέσιμα να εργαστούν αλλά δεν αναζητούν εργασία όπου το σχετικό ποσοστό μεταξύ 2009 και 2019 σχεδόν διπλασιάστηκε (133,4 χιλ. άτομα κατά μέσο όρο) ενώ τη διετία που ξέσπασε η υγειονομική κρίση (2020-2021) ενισχύθηκε περαιτέρω (196,5 χιλ. κατά μέσο όρο) για να κατέλθει στη συνέχεια σταδιακά και το 2024 να διαμορφωθεί στα επίπεδα του 2009 (84,0 χιλ. άτομα).

Η άνοδος του σχετικού ποσοστού την περίοδο 2012-2019 πιθανόν δείχνει ότι τα περισσότερα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είχαν αποθαρρυνθεί από τη μακροχρόνια απουσία τους από την αγορά εργασίας και πλέον δεν αναζητούσαν ενεργά απασχόληση.

Η άνοδος του ποσοστού τη διετία της υγειονομικής κρίσης με την εφαρμογή του lockdown πιθανόν δείχνει ότι τα περισσότερα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία επέλεξαν να παραμείνουν στις οικίες τους για να φροντίζουν τα παιδιά τους λόγω διακοπής των σχολικών μαθημάτων δια ζώσης ή/και τα ηλικιωμένα μέλη των οικογενειών τους.

Σε αυτή την κατηγορία το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι υπερδιπλάσιο από αυτό των ανδρών όλη την υπό εξέταση περίοδο (4,0% έναντι 1,8% το μέσα ποσοστά). Συγκριτικά με την ΕΕ-27 το ποσοστό της Ελλάδας όλα τα έτη – με εξαίρεση το 2021 – είναι χαμηλότερο.

Αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι

Στην τρίτη κατηγορία, δηλαδή τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν, το σχετικό ποσοστό την υπό εξέταση περίοδο κυμάνθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα (0,5% του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού, 23,0 χιλ. κατά μέσο όρο), ενώ σε σύγκριση με την ΕΕ-27 το ποσοστό της Ελλάδας σχεδόν σε όλα τα έτη της υπό εξέτασης περιόδου είναι χαμηλότερο. Και εδώ το ποσοστό των γυναικών είναι διαχρονικά υψηλότερο από αυτό το ανδρών (0,6% κατά μέσο όρο έναντι 0,3%).

Σύμφωνα με την έκθεση η χαλαρότητα στο σύνολο της ελληνικής αγοράς εργασίας, ως ποσοστό του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού, μετά τα πολύ υψηλά επίπεδα της την περίοδο της οικονομικής κρίσης έχει περιοριστεί σημαντικά.

Ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-27 την τετραετία 2012-2015 και το υψηλότερο την περίοδο 2016-2020, αυτό πλέον έχει μειωθεί πολύ – προσεγγίζοντας τα αντίστοιχα ποσοστά της ΕΕ-27 και της ΕΖ-20 – αν και ακόμα παραμένει σχετικά υψηλό (έκτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 το 2024).

Παρόμοια είναι η εικόνα στην περίπτωση των ανδρών και των γυναικών, με τη σύγκλιση για τους πρώτους να είναι πιο γρήγορη και την χαλαρότητα να είναι υψηλότερη στις γυναίκες. Η αποκλιμάκωσή – που ξεκίνησε το 2014 – ήταν εντονότερη την περίοδο 2017-2019 και την τριετία 2021-2023, ενώ συνολικά την περίοδο 2013-2024 ήταν η ισχυρότερη μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ-27 (-19,9 π.μ.).

Η χαλαρότητα αν και περιορίστηκε, επιμένει

Την υψηλότερη συμβολή στην αποκλιμάκωση την συγκεκριμένη περίοδο είχε η συνιστώσα του ποσοστού ανεργίας (-16,9 π.μ.) και ακολούθησαν με πολύ μικρότερη συνεισφορά οι κατηγορίες που αφορούν τους υποαπασχολούμενους που εργάζονται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (-1,8 π.μ.) και τα άτομα που είναι διαθέσιμα να εργαστούν αλλά δεν αναζητούν εργασία (-1,3 π.μ.).

Ωστόσο, η έκθεση διαπιστώνει πως παρά τις παραπάνω τάσεις – αλλά και την αύξηση των μικτών μηνιαίων αποδοχών ανά εργαζόμενο – πιθανόν να οφείλεται στην αναντιστοιχία των προσόντων που αναζητούν οι εργοδότες από τους υποψήφιους εργαζόμενους και αυτών που οι τελευταίοι κατέχουν καθώς και στην χαμηλή συμμετοχή γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας (από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην ΕΕ-27).

Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις

Στο πλαίσιο αυτό σημειώνει πως περαιτέρω βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας και μείωσης του χάσματος της ανεργίας θα επέλθει με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλουν στην αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών αλλά και των νέων καθώς και την ανάπτυξη πολιτικών που θα συμβάλουν στην εκπαίδευση/επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού – ιδίως των μακροχρόνια ανέργων – σε ικανότητες και δεξιότητες που χρειάζονται στην αγορά εργασίας.

Οι εν λόγω αλλαγές κρίνονται από τους συντάκτες της έκθεσης ιδιαίτερα σημαντικές καθώς θα επιταχύνουν τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας και θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ από τη μείωση/γήρανση του πληθυσμού και από το επενδυτικό κενό που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, το οποίο θα χρειαστεί χρόνο για να καλυφθεί.

πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA