Κυριακή, 22 Ιουνίου 2025
27.7 C
Athens

Eurostat: «Καίνε» οι τιμές στην Ελλάδα σε τηλεπικοινωνίες και τρόφιμα – Οι ακριβότερες και οι φθηνότερες χώρες στην ΕΕ

Τα νέα στοιχεία της Εurostat για τα επίπεδα τιμών και τις καταναλωτικές δαπάνες επιβεβαιώνουν το λαϊκό ρητό ότι «η φτώχεια τρώει τον παρά». Η Ελλάδα μπορεί να έχει χαμηλότερο δείκτη επιπέδου τιμών από τον μέσο όρο της ΕΕ, όμως σε αγαθά που είναι απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση όπως τα τρόφιμα, είναι σημαντικά ακριβότερη.

Η ακρίβεια και η φτήνια δεν είναι απόλυτο αλλά σχετικό μέγεθος, αφού εξαρτάται από το εισόδημα ενός νοικοκυριού. Στην Ελλάδα το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, εκφρασμένο σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS – purchasing power standards) ανέρχεται στο 70% της ΕΕ, και είναι το δεύτερο χαμηλότερο μετά τη Βουλγαρία. Για όσους ζουν από τον μισθό τους τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η αγοραστική δύναμη του μέσου ισοδύναμου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ, μόλις το 54% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

O Δείκτης επιπέδου τιμών στην Ελλάδα κινείται στο 86% της ΕΕ – πηγή: Εurostat

Πληρώνουμε ακριβά τα τρόφιμα

Στην Ελλάδα οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών – Δείκτης επιπέδου τιμών (Houshold final consumption expenditure ΗFCE– price level index) ανέρχονται στο 86% του μέσου όρου της ΕΕ.

Όμως ο Δείκτης επιπέδου τιμών στα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 5,8% (στο 105,8 / ΕΕ=100). Στην κατηγορία «γάλα-τυριά-αβγά είμαστε η ακριβότερη χώρα στην ΕΕ, μαζί με την Κύπρο, με Δείκτη επιπέδου τιμών 130,5 και 130,8 αντίστοιχα.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι πληρώνουμε ακριβότερα από ό,τι τον μέσο όρο της ΕΕ διατροφικά προϊοντα στα οποία θεωρητικά η Ελλάδα έχει επάρκεια. Μολονότι είμαστε κατεξοχήν ελαιοπαραγωγός χώρα, ο δείκτης επιπέδου τιμών στην κατηγορία έλαια-λίπη είναι 18% υψηλότερος από την ΕΕ. Επίσης πληρώνουμε ακριβότερα τα ψάρια κατά 12,4%, αν και είμαστε χώρα με έντονη νησιωτικότητα και αλιευτική δραστηριότητα. Ο Δείκτης επιπέδου τιμών είναι επίσης υψηλότερος στο ψωμί και τα δημητριακά, κατά 5,1%. Χαμηλότερος είναι μόνο στο κρέας (κατά 4,8%) και στα φρούτα-λαχανικά-πατάτες (10,8%).

Τρίτοι ακριβότεροι στις τηλεπικοινωνίες

Η Εurostat επιβεβαιώνει ότι έχουμε από τις ακριβότερες  υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών (ίντερνετ, κινητή τηλεφωνία, ψηφιακή τηλεόραση κλπ), σε όλη την ΕΕ.

Ο σχετικός δείκτης επιπέδου τιμών διαμορφώθηκε πέρυσι στο 144,1, δηλαδή οι τιμές ήταν κατά 44,1% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Πρόκειται για τον τρίτο υψηλότερο δείκτη σε όλη την ΕΕ, μετά το Βέλγιο (168,6%) και το Λουξεμβούργο (154,5%). Η ψαλίδα από τον μέσο όρο της ΕΕ παραμένει, μολονότι έχουν γινει μειώσεις τιμών στα πακέτα των παρόχων, μετά και από επανειλημμένες διαμαρτυρίες και παρεμβάσεις καταναλωτικών οργανώσεων.

Ακριβότερα από την Ευρώπη πληρώνουν οι Έλληνες και τις ηλεκτρονικές συσκευές ευρείας κατανάλωσης – όπως τα κινητά τηλέφωνα, τους υπολογιστές κ.α. – με τις τιμές τους να είναι κατά 12,7% ακριβότερες από την ΕΕ (δείκτης 112), με ακριβότερη χώρα για τα είδη αυτά τη Φινλανδία (115,4%).

Εκτός από τις ηλεκτρονικές συσκευές, οι τιμές στην Ελλάδα ήταν υψηλότερες και για τις οικιακές συσκευές, κατά 2%, ενώ οριακά υψηλότερες, κατά 0,2%, ήταν και οι τιμές για τα έπιπλα.

Από την άλλη πλευρά, χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 13,6% ήταν οι τιμές στην Ελλάδα για ξενοδοχεία και εστιατόρια, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο 86,4%.

Πώς ορίζει η Eurostat τον Δείκτη επιπέδου τιμών

Ο Δείκτης επιπέδου τιμών (Price level index – pli) αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με τον πληθωρισμό (Δείκτης Τιμών Καταναλωτή). Σύμφωνα με τη Εurostat ο Δείκτης επιπέδου τιμών για κάθε χώρα είναι ο λόγος των Ισοτιμιών Αγοραστικής Δύναμης (PPPs) προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αν ο δείκτης επιπέδου τιμών είναι υψηλότερος από 100, η εν λόγω χώρα είναι σχετικά ακριβή σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Αν  είναι χαμηλότερος από 100, η χώρα είναι σχετικά φθηνή σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ο Δείκτης επιπέδου τιμών της ΕΕ υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των εθνικών Δεικτών, σταθμισμένος με τις τελικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών (Household Final Consumption Expenditure – HFCE), σε κάθε χώρα. Οι HFCE συνιστούν το σύνολο των ατομικών αγαθών και υπηρεσιών ανά νοικοκυριό, συμπεριλαμβανομένων και όσων πωλούνται σε τιμές κατώτερες της αγοράς. Oι Τελικές καταναλωτικές δαπάνες νοικοκυριών περιλαμβάνουν και τεκμαρτές δαπάνες ή συναλλαγές που δεν πραγματοποιούνται σε νομισματικούς όρους και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να μετρηθούν άμεσα.

Οι ακριβότερες και οι φθηνότερες χώρες της ΕΕ

Το 2024, τα επίπεδα τιμών για τις τελικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών διέφεραν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Τα υψηλότερα επίπεδα τιμών για την κατανάλωση των νοικοκυριών καταγράφηκαν στη Δανία (143 % του μέσου όρου της ΕΕ), την Ιρλανδία (138 %) και το Λουξεμβούργο (133 %). Αντίθετα, τα χαμηλότερα επίπεδα καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (60 %), τη Ρουμανία (64 %) και την Πολωνία (72 %).

Η μεγαλύτερη ψαλίδα στο επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών της ΕΕ παρατηρείται στον καπνό και το αλκοόλ, κυρίως λόγω φορολογίας. Η ακριβότερη χώρα είναι η Ιρλανδία, με το επίπεδο τιμών σε αλκοόλ-καπνό να είναι υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (205%).  Η φθηνότερη είναι η Βουλγαρία με 69%. Η Ελλάδα είναι ελαφρώς φθηνότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (96,5%)

Τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία κατατάσσονται δεύτερα όσον αφορά τη διαφορά του επιπέδου των τιμών, με τα υψηλότερα επίπεδα να καταγράφονται στη Δανία (148% του μέσου όρου της ΕΕ), την Ιρλανδία (129%) και τη Φινλανδία (127%). Η Βουλγαρία (53%), η Ρουμανία (69%) και η Ουγγαρία (72%) κατέγραψαν τα χαμηλότερα επίπεδα τιμών.

Τα είδη ένδυσης κατατάσσονται τρίτα όσον αφορά τη διακύμανση του επιπέδου των τιμών, με τις υψηλότερες τιμές να παρατηρούνται στη Δανία (133 %), τη Σουηδία και τη Φινλανδία (120 % και 120 % αντίστοιχα), ενώ οι φθηνότερες τιμές καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (79 %), την Ουγγαρία και τη Ρουμανία (85 % και 85 % αντίστοιχα).

Διαφορές καταγράφηκαν επίσης στα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά (με διακύμανση από 76 % του μέσου όρου της ΕΕ στη Ρουμανία έως 125 % στο Λουξεμβούργο), στον εξοπλισμό προσωπικών μεταφορών (με διακύμανση από 89 % στη Σλοβακία έως 120 % στη Δανία) και στα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης (με διακύμανση από 89 % στην Ιταλία έως 115 % στη Φινλανδία).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA