Το κοινό χρέος είναι ένα ζήτημα που δίχαζε και συνεχίζει να διχάζει την Ευρώπη, καθώς οι πλούσιες χώρες του Βορρά, Γερμανία και Κάτω Χώρες, που αποκαλούνται οι «φειδωλοί» της Ευρώπης θεωρούν ότι είναι υπαρξιακή απειλή για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Η πανδημία όμως τις «υποχρέωσε» να παραχωρήσουν στις Βρυξέλλες την εξουσία να εκδίδουν ομόλογα για να διαχειριστούν τις οικονομικές επιπτώσεις της Covid-19 — με την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα ήταν μια εφάπαξ ενέργεια.
Η πρόταση της Κομισιόν
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όμως έχει άλλη άποψη, σύμφωνα με δημοσίευμα του Politico. Η πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρότεινε να δανειστούν οι Βρυξέλλες εκατοντάδες δισεκατομμύρια από διεθνείς επενδυτές, στο πλαίσιο της πρότασης για τον επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ που ανακοινώθηκε στις 16 Ιουλίου.
Το κοινό χρέος θα χρηματοδοτήσει αυστηρά τις αμυντικές δαπάνες, τη αντιμετώπιση απρόβλεπτων κρίσεων αλλά και την πραγματοποίηση συγκεκριμένων πληρωμών προς τις κυβερνήσεις της ΕΕ.
Θα πρέπει όμως να κάμψει τις αντιστάσεις των «φειδωλών» χωρών.
«Δεν μπορούμε να έχουμε προγράμματα που χρηματοδοτούνται από δανεισμό» υπογράμμισε ο Γερμανός υπουργός για την Ευρώπη, Gunther Krichbaum, σε απάντηση στην πρόταση προϋπολογισμού νωρίτερα τον Ιούλιο. Βέβαια η Γερμανία έχει βάλει πολύ νερό στο κρασί της όσον αφορά τον ομόσπονδο προϋπολογισμό, εγκαταλείποντας την επί πολλά χρόνια συνετή δημοσιονομική πολιτική.
Η Επιτροπή θεωρεί την τελευταία της πρόταση ως μια έξυπνη λύση για να καταστήσει τον προϋπολογισμό της λιγότερο εξαρτημένο από τις συνεισφορές των απείθαρχων κρατών μελών, τα οποία αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων της ΕΕ. Για τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του ευρώ, το κοινό χρέος ή έκδοση ευρωομολόγων αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο για τη δημιουργία ενός υπερεθνικού οργανισμού που διαθέτει τη δική του δημοσιονομική δύναμη.
«Όπου κι αν πάμε, ακούμε τους επενδυτές από όλο τον κόσμο να ζητούν περισσότερα, επειδή θέλουν να αγοράσουν την Ευρώπη» είχε πει πέρυσι η Στεφάνι Ρίσο, η ανώτατη υπεύθυνη του προϋπολογισμού της Επιτροπής.
Η κοινή έκδοση ομολόγων δίνει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θέτει όρους στις πληρωμές που διανέμει στις εθνικές κυβερνήσεις, επιτρέποντάς της ουσιαστικά να «κατευθύνει τις εθνικές δαπάνες σε τομείς που είναι επωφελείς από την άποψη της ΕΕ» υπογραμμίζει ο Nils Redeker από το think tank Jacques Delors Centre.
Το δίλημμα του χρέους της ΕΕ
Η κοινή δανειοδότηση είναι ελκυστική για χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, καθώς θα μπορούν να δανειστούν φθηνότερα. Όμως οι «φειδωλές »χώρες φοβούνται την συλλογική ευθύνη σε περίπτωση που μια χώρα αθετήσει τις υποχρεώσεις της έναντι του χρέους της ΕΕ.
«Υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη σκεπτικιστική στάση [στη Γερμανία] απέναντι στην ιδέα της χρήσης διαρθρωμένου χρέους της ΕΕ για τη χρηματοδότηση εθνικών δαπανών», τονίζει ο Redeker. «Αυτό είναι κάτι που είναι πολύ δύσκολο να το χωνέψει και να το κατανοήσει η Γερμανία».
«Τα δάνεια απλώς μεταφέρουν το οικονομικό βάρος στο μέλλον, οπότε δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά το αναβάλλουν» υποστηρίζει διπλωμάτης της ΕΕ που μίλησε υπό το καθεστώς της ανωνυμίας.
Σύμφωνα με την πρόταση για τον προϋπολογισμό, οι χώρες μπορούν να ζητήσουν δάνεια από την ΕΕ τα οποία θα πρέπει να αποπληρώσουν εάν το κόστος των δαπανών τους, που περιλαμβάνουν κυρίως επιδοτήσεις για αγρότες και πληρωμές σε φτωχότερες περιοχές, υπερβεί τα ποσά που είχαν αρχικά διατεθεί. Αυτό φοβίζει τις «φειδωλές χώρες». Ωστόσο οι υποστηρικτές της πρότασης ρίχνουν στο τραπέζι το επιχείρημα ότι «ποτέ στην ιστορία της ΕΕ δεν έχει συμβεί ένα κράτος μέλος να αθετήσει την αποπληρωμή ενός δανείου της ΕΕ».
Επιπλέον η Επιτροπή μπορεί επίσης να χορηγήσει έως και 395 δισ. ευρώ σε φθηνά δάνεια σε χώρες που αντιμετωπίζουν μια απροσδόκητη και αδιευκρίνιστη κρίση. Ωστόσο, ως παραχώρηση προς τους επικριτές του κοινού χρέους, απαιτείται η έγκριση των εθνικών πρωτευουσών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού.
Η χρηματοδότηση της Ουκρανίας δεν έχει προκαλέσει αντιδράσεις στις περισσότερες πρωτεύουσες της ΕΕ. Ένα ταμείο 100 δισ. ευρώ για τη χώρα που έχει πληγεί από τον πόλεμο θα περιλαμβάνει ένα μείγμα δανείων και επιχορηγήσεων που δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί.
Αντίδραση της αγοράς
Επί του παρόντος, οι αγορές αντιμετωπίζουν το κοινό χρέος της ΕΕ περισσότερο ως χρέος που εκδίδεται από υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ωστόσο, η Επιτροπή θα ήθελε να αντιμετωπίζεται ως κρατικό ομόλογο. Αυτό θα επέτρεπε στα ομόλογα της ΕΕ να συμπεριληφθούν σε δείκτες κρατικού χρέους που ακολουθούν μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, μειώνοντας το κόστος δανεισμού.
Ωστόσο, το χρέος της ΕΕ είναι ήδη «χαίρει της εκτίμησης των επενδυτών» υπογραμμίζει ο Alvise Lennkh-Yunus, διευθύνων σύμβουλος της Scope Ratings. Ο οίκος αξιολόγησης έχει αξιολογήσει τα ευρωομόλογα με AAA. «Νομίζω ότι αυτό απλώς αποδεικνύει τη δύναμη του πλαισίου διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την υποστήριξη του προϋπολογισμού της ΕΕ, την υποστήριξη των κρατών μελών και ολόκληρη τη χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική γύρω από την έκδοση αυτών των ομολόγων».
Ανέφερε ότι μεγάλοι επενδυτές, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία και ξένες κεντρικές τράπεζες, αγοράζουν ομόλογα της ΕΕ για να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους από περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια, όπως τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, τα οποία έχουν αρχίσει να φαίνονται πιο ασταθή, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα.
«Η αίσθησή μου είναι ότι [οι αμερικανοί πολιτικοί] ανησυχούν ότι αν βγούμε στην παγκόσμια αγορά και δανειστούμε περισσότερα χρήματα, μπορεί να γίνουμε ένας σημαντικός ανταγωνιστής του δολαρίου» εκτιμά ο σοσιαλιστής ευρωβουλευτής Victor Negrescu στο POLITICO μετά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ στις αρχές Ιουλίου.
Ωστόσο, υπάρχει ακόμη δρόμος να διανυθεί προτού τα κοινά δάνεια μπορέσουν να ανταγωνιστούν πραγματικά τα κρατικά ομόλογα. Ένα ζήτημα είναι το βάθος της αγοράς αλλά και οι συνεχόμενες εκδόσεις. Οι χώρες εκδίδουν τακτικά ομόλογα για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες ενισχύοντας την ρευστότητα της αγοράς.
Ο Olivier Blanchard, διακεκριμένος οικονομολόγος που έχει ζητήσει τη μετατροπή του εθνικού χρέους σε κοινό χρέος της ΕΕ σε μεγάλη κλίμακα, υποστηρίζει ότι η δημιουργία μιας μεγάλης, συνεπούς αγοράς ομολόγων της ΕΕ είναι απαραίτητη για να έχουν αυτά παγκόσμιο αντίκτυπο και να ενισχύσουν τη ζήτηση για το ευρώ. Μια ακανόνιστη διάσπαρτη δανειοδότηση δεν θα το επιτύχει αυτό.