Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα, με την εκστρατεία gaslighting* που έχει ξεκινήσει με αφορμή τα φετινά στοιχεία της Eurostat για την υποκειμενική φτώχεια, με αναφορά στο 2024. Το σκεπτικό είναι απλό και αναμενόμενο: Μα πώς γίνεται σχεδόν οι επτά στους δέκα Έλληνες να αισθάνονται φτωχοί, όταν το (ονομαστικό) εισόδημα έχει αυξηθεί; Μήπως είναι όλα στο μυαλό μας; Δεν βλέπετε τις πληρότητες στα τσουχτερά καταλύματα στους τουριστικούς προορισμούς και το μποτιλιάρισμα στα διόδια στις «τριήμερες αποδράσεις» – όπως με την 28η Οκτωβρίου καλή ώρα;
Δεν βλέπετε που όλοι είναι έξω και σαβουρώνουν σουβλάκια και καφέδες ή κάθονται μέσα και παραγγέλνουν ντελίβερι; Τα ιδιωτικά θεραπευτήρια έχουν κίνηση, οι δρόμοι έχουν κίνηση, τα ταξίδια στο εξωτερικό γίνονται ανάρπαστα. Δεν είσαι φτωχός, φτωχό είναι το μάτι σου, είναι λίγο πολύ η απάντηση που δίνουν επώνυμοι αρθρογράφοι, συνήθως αλλά όχι απαραίτητα, υποστηρικτές της κυβέρνησης. Βεβαίως όσοι τα λένε αυτά κάνουν μια εξίσου υποκειμενική, και επιλεκτική, ανάγνωση της πραγματικότητας.

Άλλη μια χρονιά η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην υποκειμενική φτώχεια. Μήπως είναι όλα στο μυαλό μας;
Kάθε χρόνο τα ίδια
Τα ίδια ακριβώς ακούγαμε και πέρυσι, όταν είχαν βγει τα στοιχεία για την υποκειμενική φτώχεια του 2023. Δεν είναι δυνατόν η αίσθηση της φτώχειας στην Ελλάδα να είναι διπλάσια από ό,τι στη Βουλγαρία, που έχει χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Μάλλον είναι θέμα ψυχολογίας του Έλληνα, που είναι κλάψας και μίζερος. Άλλες ερμηνείες πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, και χρεώνουν την αίσθηση της φτώχειας στον λαϊκισμό, την καταστροφολογία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, σε πολιτικές σκοπιμότητες όσων αμφισβητούν τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας και παρουσιάζουν μια εικόνα κατάρρευσης και διάλυσης. Ακόμα πιο πέρα βρίσκεται το φάντασμα των πλατειών, του «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015, των αγανακτισμένων και των αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων.
Τι μετράει η «υποκειμενική φτώχεια»
Όλες οι παραπάνω ερμηνείες είναι θεμιτές, από τη στιγμή που βρισκόμαστε στη σφαίρα της «υποκειμενικότητας». Αυτό δε σημαίνει ότι είναι και ορθές.
Καταρχάς ο όρος «υποκειμενική φτώχεια» (subjective poverty) δεν είναι αυθαίρετη ψυχολογική περιγραφή, αλλά επίσημος στατιστικός δείκτης που μετράει συγκεκριμένες καταστάσεις.
Είναι το πόσο εύκολα ή δύσκολα τα βγάζει κανείς πέρα σε κλίμακα με έξι βαθμίδες: Πολύ εύκολα, εύκολα, σχετικά εύκολα, με κάποια δυσκολία, δύσκολα και πολύ δύσκολα.
Όσοι απαντάνε ότι τα βγάζουν πέρα με δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία, εμπίπτουν στην κατηγορία της «υποκειμενικής φτώχειας», η οποία κατά μέσο όρο στην ΕΕ ανέρχεται στο 17,4% – μειωμένη σε σύγκριση με το 2023 όταν ήταν 19,1%.
Από εκεί και πέρα τα ποσοστά κυμαίνονται, ανάλογα με το τι ακριβώς θέλουμε να μετρήσουμε.
Αν χωρίσουμε την «πίτα» στα δύο – μεταξύ ευκολίας και δυσκολίας – θα δούμε ότι πάνω από τέσσερις στους δέκα κατοίκους της Ευρώπης (41%) αντιμετωπίζουν έστω και κάποια δυσκολία να τα βγάλουν πέρα.
Το 85% δυσκολεύεται
Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι διπλάσια και τετραπλάσια. Εκτός από τους επτά στους δέκα (66,8%) που τα βγάζουν πέρα δύσκολα ή πολύ δύσκολα, άλλοι δύο στους δέκα (19,5%) αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία. Έτσι συνολικά το ποσοστό όσων ζορίζονται, έστω και λίγο, ξεπερνάει το 85%.
Είναι όλοι αυτοί φτωχοί, ολίγον φτωχοί ή υποκειμενικά φτωχοί; Σε καμία περίπτωση. Πρόκειται περίπου για το ίδιο ποσοστό που απαντάει στις δημοσκοπήσεις ότι τους έχει επηρεάσει η ακρίβεια και έχουν περιορίσει την κατανάλωση έστω σε κάποια αγαθά και υπηρεσίες (συνήθως σε εξόδους -ψυχαγωγία, ένδυση-υπόδηση, αλλά και σε ενέργεια ή τρόφιμα).
Σκληροί δείκτες
Τα παραπάνω δεν είναι υποκειμενικά. Αντανακλώνται σε «σκληρούς» στατιστικούς δείκτες. Για παράδειγμα, το λιανεμπόριο (πλην των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων) και η εστίαση έχουν πληγεί από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του εγχώριου πληθυσμού. Το 2024, το έτος αναφοράς για τις φετινές στατιστικές της Εurostat, ο όγκος πωλήσεων του λιανεμπορίου, αφαιρώντας τους κλάδους τροφίμων, μηχανοκίνητων οχημάτων και καυσίμων, μειώθηκε. Η αύξηση του τζίρου ήταν χαμηλοτερη από τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις η συρρίκνωση της κατανάλωσης ήταν ακόμα πιο ισχυρή, και αντανακλάται σε μείωση και του τζίρου, ιδίως σε καταστήματα που εμπορεύονται αγαθά μη άμεσης ανάγκης (ένδυση-υπόδηση, οικιακές συσκευές).
Από την άλλη, αυξάνεται ο τζίρος στα μεταχειρισμένα είδη και τις υπαίθριες αγορές. Αν συμπεριλάβουμε τις συναλλαγές από δεύτερο χέρι μέσω ίντερνετ, από εξειδικευμένες πλατφόρμες όπως το vinted ή από λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η στροφή στα μεταχειρισμένα αποκτά διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου. Δεν συνδέεται απαραίτητα με τους επίμονους δείκτες φτώχειας – υποκειμενικής και αντικειμενικής – αλλά δείχνει σαφή μετατόπιση στις καταναλωτικές συνήθειες.
Όσοι δεν θέλουν να δουν τους δείκτες υποκειμενικής φτώχειας, ας δουν τους δείκτες της αγοραστικής δύναμης, τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος, την υλική και κοινωνική στέρηση.
Γενιά ψαλιδισμένων προσδοκιών
Τα παιδιά με τα ρούχα από τα «θριφτάδικα» (από το thrift store – κατάστημα μεταχειρισμένων) και τις «περιπτερόμπυρες» στο χέρι, μπορεί να μην είναι αντικειμενικά φτωχά, ούτε νιώθουν απαραίτητα «υποκειμενικά φτωχά». Μπορεί να έχουν κινητό τελευταίας τεχνολογίας, να παραγγέλνουν από το ίντερνετ, να έχουν χαρτζιλίκι ή να βρίσκουν δουλειές που τους επιτρέπουν να ξοδεύουν, έστω για τα βασικά. Αλλά δεν παύουν να είναι μια γενιά ψαλιδισμένων προσδοκιών, με την αίσθηση της ματαίωσης να γίνεται ακόμα πιο ισχυρή, όταν συγκρίνεται με τις άπειρες δυνατότητες που δίνει η εποχή μας.
Όταν το να νοικιάσεις σπίτι με τον μισθό σου είναι άθλος, όταν αναγκάζεσαι να μένεις με τους γονείς σου και μετά τα 30, όταν το πτυχίο σου δεν μετράει στην αγορά και οι μόνες δουλειές που βρίσκεις είναι σε τουρισμό-επισιτισμό ή σε γραφεία που σε ξεζουμίζουν για τον βασικό, όταν ο ελεύθερος χρόνος συρρικνώνεται και μαζί του φτωχαίνουν οι κοινωνικές σχέσεις, όταν το κράτος σε αντιμετωπίζει σαν βαρίδι – τα Τέμπη είναι μόνο μια έκφανση αυτής της απαξίωσης – τότε δεν νιώθεις φτωχός. Νιώθεις οργισμένος.
* Gaslighting: Με τον αγγλικό όρο gaslighting αποδίδεται η μέθοδος ψυχολογικής χειραγώγησης με την οποία ο θύτης προσπαθεί να σπείρει αμφιβολίες στο θύμα, έτσι ώστε να μην είναι βέβαιο για την ίδια του τη μνήμη, την αντίληψη και τη λογική.


