Τετάρτη, 13 Αυγούστου 2025
30.1 C
Athens

Γιατί χάλασε η εξαγωγική μηχανή της Γερμανίας;

Το μερίδιο της Γερμανίας στις διεθνείς εξαγωγές συρρικνώνεται συστηματικά από το 2017, ακόμη δε πιο έντονα από το 2021, αποφαίνεται μελέτη των οικονομολόγων της Bundesbank, με τις εν   λόγω απώλειες στο διεθνές εμπόριο να έχουν συμβάλει σημαντικά στην υποτονική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με προσομοιώσεις που πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας το μακροοικονομικό μοντέλο της Bundesbank, το γερμανικό ΑΕΠ θα είχε αυξηθεί συνολικά κατά 2,4% περισσότερο μεταξύ 2021-2024, εάν οι γερμανικές εξαγωγές δεν είχαν απολέσει μερίδια αγοράς.

Για το 2022, οι απώλειες στο ΑΕΠ λόγω του ασθενικού εξαγωγικού εμπορίου υπολογίζονται στο 1,3%. Σημαντική, ωστόσο, ήταν η αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ και το 2024 (-0,8%). Πάνω από τα ¾ των εν λόγω απωλειών την περίοδο 2021 – 2023 οφείλονταν σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των Γερμανών εξαγωγέων σε σειρά τομέων.

Κατά την άποψη των συντακτών της μελέτης, αυτό υποδηλώνει θεμελιώδη διαρθρωτικά προβλήματα, όπως δημογραφική κρίση, έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, κόστους εργασίας και εντεινόμενη γραφειοκρατία.

Η βιομηχανία μηχανημάτων, η ηλεκτρική βιομηχανία και ενεργοβόροι τομείς, όπως η χημική βιομηχανία, συνέβαλαν περισσότερο στην πτώση της ανταγωνιστικότητας.

H πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία διατάραξαν τις αλυσίδες εφοδιασμού και προκάλεσαν αύξηση των τιμών ενέργειας, οι οποίες με τη σειρά τους άσκησαν πρόσθετη πίεση στις εξαγωγές των ενεργοβόρων οικονομικών τομέων. Αν και η παγκόσμια ζήτηση για μηχανοκίνητα οχήματα και ανταλλακτικά, καθώς και για αεροδιαστημική τεχνολογία έπαιξε ρόλο στην αρνητική εικόνα του γερμανικού εξαγωγικού εμπορίου, «όλα τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην πλευρά της προσφοράς στη γερμανική οικονομία».

Πώς θα ενισχυθεί η εξαγωγική ανταγωνιστικότητα

Η Γερμανία έχει χάσει έδαφος στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού και υποαποδίδει σε σχέση με άλλες προηγμένες.  Η Κίνα αναδεικνύεται σε βασικό ανταγωνιστή των γερμανικών επιχειρήσεων: «Από το 2019, στις συναλλαγές με τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της, η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία τείνει να χάνει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στους ίδιους τομείς όπου η Κίνα κερδίζει έδαφος. έδαφος», κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια, αναφέρει σχετικά η μελέτη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2021 και 2024, οι εξαγωγικές απώλειες της Γερμανίας είναι σχεδόν ίσες με εκείνες της Μεγ. Βρετανίας μετά το «Brexit». Παράλληλα, οι αμερικανικές επιχειρήσεις κέρδισαν έδαφος, κυρίως λόγω αυξημένης ζήτησης για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και τις
εξαγωγές ενέργειας.

Για την ενίσχυση της εξαγωγικής ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας απαιτείται, σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, επείγουσα δράση: Συγκεκριμένα, πρέπει να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο που θα ευνοεί την απασχόληση και τις επενδύσεις και θα περιλαμβάνει κίνητρα εργασίας, μείωση των εμποδίων στη μετανάστευση εξειδικευμένων εργαζομένων, αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και αύξηση των φορολογικών κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις.

Η μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης είναι επίσης απαραίτητη, ώστε να περιοριστούν οι αυξήσεις στις δαπάνες και τις κοινωνικές εισφορές. Η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να υλοποιηθεί με τρόπο αποτελεσματικό και, μέσω νέων συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να βοηθηθούν να διαφοροποιήσουν τα δίκτυα προμηθευτών τους.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο γ/Κεντρικός Τραπεζίτης, J. Nagel, ανέφερε μεταξύ των άλλων «ότι το επενδυτικό πρόγραμμα της νέας Κυβέρνησης για τις υποδομές και την άμυνα δεν θα είναι αρκετό από μόνο του για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Περισσότερα δημοσιονομικά περιθώρια από μόνα τους δεν θα διορθώσουν την αναπτυξιακή αδυναμία της Γερμανίας», προσθέτοντας με νόημα πως «οι αιτίες είναι βαθύτερες».

Πρωτοβουλία «Made for Germany»

Συνολικά 61 εταιρείες με επικεφαλής τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Deutsche Bank, C. Sewing και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Siemens, R. Busch,  συγκροτούν την πρωτοβουλία «Made for Germany», η οποία στοχεύει σε επενδύσεις ύψους € 631 δις στη Γερμανία έως το 2028.

Ωστόσο, σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται και ήδη δεσμευμένα ποσά για επενδύσεις με τα πραγματικά νέα κεφάλαια να ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων της ίδιας της Πρωτοβουλίας, σε περίπου € 100 δις.

Περιλαμβάνονται και έργα, που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί ή δρομολογηθεί, όπως η νέα επένδυση της Bayer στο Monheim (Β. Ρηνανία-Βεστφαλία), το νέο εργοστάσιο της BMW στο Irlbach- Straßkirchen (Βαυαρία), το νέο εργοστάσιο της ταϊβανεζικής TSMC στη Δρέσδη, που μάλιστα εγκαινιάστηκε προ ενός έτους, η ήδη αδειοδοτημένη επέκταση της μονάδας της Infineon επίσης στη Δρέσδη κ.ά.

Για το λόγο αυτό, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo (Μόναχο), C. Fuest, χαρακτήρισε την Πρωτοβουλία αυτή  ως μια προσπάθεια «διαφήμισης» της χώρας, για να φανεί ότι «κάτι συμβαίνει» σε αυτή. Αυτό, όμως, δεν αρκεί, καθώς το επίπεδο επενδύσεων παραμένει κατά 5% χαμηλότερο από αυτό του 2019, και ο κ. Fuest ζητά «δομικές μεταρρυθμίσεις», που θα ενισχύουν τα κίνητρα εργασίας και θα μειώνουν γραφειοκρατία και φόρους.

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA