Στη Γερμανία πάνω από ένα εκατομμύριο συνταξιούχοι εξακολουθούν να εργάζονται. Και ο αριθμός τους δεν παύει να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εργασίας 1,12 εκατομμύρια εργαζόμενοι είναι σήμερα άνω των 67 ετών – 56.000 περισσότεροι από πέρυσι.
Είναι πάμπολλοι όμως και οι εργαζόμενοι άνω των 55 ετών που αρνούνται να πάρουν σύνταξη, ενώ τη δικαιούνται. Την περίοδο 2013-2022 το ποσοστό των λεγόμενων «ηλικιωμένων εργαζόμενων» (μιλάμε για τις ηλικίες από 55 έως 64 ετών) αυξήθηκε από το 64% στο 73% – ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 62%.
Τα στοιχεία για την παράταση του εργασιακού βίου των Γερμανών γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά όσο οι ηλικίες σκαρφαλώνουν πάνω από τα 60 έτη. Στις ηλικίες 60-64 ετών το ποσοστό των εργαζομένων εκτινάχθηκε στο 63% την περασμένη χρονιά από 47% που ήταν το 2012. Και οι εργαζόμενοι από 65 έως 69 ετών έφθασαν στο 19% από 13% που ήταν προ δεκαετίας – στη γειτονική Γαλλία ήταν πέρυσι μόλις 9,9%.
Ο Σρέντερ και το δημογραφικό
Πώς η Γερμανία καταφέρνει και διατηρεί στην εργασία τους υπερήλικες; «Καθοριστικός παράγοντας είναι οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ με την Ατζέντα 2010 για να αντιμετωπιστεί τόσο η γήρανση του πληθυσμού όσο και η οικονομική κατάρρευση της κοινωνικής ασφάλισης», σημειώνει η γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos».
Η Ατζέντα 2010 προβλέπει τη σταδιακή αύξηση της κατώτατης ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 10 ολόκληρα χρόνια. Έτσι, το 2029 θα πρέπει να κλείσουν (και) οι Γερμανοί τα 67 έτη της ηλικίας τους για να λάβουν πλήρη σύνταξη.
Αλλά και οι Γερμανοί εργοδότες, που έχουν να αντιμετωπίσουν την ομαδική συνταξιοδότηση των «μπέιμπι-μπούμερς» την επόμενη δεκαετία και ήδη πασχίζουν να καλύψουν περίπου 1,8 εκατ. κενές θέσεις εργασίας προσφέρουν μύρια όσα κίνητρα (όχι μόνο μισθολογικές αυξήσεις) στους παλαιούς εργαζομένους για να μην τους χάσουν.
«Ενώ σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία, οι εργοδότες θέλουν να ξεφορτωθούν τους ηλικιωμένους υπαλλήλους τους επειδή τους θεωρούν ακριβούς, στη Γερμανία τους δίνουν γην και ύδωρ για να τους κρατήσουν», παρατηρεί ο ρεπόρτερ της «Les Echos».
Οι νέοι Γερμανοί δεν σπουδάζουν
Γιατί όμως στη Γερμανία είναι ανάρπαστοι οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι; Ένας μείζων λόγος είναι επειδή είναι όχι μόνο πιο έμπειροι αλλά και πιο μορφωμένοι από τους νέους. Οι νεότερες γενιές των Γερμανών δεν κάνουν πανεπιστημιακές σπουδές όπως έκαναν οι μπέιμπι-μπούμερς (1946-1964) και οι ανήκοντες στην Generation X (1965-1979).
Καθώς τις θέσεις χειρωνακτικής εργασίας και τεχνιτών τις καλύπτουν οι ελεγχόμενα εισαγόμενοι οικονομικοί μετανάστες κυρίως από τις χώρες της Μέσης Ανατολής (500.000 κάθε έτος, το 2015 με την προσφυγική κρίση δέχθηκαν 900.000), οι νέοι Γερμανοί προτιμούν να δουλεύουν ως δημοτικοί ή τραπεζικοί υπάλληλοι. Υπενθυμίζεται ότι στη Γερμανία λειτουργούν περισσότερες από 1.700 τράπεζες δημοσίου συμφέροντος, που ελέγχονται από τα κρατίδια, τους δήμους της χώρας ή από συνεταιρισμούς και επαγγελματικές ενώσεις.
Νέους γιατρούς, μηχανικούς, βιολόγους και άλλους επιστήμονες εισάγουν βέβαια οι Γερμανοί από την Ελλάδα και άλλες χώρες. Σύμφωνα με το ομοσπονδιακό γραφείο στατιστικών μελετών Destatis, το 74% των εργαζομένων από 60 έως 64 ετών το 2022 είχαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι προφανές ότι θέλουν το Βερολίνο και οι εργοδότες να κρατήσουν εν δράσει και το εγχώριο επιστημονικό προσωπικό.
Οδηγοί λεωφορείων στα 85 τους
Ένα κίνητρο, τέλος, για να παρατείνουν οι Γερμανοί τον εργασιακό τους βίο είναι το ότι η σύνταξή τους υπολογίζεται με βάση τα εισοδήματα 45 ετών εργασίας, όταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπολογίζονται τα καλύτερα και αποδοτικότερα έτη (25 στη Γαλλία).
Αλλά και η μέση πλήρης σύνταξη δεν είναι πολύ υψηλή στη Γερμανία – εφέτος έχει ανέβει στα 1.543 ευρώ καθαρά μηνιαίως. Έτσι πολλοί χαμηλοσυνταξιούχοι εξακολουθούν να δουλεύουν και μετά τα 65 χρόνια τους ως εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης σε «μικρές δουλειές», όπως τις αποκαλούν. Ισχύει εν προκειμένω ο θεσμός της απασχόλησης 43 ωρών μηνιαίως, για την οποία ο εργαζόμενος-συνταξιούχος αμείβεται με 520 ευρώ.
Όσο για το ερώτημα έως ποια ηλικία επιτέλους μπορούν να δουλεύουν οι Γερμανοί, η απάντηση είναι «μέχρι τα βαθιά γεράματα». Διότι σήμερα στη χώρα περίπου 13.000 εργαζόμενοι (έστω και μερικώς) έχουν κλείσει αισίως τα 85 έτη του βίου τους. Και 446 εξ αυτών είναι επαγγελματίες οδηγοί! «Καλό είναι όταν ανεβαίνει κανείς σε γερμανικό λεωφορείο να ρίχνει μια ματιά για να δει ποιος κάθεται στο τιμόνι», συστήνει στους αναγνώστες της η «Les Echos».
Πηγή: ΟΤ