Όσοι ανησυχούν περισσότερο για την ακρίβεια στα τρόφιμα, είναι πιο πιθανό να «θυσιάσουν» την ασφάλεια προς όφελος της εξοικονόμησης χρημάτων. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο ετήσιος απολογισμός κυλιόμενης έρευνας καταναλωτών, που διενήργησε η Food Standards Agency (FSA), η κρατική Υπηρεσία για την Ασφάλεια Τροφίμων της Μεγάλης Βρετανίας.
Η έρευνα διεξήχθη σε διάστημα 16 μηνών(Ιούλιος 2023-Μάρτιος 2024), από την εταιρεία δημοσκοπήσεων YouGov, για λογαριασμό της FSΑ, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2.000 καταναλωτών. Διαπίστωσε μεταξύ άλλων τα εξής: Το 87% ανησυχεί για τις τιμές στα τρόφιμα. Το 77% ανησυχεί για τα υπερβολικά επεξεργασμένα τρόφιμα. Το 75% ανησυχεί για την διατροφική φτώχεια και ανισότητα.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα πλήττει διπλά τους πιο φτωχούς
Η ουδέτερη διατύπωση της έρευνας δεν αναφέρει ευθέως ότι εκείνοι που «ανησυχούν περισσότερο» για τις τιμές, είναι τα φτωχότερα νοικοκυριά. Γράφει όμως ότι το 58% όσων ανησυχούν ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος αγοράς των τροφίμων «ήταν πιο πιθανόν να αναφέρουν ότι επιδίδονται σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές». Σε αυτές μάλιστα περιλαμβάνει και το μαγείρεμα σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, για να μειώσουν το ενεργειακό κόστος.
Επίσης αναφέρει ότι τις «ριψοκίνδυνες συμπεριφορές» είναι πιο υψηλές στους καταναλωτές που «προέρχονται από εθνικές μειονότητες (39%), παρεμποδίζονται από προβλήματα υγείας ή αναπηρία (35%), αυτοί που υποφέρουν από ακραία υλική και κοινωνική αποστέρηση (33%) και όσοι είναι κάτω των 35 ετών (30%).
Τι ισχύει στην Ελλάδα
Η νέα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας που αναδεικνύει την Ελλάδα «πρωταθλήτρια στις τιμές των συσκευασμένων τροφίμων» δεν φέρνει άσχημα νέα μόνο για το πορτοφόλι μας. Η ακρίβεια στα τρόφιμα βλάπτει εξίσου και την υγεία των καταναλωτών, ειδικά των πιο ευάλωτων στρωμάτων.
Η ίδια η ΤτΕ άλλωστε, είχε επισημάνει στη συνολική της έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2023-24, τις αρνητικές «αναδιανεμητικές συνέπειες» του πληθωρισμού στα τρόφιμα, εις βάρος των πιο φτωχών νοικοκυριών.
Υποβάθμιση της ποιότητας διατροφής
Εκτός από τη δυσανάλογη επιβάρυνση στο εισόδημα, καθώς αναγκάζονται να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών, τα φτωχά νοικοκυριά επιβαρύνονται δυσανάλογα και στην υγεία τους.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ « αντιμετωπίζοντας υψηλά επίπεδα τιμών, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα συχνά ωθούνται στην υποκατάσταση τροφίμων υψηλότερης, διατροφικής αξίας από τρόφιμα κατώτερης διατροφικής αξίας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας της διατροφής τους και ως εκ τούτου τη δημιουργία υγειονομικών κινδύνων για τα μέλη τους».
Μάλιστα η ΤτΕ παραπέμπει σε επιστημονική έρευνα για το συγκεκριμένο θέμα. «Οι τιμές των υγιεινών τροφίμων αυξήθηκαν περισσότερο από τις τιμές των ανθυγιεινών επιλογών κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 και των ταυτόχρονων προκλήσεων στο σύστημα τροφίμων», είναι ο τίτλος της μελέτης και δημοσιεύθηκε στην ακαδημαϊκή επιθεώρηση International Journal of Environmental Research and Public Health.
Η τιμή πάνω απ’όλα και στην Ελλάδα
Εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια οι Έλληνες καταναλωτές επιλέγουν τρόφιμα με βασικό κριτήριο την τιμή, όπως διαπιστώνει η κυλιόμενη έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ. Η ποιότητα έρχεται δεύτερη, ενώ ως και το 2020 ερχόταν είτε στην πρώτη θέση, είτε ισοβαθμούσε με το κριτήριο της τιμής. Όσο για την υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων, όσο ο πληθωρισμός και η ακρίβεια αυξάνονται, τόσο οι καταναλωτές της δίνουν λιγότερη σημασία.
Η τάση αυτή αποτυπώνεται ανάγλυφα και στο παραπάνω γράφημα του ΙΕΛΚΑ: Ενώ στα μέσα του 2020, η τιμή, η ποιότητα και η υγιεινή-ασφάλεια βρίσκονταν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο, από τότε που εμφανίστηκαν οι πρώτες ανατιμητικές τάσεις, το κριτήριο της τιμής παίρνει την πρωτοκαθεδρία, και όλα τα υπόλοιπα υποχωρούν.
Το ποσοστό των καταναλωτών που αγόραζαν με βασικό παράγοντα την τιμή έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα στις αρχές του 2023 (69%) ενώ από τότε υποχωρεί σταδιακά, διατηρώντας όμως την πρωτοκαθεδρία. Στην τελευταία έρευνα που δημοσιεύθηκε στις 10 Ιουλίου φτάνει το 57%. Όσο για την υγιεινή και την ασφάλεια, αυτή αποτελεί βασικό παράγοντα επιλογής τροφίμων μόλις για το 7% των κ αταναλωτών.