Κυριακή, 3 Αυγούστου 2025
31 C
Athens

Η Ευρώπη δίνει μάχη για τεχνολογική κυριαρχία – Είναι μονόδρομος εν μέσω εμπορικών πολέμων και προστατευτισμού

Η εποχή της υπερπαγκοσμιοποίησης, όπου όλα ήταν απλά και εφικτά, έχει περάσει προ πολλού. Οι εμπορικές πολιτικές του προέδρου Τραμπ, τα μέτρα προστατευτισμού που λαμβάνει και οι δασμοί, δημιουργούν συνθήκες που υποχρεώνουν την Ευρώπη να αλλάξει ρότα. Αν δεν επιθυμεί να γίνει ουραγός στην ανάπτυξη και τη σταθερότητα, έχει μόνο έναν δρόμο: να επενδύσει στην έρευνα και την τεχνολογία.

Η Κίνα τείνει να κυριαρχεί σε κάθε τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο

Τα τελευταία χρόνια ήταν χρόνια κρίσεων, όπως επισημαίνει και το Social Europe: πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, οι εμπορικοί πόλεμοι του Ντόναλντ Τραμπ. Όλες αυτές οι κρίσεις ήταν μια σειρά από καμπανάκια για την Ευρώπη, ότι πρέπει να δραστηριοποιηθεί και να διεκδικήσει με αξιώσεις τη δική της, ισχυρή θέση, στον κόσμο που αλλάζει.

Γιατί τεχνολογία

Πλέον, η πρόσβαση σε τεχνολογίες και νέα μέσα δεν είναι ελεύθερη. Υπάρχει, αλλά κοστίζει ακριβά. Και αυτό μπορεί να πλήξει τομείς ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική ευημερία και σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση και η υγειονομική περίθαλψη. Εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και των αναθέσεων έργου στο εξωτερικό, αλλά και της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων σε περιοχές με χαμηλότερος κόστος, έχουν διαβρωθεί οι παραγωγικές και τεχνολογικές ικανότητες της Ευρώπης. Και ταυτόχρονα η Κίνα τείνει να κυριαρχεί σχεδόν σε κάθε τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Έκθεση Ντράγκι

Η Ευρώπη εξαρτάται τεχνολογικά από το εξωτερικό, και όπως επισήμαινε ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του, «εάν η ΕΕ δεν δράσει, κινδυνεύουμε να είμαστε ευάλωτοι σε εξαναγκασμό». Και αυτό γιατί η έλλειψη ικανοτήτων σε βασικές τεχνολογίες μπορεί να επισπεύσει έναν φαύλο κύκλο σχετικής παρακμής και απόκλισης.

Με δεδομένο ότι η κυριαρχία και η διαθεσιμότητα των τεχνολογιών είναι απαραίτητες για μια επιτυχημένη διπλή μετάβαση και μια βιώσιμη αύξηση της παραγωγικότητας, οι τεχνολογικές εξαρτήσεις θεωρούνται ως σημαντική πηγή δομικής ευπάθειας για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Το 2019, ο πρώην Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν προειδοποίησε κατά της «υπερβολικής εξάρτησης από ξένη τεχνολογία σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας». Και καλούς την ΕΕ πρέπει να επιδιώξει την «τεχνολογική κυριαρχία», μια έννοια που αρχικά εφαρμόστηκε στις ψηφιακές τεχνολογίες, όπως το 5G, αλλά έκτοτε επεκτάθηκε σε άλλες κρίσιμες τεχνολογίες.

Τεχνολογική κυριαρχία = οικονομική κυριαρχία

Αν θέλαμε να ορίσουμε την τεχνολογική κυριαρχία, με απλά λόγια θα λέγαμε ότι είναι η ικανότητα ενός οργανισμού «να παρέχει τις τεχνολογίες που θεωρεί κρίσιμες για την ευημερία, την ανταγωνιστικότητα και την ικανότητά της να ενεργεί. Και να είναι σε θέση να τις αναπτύξει ή να τις προμηθεύεται από άλλους οικονομικούς τομείς χωρίς μονόπλευρη διαρθρωτική εξάρτηση».

Ο ορισμός καθιστά σαφές ότι τεχνολογική κυριαρχία δεν σημαίνει εθνική αυτάρκεια, καθώς η προμήθεια τεχνολογίας από το εξωτερικό παραμένει μια βιώσιμη επιλογή. Στην περίπτωση των εισαγωγών, η τεχνολογική αυτονομία επιτυγχάνεται όταν δεν υπάρχουν μη ανταγωνιστικές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών που σχετίζονται με βασικές τεχνολογίες. Οι εγχώριες επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν υποκατάστατα και να αυξάνουν την ικανότητα για βασικές τεχνολογίες σε περίπτωση διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού ή γεωπολιτικών εντάσεων.

Και ενώ αυτό μπορεί να συνεπάγεται βραχυπρόθεσμες στατικές ανεπάρκειες και κόστος, είναι απαραίτητο να διατηρηθεί η «ικανότητα δράσης» σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αξίες σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικές συγκρούσεις και ισχυρά εθνικά συμφέροντα. Συνεπώς, η τεχνολογική κυριαρχία μπορεί να θεωρηθεί προϋπόθεση για την ευρύτερη έννοια της οικονομικής κυριαρχίας, η οποία με τη σειρά της στηρίζει τον στόχο της ΕΕ για στρατηγική αυτονομία.

Η τεχνολογική εξάρτηση είναι πιθανό να είναι υψηλή όταν η τεχνολογία χρησιμεύει ως κρίσιμη εισροή και οι εγχώριες ικανότητες, η κυριαρχία ή η διαθεσιμότητα λείπουν.

Η ΕΕ υστερεί στις επενδύσεις Ε&Α

Οι τεχνολογικές ικανότητες και η ικανότητα απορρόφησης καθορίζονται από τους διαθέσιμους πόρους και την αποτελεσματικότητά τους. Το 2023, μετρούμενο σε σταθερά δολάρια ΗΠΑ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, οι ΗΠΑ και η Κίνα δαπάνησαν 63% και 55% περισσότερα χρήματα σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) από την ΕΕ, αντίστοιχα. Επιπλέον, οι επενδύσεις στην ΕΕ αυξάνονται με βραδύτερους ρυθμούς από ό,τι στην Κίνα και τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η Κίνα να ξεπερνά την ΕΕ σε δαπάνες για Ε&Α από το 2015. Κρίσιμο στοιχείο είναι επίσης ότι, η Κίνα και η Ιαπωνία λαμβάνουν μόνο περίπου το ένα έως δύο τοις εκατό της χρηματοδότησης για Ε&Α από ξένες χώρες. Για την ΕΕ και τις ΗΠΑ, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 20% και 24%.

Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι εισροές Ε&Α ενσωματώνονται επίσης σε ενδιάμεσα αγαθά που μπορούν να αποσταλούν πολλές φορές μεταξύ χωρών πριν φτάσουν στον τελικό τους χρήστη. Σε έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τεχνολογική εξάρτηση, με βάση την εισαγόμενη Ε&Α ως δείκτη τεχνολογικής εξάρτησης, διαπιστώνεται ότι οι ΗΠΑ είναι η λιγότερο εξαρτημένη χώρα. Το 2020, μόνο περίπου 2% της συνολικής Ε&Α που χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ είχε εισαχθεί. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες μεγάλες οικονομίες είναι υψηλότερα: 5% στην Ιαπωνία, 11% στην ΕΕ και 22% στην Κίνα.

Και από το 11% της εισαγόμενης Ε&Α για την ΕΕ, λιγότερο από το 10% προέρχεται από την Κίνα. Η Κίνα βασίζεται περισσότερο στην εισαγόμενη Ε&Α από την ΕΕ ή τις ΗΠΑ, αλλά έχει μειώσει αυτήν την εξάρτηση κατά περίπου 30% από το 2010 λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης των εγχώριων επενδύσεων σε Ε&Α. Ταυτόχρονα, έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση της εισαγόμενης Ε&Α από την Κίνα στη συνολική παραγωγή τελικών αγαθών για σχεδόν όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ.

Ο ρόλος των επιχειρήσεων

Σύμφωνα με τους Κρίστιαν Ράινερ και Ρόμαν Στέλιγκερ, αρθρογράφους στο Social Europe, το έλλειμμα Ε&Α της ΕΕ σε σύγκριση με την Κίνα και τις ΗΠΑ προέρχεται κυρίως από την κατώτερη απόδοση του επιχειρηματικού τομέα της ΕΕ. Η ένταση Ε&Α των εταιρειών της ΕΕ είναι μόνο η μισή από αυτή των αντίστοιχων των ΗΠΑ και το 75% αυτής των κινεζικών εταιρειών.

Επιπλέον, το μερίδιο των εταιρειών της ΕΕ μεταξύ των 1.000 κορυφαίων εταιρειών παγκοσμίως όσον αφορά τις επενδύσεις σε Ε&Α μειώθηκε από 20% σε 19,2% και από 24% σε 21,7% για την ομάδα των 250 κορυφαίων εταιρειών.

Ταχύτερη μείωση παρατηρείται για τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν πολύ υψηλότερο μερίδιο κορυφαίων εταιρειών Ε&Α από την ΕΕ. Αντίθετα, η Κίνα έχει αυξήσει το μερίδιό της μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών παγκοσμίως από σχεδόν μηδέν σε περίπου 20%, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την Ευρώπη.

Επίσης, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υστερούν σε επενδύσεις σε Ε&Α: το 2005, περίπου το 26% προερχόταν από εταιρείες της ΕΕ, το οποίο μειώθηκε σε 22% το 2023. Οι εταιρείες των ΗΠΑ κατάφεραν να διατηρήσουν το μερίδιό τους περίπου 42%.

Η απόκλιση αυτή έχει εξήγηση και αυτή συνδέεται με τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ενώ οι κυρίαρχες εταιρείες της ΕΕ με ένταση Ε&Α συνεχίζουν να λειτουργούν σε γενικές γραμμές στους ίδιους οικονομικούς τομείς, οι κινεζικές εταιρείες μεταπήδησαν γρήγορα από πιο παραδοσιακούς τομείς σε μεσαίας τεχνολογίας τομείς, όπως η βιομηχανία και η αυτοκινητοβιομηχανία.

Η εξάρτηση από ξένες ψηφιακές τεχνολογίες

Σύμφωνα με τη Γερμανική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Έρευνα και την Καινοτομία, 12 βασικές τεχνολογίες γενικής εφαρμογής μπορούν να διακριθούν σε επίπεδο παραγωγής, υλικών, ψηφιακών και βιοεπιστημών. Η σχετική ισχύς μιας χώρας σε μια τεχνολογία μπορεί να μετρηθεί από το αποκαλυπτόμενο συγκριτικό της πλεονέκτημα στο εμπόριο αυτής της τεχνολογίας. Η εμπειρική ανάλυση αποκαλύπτει ότι η ΕΕ έχει συγκριτικό πλεονέκτημα μόνο σε δύο από τις βασικές τεχνολογίες: την προηγμένη κατασκευή και τις βιοεπιστήμες.

Η ΕΕ δεν έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε καμία από τις έξι βασικές ψηφιακές τεχνολογίες. Η Κίνα, αντίθετα, διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και στις έξι βασικές ψηφιακές τεχνολογίες και λείπει μόνο μία στις βιοεπιστήμες.

Ταυτόχρονα, η ΕΕ υστερεί και σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Το 1990, κατείχε περίπου τα μισά διπλώματα ευρεσιτεχνίας ΤΠΕ από τις ΗΠΑ και έκτοτε δεν έχει καταφέρει να καλύψει αυτό το κενό. Επίσης, την έχουν ξεπεράσει η Ιαπωνία και η Κίνα, παρά το γεγονός ότι αυξάνονται οι αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαρκώς.

Και βεβαίως, η Κίνα έχει κάνει ένα άλμα. Ξεπέρασε τις ΗΠΑ και, με σχεδόν 30.000 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας το 2020, προχώρησε και έγινε η πιο παραγωγική χώρα στην ευρεσιτεχνία ΤΠΕ.

Το ευρωπαϊκό παράδοξο

Δεν είναι όλα μαύρα ωστόσο. Η ΕΕ διαθέτει μια σχετικά ισχυρή επιστημονική βάση, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών τεχνολογιών. Έχει μερίδιο 15% στις παγκόσμιες δημοσιεύσεις που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη σε επιστημονικά περιοδικά, έναντι 10% της Κίνας. Ωστόσο υπολείπεται του 34% της Κίνας. Η οποία ξεπερνά και τις δύο και στις ευρεσιτεχνίες που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη: 48%, έναντι 22% των ΗΠΑ και 5% της ΕΕ.

Αυτή η αδυναμία στη μετατροπή της επιστημονικής αριστείας σε εμπορικές εφαρμογές έχει ονομαστεί «ευρωπαϊκό παράδοξο».

Δεύτερο παράδειγμα είναι η τεχνολογία των ημιαγωγών, η οποία συνδέεται σχεδόν με όλα τα προϊόντα έντασης τεχνολογίας. Η ΕΕ αντιμετωπίζει δυσκολίες στην απόκτηση θέσης στην αγορά των τσιπ, αντιπροσωπεύοντας μόνο το 10% της παγκόσμιας παραγωγής ημιαγωγών. Βεβαίως, δύο ευρωπαϊκές εταιρείες είναι κυρίαρχοι πάροχοι κρίσιμων εισροών για το σχεδιασμό και την κατασκευή τσιπ. Η γερμανική Siemens και η ολλανδική ASML.

Η ολλανδική ASML κατέχει σχεδόν μονοπώλιο στην παραγωγή συστημάτων λιθογραφίας, μηχανών που εκτυπώνουν μοτίβα σε πλακίδια πυριτίου για την παραγωγή των πιο προηγμένων μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Παρά το γεγονός ότι διαθέτει αυτούς τους ηγέτες τεχνολογίας στην αλυσίδα αξίας των ημιαγωγών, η ανεπαρκής εγχώρια παραγωγική ικανότητα και η σχετική εξάρτηση από ξένους προμηθευτές, όπως η Ταϊβάν και οι ΗΠΑ, έχουν καταστεί προβληματικές σε ένα ολοένα και πιο εχθρικό γεωπολιτικό περιβάλλον. Και η υποκατάσταση των εισαγωγών με την ανάπτυξη εγχώριας δυναμικότητας για την παραγωγή τσιπ απαιτεί σημαντικό χρόνο και σημαντικές αρχικές επενδύσεις. Το κόστος ενός νέου χυτηρίου να ανέρχεται σε περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια.

Επιτυχίες και αποτυχίες

Το έργο Galileo χρησιμεύει ως ενδεικτικό παράδειγμα ότι η ΕΕ μπορεί να καλύψει τη διαφορά στον ψηφιακό τομέα, τόσο τεχνολογικά όσο και εμπορικά.

Tο Galileo καθιερώθηκε με επιτυχία ως ένα από τα τέσσερα συστήματα παγκόσμιας δορυφορικής πλοήγησης (GNSS) που λειτουργούν σήμερα. Ξεκινώντας στο πλαίσιο του Διαστημικού Προγράμματος της ΕΕ, το σύστημα Galileo υπερέχει στην τεχνολογική πολυπλοκότητα, όντας το πιο ακριβές GNSS. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αναφερθεί ότι οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν σθεναρά στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος πλοήγησης, υποστηρίζοντας ότι το κόστος ενός τόσο τεράστιου έργου υποδομής θα υπερέβαινε κατά πολύ τα οφέλη, δεδομένου ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να βασιστεί στο Παγκόσμιο Σύστημα Εντοπισμού Θέσης (GPS) των ΗΠΑ για τέτοιες υπηρεσίες.

Αλλά στην περίπτωση του Gaia-X, τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας ομοσπονδιακής ευρωπαϊκής υποδομής cloud, ώστε να διασφαλιστεί ότι «η Ευρώπη θα παραμείνει στον έλεγχο του ψηφιακού της μέλλοντος». Ο ανταγωνισμός όμως στην υποδομή cloud (Amazon -AWS, Microsoft – Azure, Google – Google Cloud και Alibaba Cloud), και άλλα προβλήματα δεν το επέτρεψαν. Τι προβλήματα; Έλλειψη χρηματοδότησης, έλλειψη σαφώς καθορισμένου στόχου αποστολής και παρεμπόδιση από αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες.

Επιπτώσεις Πολιτικής

Λόγω του έντονου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, της μείωσης της διεθνούς συνεργασίας και των προκλήσεων της διπλής μετάβασης της ΕΕ, οι βιομηχανικές πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για την ενίσχυση της τεχνολογικής κυριαρχίας σε βασικές τεχνολογίες είναι σαφώς δικαιολογημένες. Η ΕΕ βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και εξαρτάται τεχνολογικά από αμερικανικές και ασιατικές εταιρείες. Κυρίως στους τομείς cloud computing, τεχνητής νοημοσύνης, ημιαγωγών, κυβερνοασφάλειας, τεχνολογίας 5G και κβαντικών τεχνολογιών.

Άλλος τομέας είναι οι «πράσινες» τεχνολογίες, καθώς η ΕΕ δεν διαθέτει τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες σε μπαταρίες και φωτοβολταϊκά στοιχεία.

Όλα αυτά οδηγούν σε εξαρτήσεις, διαφόρων μορφών και επιπέδων. Συνεπώς και διαφορετικής σοβαρότητας κινδύνων. Επιπλέον, οι εξαρτήσεις μπορεί να αφορούν την τεχνολογία, την παραγωγή, αλλά και τους διαθέσιμους πόρους. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, η κυριαρχία της τεχνολογίας χωρίς παραγωγικές δυνατότητες στην ΕΕ μπορεί να είναι βιώσιμη για ορισμένους τομείς, αλλά όχι για άλλους.

Τμήμα Τεχνολογικής Κυριαρχίας

Οι συγγραφείς προτείνουν η ΕΕ πρέπει να αναπτύξει εσωτερικές ικανότητες για μόνιμη παρακολούθηση και για την πρόβλεψη τεχνολογικών εξαρτήσεων σε βασικές τεχνολογίες ως σταθερή βάση για τη διαμόρφωση πολιτικής. Αυτό, λένε, θα μπορούσε να γίνει με τη δημιουργία μιας νέας οργανωτικής μονάδας: του Τμήματος Τεχνολογικής Κυριαρχίας (DTS). Ο εντοπισμός των τεχνολογικών εξαρτήσεων είναι, φυσικά, πολύ δύσκολος, καθώς πρέπει να λαμβάνει υπόψη τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές πτυχές.

Επιπλέον, οι πληροφορίες που παρέχονται από το DTS υποστηρίζουν πολιτικές αποφάσεις σχετικά με κανονισμούς, επιδοτήσεις και άλλα κίνητρα, τα οποία ενδεχομένως έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κερδοφορία συγκεκριμένων τομέων και εταιρειών. Ως αποτέλεσμα, κάθε θεσμικός σχεδιασμός πρέπει να διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες προσοδοθηρίας συγκεκριμένων τομεακών ή τεχνολογικών ομάδων συμφερόντων ελαχιστοποιούνται, ενώ θα πρέπει να τηρείται η αρχή της ενσωματωμένης αυτονομίας.

Εξηγούν ότι, θεσμικά, το DTS θα μπορούσε να συσταθεί ως νέα μονάδα εντός του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC), τμήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το JRC διαθέτει εδραιωμένη εμπειρογνωμοσύνη σε συναφείς τομείς (επιστημονικά χαρτοφυλάκια) όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα δεδομένα, οι στρατηγικές τεχνολογίες ή η πράσινη και δίκαιη μετάβαση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA