Η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της ιστορίας της. Ο τρίτος πρωθυπουργός που έχει διορίσει ο Γάλλος πρόεδρος δίνει υπέρ πάντων αγώνα να πείσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να στηρίξουν έναν προϋπολογισμό λιτότητας, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα τεράστια ελλείμματα. Και μαζεύει μέτρα, όπως η κατάργηση των αργιών…
Το 2024, το έλλειμμα του προϋπολογισμού έφτασε το 5,8%, το υψηλότερο από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Η Γαλλία δεν έχει ισοσκελίσει προϋπολογισμό από τη δεκαετία του 1970
Και ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί πρέπει να βρει τρόπο να περιορίσει τις περικοπές και τα μέτρα λιτότητας ύψους 44 δισ. που είχε προτείνει ο Φρανσουά Μπαϊρού, αν θέλει να παραμείνει στη θέση του.
Διεθνείς οικονομολόγοι, που μίλησαν στους Financial Times, επισημαίνουν ότι η Γαλλία έχει καταστεί πλέον «το προβληματικό παιδί» της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τα δημοσιονομικά της. Και πως γι’ αυτό έχει σημαντικές ευθύνες η πολιτική που έχει ασκήσει ο Εμανουέλ Μακρόν από το 2017. Τότε, δηλαδή, που ανέλαβε πρώτη φορά την εξουσία. Στο επίκεντρο της κριτικής τους βρίσκονται οι δαπάνες την περίοδο της πανδημίας, αλλά και το γεγονός ότι ο Γάλλος πρόεδρος «βιάστηκε» να προχωρήσει σε φοροαπαλλαγές.


Ο πρώην και ο νυν πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού και Σεμπαστιάν Λεκορνί
Η Γαλλία δεν έχει ισοσκελίσει προϋπολογισμό από τη δεκαετία του 1970. Και πάντα αποτελούσε εξαίρεση μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών όσον αφορά την κλίμακα των δημόσιων δαπανών. Το 2023 αυτές ήταν στο 57% του ΑΕΠ, υψηλότερες από οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΟΟΣΑ. Έχει επίσης μία από τις υψηλότερες φορολογικές εισπράξεις, με το βάρος να πέφτει κυρίως στους εργαζόμενους.
Από τα λόγια στα έργα
Ο Εμανουέλ Μακρόν εξελέγη το 2017 υποσχόμενος ότι θα μειώσει τους φόρους, θα ενισχύσει την ανάπτυξη και θα συρρικνώσει το κράτος. Έκτοτε όμως, οι δημόσιες δαπάνες έχουν αυξηθεί, όπως και το ποσοστό του χρέους επί του γαλλικού ΑΕΠ. Μόνο η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν μεγαλύτερα ποσοστά χρέους στην Ευρωζώνη.
Αρχικά, η εκσυγχρονιστική προσέγγιση του προέδρου απέδωσε κάποια αποτελέσματα. Η ανεργία μειώθηκε, καθώς «χαλάρωσε» η εργατική νομοθεσία», βελτιώθηκε η φήμη της Γαλλίας ως επενδυτικού προορισμού, ενώ η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης –μετά από τεράστια κοινωνική αντίδραση, πάντως- κράτησε περισσότερους εργαζόμενους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην απασχόληση.
Όταν ο Μακρόν εισήλθε στο Ελιζέ, το χρέος βρισκόταν σε πτωτική τροχιά και το έλλειμμα ήταν 3,4% του ΑΕΠ. Αυτό είχε επιτευχθεί χάρη στα μέτρα που έλαβε ο σοσιαλιστής προκάτοχός του, Φρανσουά Ολάντ, για την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση του 2008. Ο Ολάντ αύξησε τη φορολόγηση των εταιρειών και των νοικοκυριών, αλλά παράλληλα έδωσε γενναιόδωρες φορολογικές πιστώσεις για έρευνα και ανάπτυξη. Επίσης, δημιούργησε κίνητρα για προσλήψεις.
Μειώσεις φόρων
Σύμφωνα με τον Ξαβιέ Ραγκό, επικεφαλής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών στο πανεπιστήμιο Science Pro (OFCE), όταν εξελέγη ο Μακρόν «υπήρχε δημοσιονομικός χώρος. Ο Μακρόν κατάφερε να μειώσει ορισμένους φόρους στην αρχή και να διατηρήσει το έλλειμμα χαμηλό το 2019, και ήταν αναμενόμενο ότι θα μπορούσε να το κάνει».
Ακολούθως, κατάργησε τον φόρο περιουσίας και τον αντικατέστησε με έναν πιο μετριοπαθή φόρο στα ακίνητα. Οι φόροι επί του εισοδήματος από κεφάλαιο μειώθηκαν επίσης με έναν ενιαίο φόρο 30%. Οι εταιρικοί φόροι μειώθηκαν από 33% σε 25%, και οι φόροι παραγωγής που έπλητταν την ανταγωνιστικότητα περιορίστηκαν.
Αυτές όμως οι φοροαπαλλαγές οδήγησαν τα κόμματα της Αριστεράς να κατηγορήσουν τον Μακρόν για «πρόεδρο των πλουσίων». Παρά το γεγονός ότι η κατάργηση του φόρου στέγασης, που ωφελούσε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων, ήταν από τις πιο δαπανηρές κινήσεις.
Μη χρηματοδοτούμενες περικοπές
Ο Γάλλος πρόεδρος πίστευε ότι οι πολιτικές του θα ενίσχυαν την οικονομία και θα είχαν θετικό αντίκτυπο στους εργαζόμενους. Συνεπώς, θα αυξάνονταν τα έσοδα και θα μειώνοντας τα ελλείμματα. Αλλά οι φορολογικές περικοπές ήταν σε μεγάλο βαθμό μη χρηματοδοτούμενες.
Όπως επισημαίνει ο Φιλίπ Ντεσερτίν, οικονομολόγος στη Σχολή Διοίκησης επιχειρήσεων IAE Paris Sorbonne, «οι φορολογικές περικοπές ήταν απαραίτητες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Αλλά θα έπρεπε να είχαν πληρωθεί με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι οποίες όμως δεν έγιναν. Γιατί, όπως λέει, ο Εμανουέλ Μακρόν δεν ήθελε να αγγίξει το κράτος και τη λειτουργία του.
«Ο Μακρόν φέρει κάποια ευθύνη και έχει κάνει λάθη», επισημαίνει και ο Φρανσουά Εκάλ, πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών. Ο ειδικός στα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας υποστηρίζει επίσης ότι «αυτή είναι μια παλιά ιστορία με βαθιούς πολιτισμικούς λόγους. Οι Γάλλοι απαιτούν περισσότερη βοήθεια και προστασία από το κράτος, αλλά και λιγότερους φόρους. Αυτό είναι ασυνάρτητο».
Οι δαπάνες την περίοδο του Covid-19
Στην περίοδο προεδρίας του Εμανουέλ Μακρόν η χώρα, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, βίωσε μια σειρά από κρίσεις. Σε όλες αυτές, η κυβέρνησή του επέλεγε την επιδοματική πολιτική.
Από την εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων» με αφορμή τον προτεινόμενο φόρο στα καύσιμα, που θα έπληττε κυρίως τους πιο αδύναμους οικονομικά, έως την πανδημία.
Στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, που συνέπεσε με το ενεργειακό σοκ και την εκτόξευση των τιμών των καυσίμων, η κυβέρνηση Μακρόν δαπάνησε τεράστια ποσά. Στόχος της ήταν να ενισχύσει τους μισθούς των εργαζομένων, να αποτρέψει κατάρρευση εταιρειών, να βοηθήσει τα νοικοκυριά να πληρώσουν τους λογαριασμούς.


Αφίσα από τις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας στη Γαλλία. Πρώτο πρόσωπο ο Εμανουέλ Μακρόν / REUTERS/Stephane Mahe/File Photo
Στην πανδημία, αν και τα ποσά που ξοδεύτηκαν για στήριξη της οικονομίας ήταν εντός των συμφωνιών στις Βρυξέλλες (170 δισεκατομμύρια ευρώ, ή 10% του ΑΕΠ), τα μέτρα διήρκεσαν περισσότερο. Στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης φυσικού αερίου, η κυβέρνηση Μακρόν προχώρησε σε μη στοχευμένες επιδοτήσεις στην ενέργεια και τα καύσιμα. Το καθαρό κόστος της στήριξης υπολογίζεται σε 72 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι οικονομολόγοι λένε ότι αυτή η δημοσιονομική στήριξη ήταν υπερβολική. Παρ’ όλα αυτά, το OFCE επιμένει ότι το πιο μεγαλύτερο και περισσότερο διαρκές πρόβλημα ήταν η μείωση των φορολογικών εσόδων. Αυτό έγινε πλήρως αντιληπτό όταν υποχώρησαν οι στρεβλώσεις της πανδημίας.
Για τον Ξαβιέ Ραγκό, η πρόβλεψη ήταν δύσκολη λόγω των αναταράξεων που προκάλεσαν οι κρίσεις. Λόγω αυτών των προκλήσεων, το υπουργείο Οικονομικών στη Γαλλία απέτυχε να προβλέψει σωστά τα φορολογικά έσοδα το 2024. Και η Γαλλία υπερέβη τον στόχο για το έλλειμμα.
Το δύσκολο μέλλον
Πλέον, δεδομένων των ήδη υψηλών φορολογικών επιπέδων, της αβέβαιης αύξησης της παραγωγικότητας και της στασιμότητας της αγοράς εργασίας, τα πράγματα είναι εύκολα. Οι οικονομολόγοι λένε ότι η Γαλλία δεν θα είναι σε θέση να αναπτυχθεί γρήγορα ή να επιβάλει νέους φόρους για να βγει από το δημοσιονομικό τέλμα.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο έχει κρίσιμο ρόλο ρυθμιστή, καθορίζοντας αν θα περάσει ο προϋπολογισμός, απαιτεί από τον Μακρόν να κάνει παραχωρήσεις. Ζητούν να αυξηθεί η φορολόγηση των υπερπλουσίων, που έχει γίνει και λαϊκό αίτημα, και να ανασταλεί η σκληρή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Αλλά η γαλλική κυβέρνηση βλέπει μπροστά της μόνο λιτότητα. Για τον Ξαβιέ Ζαβαρέλ, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης της κυβέρνησης, απαιτείται συνεχής προσπάθεια για μείωση των δημόσιων δαπανών σε πολλούς τομείς. Υποστηρίζει ότι αυτές πρέπει να γίνουν και στην υγεία και στην εκπαίδευση, λέει, υποστηρίζοντας ότι οι υψηλότερες δαπάνες της Γαλλίας δεν έχουν οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι αλλού στην Ευρώπη.
«Δεν υπάρχουν ένα ή δύο μέτρα που μπορούν να μας οδηγήσουν στη μείωση του ελλείμματος αρκετά. Χρειαζόμαστε μια σειρά μέτρων», είπε στους Financial Times. Βλέποντας βεβαίως πώς αντέδρασαν οι Γάλλοι στις προτάσεις Μπαϊρού για λιτότητα, ο δρόμος της κυβέρνησης της Γαλλίας δεν αναμένεται εύκολος.
Η Ελέν Ρέι, καθηγήτρια στο London School of Economics εκτιμά ότι το έργο αυτό θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμο. Αρκεί να υπάρξει πολιτική υποστήριξη για σταδιακές περικοπές σε διάστημα αρκετών ετών. Αλλά δεδομένου του χάσματος που χωρίζει τώρα τα πολιτικά κόμματα, η επίτευξη συναίνεσης πιθανότατα θα είναι αδύνατη μέχρι οι προεδρικές εκλογές του 2027 να επιτρέψουν στους ψηφοφόρους να επιλέξουν.
Η μείωση του ελλείμματος «δεν είναι οικονομικά αδύνατη και δεν χρειάζεται να είναι μια απίστευτα επώδυνη προσαρμογή», επισήμανε.