Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οικονομία της Γερμανίας θα συρρικνωθεί φέτος κατά 0,3%, προτού το πραγματικό ΑΕΠ της αυξηθεί κατά 1,3% το 2024.
Βασικοί λόγοι είναι το σοκ του ενεργειακού κόστους -που η Γερμανία βίωσε πιο έντονα από άλλες χώρες, καθώς βασιζόταν μέχρι πρότινος στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο- οι σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και το επιδεινούμενο επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα.
Ακολουθεί μια δύσκολη πενταετία «πράσινης» βιομηχανικής μετάβασης, με βάρη για τους πολίτες, προειδοποίησε τις προάλλες από την τηλεοπτική συχνότητα του δικτύου ARD ο αντικαγκελάριος και Υπουργός Οικονομίας και Κλιματικής Προστασίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Θα απαιτηθεί επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ενίσχυση της αποδοτικότητας, υπογράμμισε.
Όμως, αν και «ατμομηχανή της Ευρώπης», η Γερμανία δεν θα είναι σε θέση να παράγει επαρκείς ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για την πλήρη απεξάρτηση από τον άνθρακα.
Ως εκ τούτου η «επόμενη μεγάλη ιστορία» που χρειάζεται η χώρα για να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2045, υπογράμμισε ο υπουργός-στέλεχος των Πρασίνων, είναι το υδρογόνο.
Η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς δίνει μεγάλη έμφαση σε αυτό που πολλοί πλέον χαρακτηρίζουν «καύσιμο του μέλλοντος».
Ποντάρει πολλά σε αυτό για τη μετάβαση της βιομηχανικής παραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα σε καθαρή ενέργεια.
Και δη σε κλάδους όπου η απανθρακοποίηση είναι δύσκολη, όπως στην παραγωγή χάλυβα, χημικών προϊόντων και τσιμέντου ή στις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές.
Εδώ και τρία χρόνια ωστόσο έχει καταστεί σαφές ότι η Γερμανία θα πρέπει να εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές υδρογόνου.
Για την ακρίβεια, μελέτη του ομοσπονδιακού Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας αναφέρει ότι θα πρέπει να εισάγονται περίπου 45 εκατομμύρια τόνοι υδρογόνου ετησίως μέχρι το 2050.
Μόνο για την παραγωγή τους -με τη διάσπαση του νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο μέσω ηλεκτρόλυσης- απαιτείται τεράστια ποσότητα ενέργειας.
Περίπου τετραπλάσια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από αυτή που καταναλώνει σήμερα η Γερμανία ετησίως.
Εισαγωγές… über alles
Έτσι το Βερολίνο αποφάσισε να καλύψει τις ανάγκες του με έργα μεγάλης κλίμακας στο εξωτερικό.
Λεπτομέρειες του σχεδίου μόλις δημοσίευσε το υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, στο πλαίσιο επικαιροποίησης της Εθνικής Στρατηγικής για το Υδρογόνο (NHS), που καταρτίστηκε πρώτη φορά το 2020, επί καγκελαρίας Μέρκελ.
Προκειμένου «να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα του υδρογόνου μέσω εισαγωγών», ανέφερε, απαιτούνται «έργα υδρογόνου μεγάλης κλίμακας σε χώρες εταίρους».
Στο «κάδρο» επί του παρόντος βρίσκονται «συμμαχίες υδρογόνου» με το Μαρόκο και την Τυνησία, καθώς και έργα από την Αλγερία και τη Νότια Αφρική, μέχρι τη Βραζιλία.
Το υπουργείο υπό τη σοσιαλδημοκράτισσα Σβένια Σούλτσε, δηλώνει έτοιμο να ρίξει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στο εγχείρημα, τονίζοντας ότι στο επίκεντρο είναι το πράσινο υδρογόνο: το πιο καθαρό παραγόμενο σήμερα συγκριτικά με έτερες μορφές του.
Ωστόσο στην επικαιροποιημένη εθνική στρατηγική έχουν αρθεί πολλά περιβαλλοντικά ταμπού και περιορισμοί.
Σε αυτή τη φάση ανάπτυξης, δεν θα είναι επιλέξιμο μόνο το πράσινο, αλλά και το μπλε, το τιρκουάζ και το πορτοκαλί (ή κίτρινο) υδρογόνο.
Η χρωματική… παλέτα αφορά στον τρόπο παραγωγής τους και στο αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Το πράσινο υδρογόνο παράγεται με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Στο μπλε και στο τιρκουάζ χρησιμοποιείται μεν φυσικό αέριο, όμως οι ρύποι διοξειδίου του άνθρακα (CO2) δεν απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα.
Στο μεν μπλε αποθηκεύονται στο υπέδαφος, στο δε τιρκουάζ μετατρέπονται -μέσω πυρόλυσης μεθανίου- σε στερεό άνθρακα ως υποπροϊόν.
Το πορτοκαλί υδρογόνο παράγεται με ενέργεια προέρχεται από την ανακύκλωση απορριμμάτων.
Κατά τα λοιπά, υπάρχει επίσης το ροζ υδρογόνο με τη χρήση πυρηνικής ενέργειας.
Όμως οι μεγαλύτερες παραγόμενες ποσότητες υδρογόνου είναι ακόμη αυτές του λεγόμενου γκρίζου, με ορυκτά καύσιμα -κυρίως φυσικό αέριο- και τους ρύπους CO2 να μολύνουν την ατμόσφαιρα.
Εν προκειμένω, ως προς την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, είναι λίγο πολύ… μηδέν εις το πηλίκον.
«Μελανά» σημεία
Μέχρι το 2030 η κατανάλωση υδρογόνου στη Γερμανία μπορεί να φτάσει τις 130 τεραβατώρες: σχεδόν το ένα τέταρτο της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από την εγχώρια βιομηχανία και τα νοικοκυριά το 2022.
Μόνο η ναυτιλία θα μπορούσε να καταναλώσει 120 τεραβατώρες, σύμφωνα με μελέτη του Γερμανικού Ναυτιλιακού Κέντρου.
Ο υπουργός Οικονομικών Χάμπεκ τόνισε ότι μόλις το ένα τρίτο των απαιτούμενων ποσοτήτων υδρογόνου μπορεί να παραχθεί στη Γερμανία.
Τα υπόλοιπα δύο τρίτα πρέπει να εισαχθούν.
Ο υφυπουργός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Γιόχεν Φλάσμπαρτ, τοποθέτησε τον «πήχη» των εισαγωγών στο 50-70%.
Κατά την Μπετίνα Σταρκ-Βάτζινγκερ, υπουργό Παιδείας και Έρευνας και αντιπρόεδρο των συγκυβερνώντων Φιλελευθέρων, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε «ρεαλιστικά και με ανοιχτό μυαλό» να χρησιμοποιήσει «πρώτα όλους τους φιλικούς προς το κλίμα τύπους υδρογόνου».
Όμως οι επιλογές του Βερολίνου ήδη προκαλούν έντονες αντιδράσεις.
Η Γερμανική Ομοσπονδία Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας διαμαρτύρεται ότι αντί να βασίζεται στο εγχώριο δυναμικό, η στρατηγική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης «βασίζεται κυρίως στις εισαγωγές με πλοία, συμπεριλαμβανομένου του μπλε υδρογόνου».
Η αντιπυρηνική οργάνωση Ausgestrahlt επισημαίνει ότι, αν και το ροζ υδρογόνο δεν βρίσκεται στην επίσημη κυβερνητική ατζέντα, έργα αγωγών «ανοίγουν την πόρτα στην εισαγωγή του».
Αναπτυξιακές συμφωνίες με τρίτες χώρες εταίρους -όπου το Βερολίνο έχει ήδη διαθέσει σε επενδύσεις 270 εκατομμύρια ευρώ και, όπως τόνισε ο υφυπουργός Φλάσμπαρτ, αναμένεται να φτάσουν τα 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ όταν εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας- εγείρουν μια σειρά από ερωτήματα.
Από την αυξανόμενη εξάρτηση του Βερολίνου ακόμη και από αυταρχικά καθεστώτα, έως την κλιματική δικαιοσύνη.
Εκτός από ενέργεια, άλλωστε, η παραγωγή υδρογόνου απαιτεί επίσης μεγάλες ποσότητες νερού, την ώρα που η ξηρασία και η λειψυδρία μαστίζει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
Και δη στην Αφρική, όπου το Βερολίνο έχει τις περισσότερες «συμμαχίες υδρογόνου».
Τούτων λεχθέντων, στο Μαρόκο αναμένεται να τεθεί το 2026 σε λειτουργία το πρώτο, μεγάλης κλίμακας εργοστάσιο πράσινου υδρογόνου της Αφρικής…
Από τον Παγκόσμιο Νότο, στον αναπτυγμένο βορρά
Δεδομένου ότι το υδρογόνο είναι εύφλεκτο αέριο, η μεταφορά και εξαγωγή του δεν είναι μια απλή διαδικασία.
Πρέπει να μετατραπεί σε μια πιο σταθερή μορφή και στη συνέχεια να μετατραπεί ξανά.
Πρέπει να ψύχεται υπό πολύ υψηλή πίεση στους μείον 253 βαθμούς Κελσίου, για καλύτερη αποθήκευση.
Γίνεται υγρό και μπορεί να μεταφερθεί πιο εύκολα, εξοικονομώντας χώρο.
Όμως αυτή η συμπίεση απαιτεί επίσης πολλή ενέργεια.
Κατά τον σχεδιασμό των Γερμανών, στη διαδικασία αυτή θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, με μετατροπή, οι τερματικοί σταθμοί όπου σήμερα γίνεται η επεξεργασία υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Οι αγωγοί αποτελούν επίσης μια πιθανή λύση.
Η γερμανική Εθνική Στρατηγική για το Υδρογόνο προσβλέπει σε ένα «δίκτυο υδρογόνου» έως το 2028, με συνολικά 4.500 χιλιόμετρα υφιστάμενων και νέων αγωγών σε όλη την Ευρώπη.
Στόχος είναι «όλα τα μεγάλα κέντρα παραγωγής, εισαγωγής και αποθήκευσης να είναι συνδεδεμένα με τους αντίστοιχους πελάτες» έως το 2030.
Το Βερολίνο εστιάζει σε συνδέσεις με γειτονικές χώρες και πιθανές περιοχές παραγωγής στη Σκανδιναβία, τη νότια και την ανατολική Ευρώπη, καθώς και σε κόμβους εισαγωγής στη Δυτική Ευρώπη.
Στα σχέδια είναι επίσης συνδέσεις με τη Βόρεια Αφρική είτε μέσω Γαλλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας (αγωγός H2Med) είτε μέσω Αυστρίας και Ιταλίας (Νότιος Διάδρομος).
Παράλληλα γερμανικές επιχειρήσεις βάζουν μπρος τα σχέδια για την παραγωγή κυψελών καυσίμου υδρογόνου, για οχήματα και για άλλες εφαρμογές.
Αυτά, ενώ απώτερος στόχος της Γερμανίας είναι να καταστεί βασική αγορά για τις τεχνολογίες υδρογόνου, αποκτώντας στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των μεγάλων ανταγωνιστών.
Ήτοι των ΗΠΑ και της Ασίας.
Ένα πεδίο ανταγωνισμού, που παραμένει ανοιχτό.