Η Ιταλία έχει σχεδόν 8.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής -σχεδόν τη μισή από αυτή της Ελλάδας- με υπέροχες παραλίες.
Όμως σχεδόν το 60% «καταλαμβάνεται» πλέον από ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Κυμαίνονται από beach bars μέχρι τεράστια τουριστικά θέρετρα, που νοικιάζουν αυτές τις εκτάσεις δημόσιας περιουσίας από το κράτος.
Έναντι αντιτίμου -που γίνεται όλο και πιο «αλμυρό»- παρέχουν ποτό, φαγητό, «καμπάνες» παραλίας, ομπρέλες, ξαπλώστρες και λοιπές υπηρεσίες καλοκαιρινής φιλοξενίας και αναψυχής σε ορδές λουόμενων, ντόπιων και ξένων τουριστών.
Και, φυσικά, από τις παραλίες επιλέγουν τα «φιλέτα».
Σε ορισμένες περιοχές, έχουν κάνει κανονική «απόβαση», με κυβερνητικές «ευλογίες» σε βάθος χρόνων.
Στην ευρύτερη περιοχή της Καμπανίας, στη νοτιοδυτική Ιταλία, μόλις το 20% της ακτογραμμής είναι ελεύθερης πρόσβασης.
Στην Πιετρασάντα, στην περιφέρεια της Τοσκάνης, το 98,8% των παραλιών διαχειρίζονται πια ιδιώτες.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα.
Στο Γκατέο α Μάρε, στις βορειοανατολικές ακτές στην Αδριατική, το 100% των παραλιών της έχουν πλέον οιονεί ιδιωτικοποιηθεί.
Πρακτικά -αν και όχι θεωρητικά- αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποιος να απλώσει εκεί ανενόχλητος την πετσέτα του στην άμμο, να «φυτέψει» μια ομπρέλα ή να κάνει πικ νικ στην παραλία.
Αυτή η στρεβλού τύπου «ανάπτυξη» -με οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις- είναι εκθετική στις ιταλικές (και όχι μόνο) παραλίες τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με στοιχεία της ιταλικής περιβαλλοντικής οργάνωσης Legambiente, ο αριθμός των λεγόμενων «stabilimenti balneari» -ελληνιστί «κολυμβητικών εγκαταστάσεων»- έχει διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Συνολικά, δε, υπολογίζεται ότι οι συμβάσεις παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης αιγιαλού και παραλίας φτάνουν περίπου τις 30.000.
Σε εθνικό επίπεδο, ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 12,5% μεταξύ 2018-2021.
Πολύ πριν δηλαδή από την επίσημη κήρυξη του τέλους της πανδημίας της COVID-19.
Την ίδια περίοδο, το ποσοστό αύξησης στον ιταλικό νότο ήταν ακόμη μεγαλύτερο.
Ενδεικτικά, στη Σικελία έφτασε το 41,5%.
Την ώθηση δίνουν τα χαμηλά ενοίκια, τα τεράστια περιθώρια κέρδους, η πολιτική μόχλευση οικονομικών συμφερόντων και η διαφθορά.
Πηγή: facebook.com/mareliberoAPS
«Μπρατσάκια» για τρελά κέρδη
Μελέτη της ιταλικής εταιρείας οικονομικών ερευνών και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Nomisma, το 2019 το ιταλικό Δημόσιo εισέπραξε μόλις 115 εκατομμύρια ευρώ από την ιδιωτική διαχείριση παραλιών, την ώρα που ο συνολικός τζίρος συναφών επιχειρήσεων εκμετάλλευσης υπολογίστηκε στα περίπου 15 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Μόλις τον Αύγουστο του 2020 αποφασίστηκε, σε κυβερνητικό επίπεδο, η αύξηση του ελάχιστου ετήσιου ενοικίου για παραλιακά θέρετρα από το εξευτελιστικά χαμηλό ποσό των 364 ευρώ στα 2.500 ευρώ.
Έγιναν ωστόσο πολλές εξαιρέσεις. Προσχηματικά ή μη, ως αιτία προβλήθηκε τότε η υγειονομική κρίση της COVID-19.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον ιταλικό Τύπο, το ελάχιστο ενοίκιο που πλήρωσαν πέρυσι τα περισσότερα lido -όπως αναφέρονται οι ιδιωτικής διαχείρισης παραλίες- στο ιταλικό κράτος ήταν στα 2.698 ευρώ.
Ποσό που μπορεί να καλύψει μια επιχείρηση μόνο από την ενοικίαση δύο σετ ομπρελών με ξαπλώστρες για τρεις μήνες, έναντι ημερήσιας χρέωσης στα 15 ευρώ…
Για να εξισορροπηθεί -υποτίθεται- η κατάσταση έναντι άλλων επιχειρήσεων σε παραλιακές περιοχές, που πληρώνουν πολλαπλάσια ενοίκια, επιβλήθηκε αυξημένο ΦΠΑ στα παραλιακά θέρετρα.
Μετά από πολλές νομικές διαμάχες, πληρώνουν επίσης φόρο ακίνητης περιουσίας, σαν να τους… ανήκουν οι δημόσιες εκτάσεις.
Στο μεσοδιάστημα, σημαντικός αριθμός συμβάσεων για παραχωρήση δικαιωμάτων χρήσης επεκτείνεται ή ανανεώνεται αυτόματα, παγιώνοντας ένα δυναστικό σύστημα στις ιταλικές παραλίες.
Το 2020 ψηφίστηκε μάλιστα η παράταση υφιστάμενων παραχωρήσεων έως το 2033, προκαλώντας την αντίδραση του ιταλικού Συμβουλίου της Επικρατείας και την ενεργοποίηση από τις Βρυξέλλες διαδικασιών για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού.
Στο μεσοδιάστημα, αν και τα στοιχεία της Ιταλικής Ομοσπονδίας Παραθαλάσσιων Τουριστικών Επιχειρήσεων (FIBA) δείχνουν ότι το 98% εξ αυτών είναι οικογενειακές, υπάρχουν καταγγελίες για μια ακμάζουσα «μαύρη» αγορά υπενοικιάσεων ή ακόμη και για εμπλοκή της πανίσχυρης μαφίας.
Αυτά, ενώ το ζήτημα της διαχείρισης των παραλιών της Ιταλίας αποτελεί εδώ και 17 χρόνια πεδίο ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ της Ιταλίας και της ΕΕ.
Το «μακροβούτι» της Μελόνι
Στο επίκεντρο είναι η κοινοτική Οδηγία Μπόλκενσταϊν του 2006.
Αφορά «τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά», ανοίγοντας τον δρόμο στον ανταγωνισμό για τα κράτη μέλη της ΕΕ «μέσω ανοικτής δημόσιας διαδικασίας επιλογής, με βάση αμερόληπτα, διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια».
Το θέμα άπτεται και των παραχωρήσεων ακτών.
Εδώ και χρόνια, η Ιταλία απαντά με καθυστερήσεις.
Όταν πέρυσι το θέμα συνδέθηκε με την εκταμίευση δόσης του Ταμείου Ανάκαμψης στη Ρώμη, η τότε κυβέρνηση Ντράγκι εισήγαγε νομοθεσία για ανάκληση όλων των συμβάσεων για την εκμετάλλευση παραλιών μέχρι το τέλος του 2023.
Όμως η νέα κυβέρνηση συνασπισμού υπό τη Τζόρτζια Μελόνι -τα κόμματα της οποίας εναντιώνονταν εξ αρχής στο μέτρο- πέρασε τον περασμένο Φεβρουάριο νόμο δίνοντας νέα, ετήσια παράταση στις συμβάσεις.
Ως βασικό λόγο επικαλέστηκε εθνικά οικονομικά συμφέροντα, υποστηρίζοντας ότι το άνοιγμα του κλάδου στον ξένο ανταγωνισμό θα πλήξει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Θα ανεβάσει τις τιμές -που είναι ήδη στα ύψη.
Θα διαβρώσει την ιταλική οικογενειακή παράδοση, στο πλαίσιο της οποίας τα πανταχού παρόντα τουριστικά θέρετρα είχαν γίνει σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι μιας συστημικά καλλιεργούμενης καλοκαιρινής καταναλωτικής κουλτούρας.
Στους καιρούς όμως της ανεξέλεγκτης ακρίβειας και της βίαιης φτωχοποίησης αυτό έχει πάψει να ισχύει για τον μέσο πολίτη στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.
Στο μεσοδιάστημα το Δικαστήριο της ΕΕ έχει ήδη καταρρίψει την αυτόματη ανανέωση των συμβάσεων, φέρνοντας την Ιταλία αντιμέτωπη με το φάσμα βαριών προστίμων.
Η δε ηγεσία της FIBA δηλώνει τώρα ανοιχτή στην αύξηση των καταβαλλόμενων ενοικίων στο ιταλικό δημόσιο.
«Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, η κυβέρνηση είναι ελεύθερη να τα αυξήσει όποτε θέλει», τόνισε ο πρόεδρος της, Μάσιμο Ρουστινιόλι.
Προς το παρόν, η ομοσπονδία της οποίας ηγείται στηρίζει ως «γόνιμες και εποικοδομητικές» τις τεχνικές συναντήσεις με την ιταλική κυβέρνηση για την ψηφιακή χαρτογράφηση των παραχωρήσεων δημόσιας περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των παραλιών.
Για πολλούς Ιταλούς, βέβαια, αυτό δεν αρκεί…
Διεκδικώντας μια ελεύθερη θέση… στον ήλιο
Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, τα παραθαλάσσια θέρετρα θα πρέπει να παρέχουν ελεύθερη πρόσβαση στην ακτή.
Όμως αυτό μένει συνήθως στα «χαρτιά».
Όσοι αποφασίσουν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για μια… θέση στον ήλιο, θα πρέπει να «σκάψουν» αρκετά βαθιά για μια από τις μπροστινές σειρές με ξαπλώστρες.
Σε ορισμένα ιταλικά θέρετρα εν τω μεταξύ γίνονται και έλεγχοι, ώστε οι θαμώνες να μην φέρνουν μαζί τους τρόφιμα ή ακόμη και μπουκάλια νερό…
Όσοι δεν επιλέγουν να πληρώσουν, βλέπουν τους χώρους ελεύθερης πρόσβασης και τις δημόσιας χρήσης παραλίες όλο και να λιγοστεύουν.
Γι’ αυτό και επαναστατούν.
Από το 2019, για παράδειγμα, έχει ιδρυθεί το εθνικό ακριβιστικό δίκτυο Mare Libero, που διεδικδικεί αυτό που υποδεικνύει η ονομασία του: «Ελεύθερη Θάλασσα».
Συστάθηκε με πρωτοβουλία πολιτών, ενώσεων και επιτροπών και οργανώνουν διαμαρτυρίες ανά την ιταλική επικράτεια.
«Η ιστορία της διαχείρισης της θάλασσας και των παραλιών στην Ιταλία είναι μια ιστορία που έχει μετατρέψει τις παραχωρήσεις σε ιδιωτική ιδιοκτησία με την πάροδο του χρόνου, δίνοντας στους κατόχους -πάντα στους ίδιους- μια οικονομική περιουσία που διαφορετικά θα ήταν δύσκολο να αποκτηθεί, καθώς και τεράστια διαπραγματευτική δύναμη με τους πολιτικούς σε όλα τα επίπεδα», αναφέρει στην ιστοσελίδα του το δίκτυο.
«Έχουν συσσωρεύσει μια ατελείωτη σειρά αθέμιτων προνομίων», επισημαίνει, παρά «τις πολυάριθμες καταχρήσεις δημόσιας περιουσίας, την εκμετάλλευση εργαζομένων και τον αποκλεισμό της ελεύθερης πρόσβασης των πολιτών στις παραλίες και στη θάλασσα».
Αλλού το δίκτυο έχει πετύχει νίκες, αλλού όχι.
Συνεχίζουν ωστόσο τις κινητοποιήσεις τους, ενόσω περιβαλλοντικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιοποικιλότητα και τη διάβρωση των ακτών από την ανεξέλεγκτη επιχειρηματική εκμετάλλευσή τους.
«Στην πραγματικότητα, οι περιοχές αυτές είναι στο επίκεντρο του κλιματικού hot spot της Μεσογείου», παρατηρεί σε νέα έκθεση η οργάνωση Legambiente.
«Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες και θα είναι ακόμη περισσότερο στο μέλλον, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας».
Όπως όμως παρατηρεί με απογοήτευση ο Μάρκο Ομιτσόλο, καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης, τα ψάρια και οι θαλάσσιες χελώνες «δεν ψηφίζουν»…