Η νεότερη γενιά εργαζομένων είναι ανένδοτη στο να κάνει τα πράγματα διαφορετικά στον εργασιακό χώρο. Απορρίπτουν κανόνες όπως το να μένουν στο γραφείο μετά τις 5 μ.μ. ή να αρρωσταίνουν όταν ξέρουν ότι μάλλον δεν θα έπρεπε. Επαναπροσδιορίζουν τους παραδοσιακούς τρόπους επαγγελματικής ανέλιξης, την ίδια την καριέρα και επιδιώκουν να κάνουν δουλειά που βρίσκουν ουσιαστική. Και εμφανίζονται πολύ λιγότερο πιστοί στους οργανισμούς για τους οποίους εργάζονται, καθώς η εναλλαγή θέσεων εργασίας θεωρείτε πιο φυσιολογική από ποτέ.
Δεν τους είναι επίσης άγνωστη η οικονομική ανασφάλεια, καθώς το κόστος ζωής συνεχίζει να αυξάνεται και πολλοί στρέφονται σε παράλληλες δραστηριότητες ή άλλους τρόπους όχι μόνο για να αποκτήσουν νέες πηγές εισοδήματος αλλά και για να εξερευνήσουν τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα. Αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από τις προηγούμενες γενιές (που έχουν πολλές από τις ίδιες αξίες) είναι η ανοιχτή έκφραση της δυσαρέσκειας και η προθυμία τους να αλλάξουν τα πράγματα, λένε οι ειδικοί στο Worklife.
Αυτό έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου όρου που περιγράφει την νέα εποχή στην οποία έχουν περάσει οι εργαζόμενοι, όπου η στάση τους απέναντι στην εργασία καθορίζεται από τους δικούς τους όρους: Είναι η ώρα της Μεγάλης Διαπραγμάτευσης.
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
Ο Bradley Schurman, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Human Change, μιας εταιρείας ανάλυσης του χώρου εργασίας, επινόησε τον όρο σε μια πρόσφατη ανάρτηση στο LinkedIn. «Οι εταιρείες θα πρέπει να επανεξετάσουν την αντίληψή τους για την αφοσίωση των εργαζομένων, τώρα που η εργασία 9-5 από μόνη της δεν προσφέρει πλέον το είδος της οικονομικής υπόσχεσης που έδινε κάποτε», έγραψε.
Τι ακριβώς όμως θέλει να διαπραγματευτεί αυτή η νεότερη γενιά εργαζομένων με τους εργοδότες τους και πώς αυτό συμβαδίζει με την πραγματικότητα που είναι διατεθειμένες να προσφέρουν οι επιχειρήσεις;
Τι διαπραγματεύονται;
Ενώ οι μισθολογικές αυξήσεις παραμένουν σημαντικές για τους νεότερους εργαζόμενους, εστιάζουν σε μεγάλο βαθμό στη διαπραγμάτευση των συνθηκών εργασίας τους και του τρόπου με τον οποίο αυτές επηρεάζουν τη ζωή τους εκτός εργασίας. «Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη διαπραγμάτευση του μισθού – αφορά το περίφημο lifebalance, την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, την ευελιξία, τη δυνατότητα εργασίας από το σπίτι», εξήγησε ο Robert Garcia, αντιπρόεδρος του τμήματος coaching σε οργανισμούς της Διεθνούς Ομοσπονδίας Coaching.
Το συμπέρασμα είναι ότι όχι μόνο οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης δεν πληρώνουν αρκετά, αλλά αρκετοί εργαζόμενοι αισθάνονται ότι δεν τους ικανοποιούν και είναι πιο απαιτητικές από ποτέ. Και δεν πρόκειται αποκλειστικά για μια τυπική διαπραγμάτευση, αλλά και για ένα κίνημα συλλογικής αντίστασης.
«Υπάρχει λόγος για τον οποίο δεν έχουν επιστρέψει όλοι σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης 9-5 στα φυσικά γραφεία – είναι επειδή οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται πως δεν αποζημιώνονται αρκετά για αυτό το ωράριο και την αφοσίωση», συμπλήρωσε ο Schurman.
Οι εργοδότες
Ο Schurman ισχυρίζεται ότι οι επιχειρήσεις έχουν δύο επιλογές: είτε να διατηρήσουν την υπάρχουσα κατάσταση είτε να ακούσουν τους εργαζόμενους και να προσπαθήσουν να στραφούν προς τις ανάγκες τους. «Ο χρόνος φαίνεται να είναι ένα από τα μεγαλύτερα πράγματα που θέλουν οι άνθρωποι, χρόνος και ευελιξία, και αυτό δεν αφορά μόνο τη Gen Z, αλλά όλες τις γενιές», πρόσθεσε.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί στο Worklife, η δυσαρέσκεια που οι νέοι εργαζόμενοι αισθάνονται άνετα να εκφράζουν σχετίζεται – ως επί το πλείστον – με τομείς της εργασίας που οι προηγούμενες γενιές μπορεί να αισθάνονταν, αλλά σπάνια εξέφραζαν. Αλλά η έκφραση αυτών των ίδιων ανησυχιών θα μπορούσε, σύμφωνα με ορισμένους, να είναι επωφελής για όλες τις γενιές.
Ο Schurman πιστεύει ότι ένας σημαντικός παράγοντας για αυτή την αυξημένη ένταση σήμερα είναι το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της οικονομικής πραγματικότητας των εργαζομένων και των προσδοκιών των εργοδοτών. «Εάν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι δεν μπορέσουν να γεφυρώσουν αυτό το διευρυνόμενο χάσμα – αγκαλιάζοντας την ευελιξία σχετικά με το πότε και πού εργαζόμαστε, εγκαθιδρύοντας μια ανανεωμένη εμπιστοσύνη μεταξύ των διευθυντών και του προσωπικού τους και αντιμετωπίζοντας τις μακροχρόνιες αναταραχές σχετικά με τις αμοιβές και άλλες συνθήκες εργασίας – θα υποστούμε όλοι τις οικονομικές συνέπειες», έγραψε στην αρχική του ανάρτηση.
Πόσο πιθανό είναι να πάρουν αυτό που θέλουν
Η διαχείριση των προσδοκιών μπορεί μερικές φορές να είναι δύσκολη υπόθεση, και για αυτή τη γενιά αυτό μπορεί να γίνει διπλά δύσκολο. Η πραγματικότητα του τι μπορούν να προσφέρουν οι εργοδότες, για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες αυτής της γενιάς, εξαρτάται συχνά από το μέγεθος του εργοδότη, την κουλτούρα του και τις γενικές πολιτικές του για τον υπόλοιπο οργανισμό.
Αλλά οι εργαζόμενοι της Gen Z αναμένεται να ξεπεράσουν τους Baby Boomers στο εργατικό δυναμικό πλήρους απασχόλησης φέτος, σύμφωνα με έκθεση της Glassdoor, και η διαπραγματευτική τους δύναμη ως συλλογικότητα θα αυξηθεί επίσης πιθανότατα τα επόμενα χρόνια. Οι εργοδότες θα πρέπει να αποδεχτούν τη μεταβαλλόμενη έννοια της αφοσίωσης, καθώς περισσότεροι από αυτούς τους εργαζόμενους εισέρχονται σε ρόλους πλήρους απασχόλησης.
«Ακόμη και καθώς η δυναμική της αγοράς εργασίας συνεχίζει να μετατοπίζεται – από τη Μεγάλη Παραίτηση στη Μεγάλη Παραμονή στη Μεγάλη Διαπραγμάτευση – ένα πράγμα που παραμένει σταθερό είναι ότι η επιτυχία ενός οργανισμού εξαρτάται από την ικανοποίηση και την παρακίνηση των εργαζομένων του», τόνισε και η Kristen Leverone, διευθύνουσα σύμβουλος ανάπτυξης ηγεσίας στην εταιρεία παροχής λύσεων ταλέντων LHH.
«Οι πιο αποτελεσματικοί ηγέτες θα είναι εκείνοι που θα είναι σε θέση να αναγνωρίσουν όλους τους εξωτερικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην επιτυχία και την αφοσίωση των εργαζομένων τους και να προσφέρουν νέους τρόπους για να τους υποστηρίξουν αντί να προσθέτουν περισσότερες έγνοιες στο μυαλό τους», δήλωσε η Leverone.
Και πρόσθεσε: «Για να οικοδομήσουν μια ουσιαστική αφοσίωση των εργαζομένων που θα παραμείνει και σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, οι ηγέτες πρέπει να επενδύσουν στο να προετοιμάσουν τους εργαζομένους για επιτυχία όχι μόνο εντός του οργανισμού, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους».
Πηγή: ΟΤ