Από την πρώιμη βιομηχανική επανάσταση και την ένταξη της αυτόματης κλωστικής μηχανής στην κλωστοϋφαντουργία, έως σήμερα, την εποχή που αναπτύσσεται η τεχνητή νοημοσύνη, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο. Οι οικονομικές ανισότητες ή, άλλως, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Οι μηχανές, η τεχνολογία εν γένει, έχει έναν και μοναδικό στόχο: να υποκαταστήσει την ανθρώπινη εργασία από μηχανές.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους, μεγαλύτερα εισοδήματα λόγω παραγωγικότητας και περισσότερο ελεύθερο χρόνο για όλους. Ωστόσο, αυτό που διαπιστώνεται έπειτα από κάθε τεχνολογικό άλμα είναι ότι τα εισοδηματικά κέρδη από τα επιτεύγματα των μηχανών συνήθως συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων και οι πολλοί σπανίως απολαμβάνουν πλήρως τους καρπούς της ανθρώπινης ευφυΐας.
Παλιό πρόβλημα, νέες λύσεις
Το πρόβλημα είναι παλιό και αφορά την κατανομή των κερδών που προσπορίζονται από την υποκατάσταση της εργασίας από μηχανές. Και ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι το μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος συσσωρεύεται σε αυτούς που έχουν το κεφάλαιο, τις μηχανές, την πρόσβαση στην τεχνολογία.
Όπως επισημαίνει σε άρθρο του στο Social Europe o Σερβο-Αμερικανός οικονομολόγος, Μπράνκο Μιλάνοβιτς, μεταφρασμένο σε όρους πραγματικών ατόμων, οι επιχειρηματίες και οι εφευρέτες νέων μηχανών και οι επενδυτές σε τέτοιες νέες τεχνολογίες κερδίζουν δυσανάλογα πολλά. Ο ειδικός σε θέματα ανάπτυξης και οικονομικών ανισοτήτων επισημαίνει ότι οι επενδυτές, εξ ορισμού, είναι άτομα που κατέχουν κεφάλαιο και ανήκουν στα ανώτερα στρώματα της κατανομής εισοδήματος. Έτσι, η επέκταση του μεριδίου κεφαλαίου σχεδόν αναγκαστικά μεταφράζεται σε αύξηση της συνολικής ανισότητας εισοδήματος. Και σημειώνει ότι πρέπει να βρεθούν τρόποι να λάβουν ένα αναλογικά δικαιότερο μερίδιο αυτού του εισοδήματος και οι άλλοι, αυτοί που βρίσκονται χαμηλά στην οικονομική διαστρωμάτωση.
Τρεις πολιτικές
Ο καθηγητής Μιλάνοβιτς, που υπήρξε επικεφαλής οικονομολόγος του τμήματος έρευνας της Παγκόσμιας Τράπεζας, επισημαίνει ότι υπάρχουν τρόποι για να μετριαστεί, αν όχι να σταματήσει η ανισότητα εισοδήματος.
Και είναι τρεις. Ο πρώτος, είναι η ευρύτερη διάδοση της ιδιοκτησίας κεφαλαίου, έτσι ώστε η επίδραση του αυξανόμενου μεριδίου κεφαλαίου να μην γίνεται αισθητή μόνο στην κορυφή. Ο δεύτερος είναι η φορολόγηση των υψηλότερων κεφαλαιακών εισοδημάτων περισσότερο από ό,τι τώρα. Ο τρίτος είναι η απαγόρευση ορισμένων νέων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που δημιουργούν εισόδημα για τους συμμετέχοντες, αλλά είναι «άμεσα μη παραγωγικές».
Ασφαλώς, θα πρέπει να περιμένει κανείς πόσο μεγάλες αντιδράσεις θα μπορούσε να προκαλέσει η εφαρμογή κάθε μία από τις παραπάνω πολιτικές…
Διάδοση της ιδιοκτησίας κεφαλαίου
Ο Μιλάνοβιτς, αναφερόμενος στην πρώτη πολιτική πρότασή του, σημειώνει ότι το κεφάλαιο είναι εξαιρετικά έντονα συγκεντρωμένο.
Κατά μέσο όρο, το 77% των νοικοκυριών σε προηγμένες και μεσαίου εισοδήματος οικονομίες έχουν μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό εισόδημα σε μετρητά από κεφάλαιο. Όπου ως «σχεδόν μηδέν» ορίζεται ένα ποσό έως 100 δολάρια ανά άτομο ετησίως. Επίσης, κεφάλαιο εδώ θεωρείται μόνο το χρηματοοικονομικό ή παραγωγικό κεφάλαιο που παράγει εισόδημα σε μετρητά για τον κάτοχό του. Δεν περιλαμβάνει πλούτο νοικοκυριών που μπορεί να αφορά ακίνητα, κοσμήματα, έργα τέχνης ή άλλα αντικείμενα μεγάλης αξίας, που δυνητικά θα μπορούσαν να αποφέρουν εισόδημα.
Στην περίπτωση που μιλάμε για τεχνητή νοημοσύνη, τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ. Και το συμπέρασμα είναι πως, αν τόσο λίγοι άνθρωποι έχουν οικονομικό και παραγωγικό κεφάλαιο, η αυξανόμενη σημασία της απλώς θα προστεθεί σε όσους ήδη κατέχουν κεφαλαιουχικά περιουσιακά στοιχεία. Δηλαδή θα ενισχύσει περαιτέρω τους ήδη πλούσιους και θα αυξήσει την ανισότητα.
Και τονίζει ότι μπορεί να μην αυξήσει τον αριθμό των νοικοκυριών με μηδενικό εισόδημα από κεφάλαιο, αλλά θα κάνει όσους βρίσκονται στην κορυφή ακόμη πλουσιότερους. Και αυτό, αύξηση της ανισότητας είναι.
Τα μέχρι τώρα παραδείγματα κατανομής της ιδιοκτησίας κεφαλαίου δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Στη Βρετανία, το σχέδιο της Μάργκαρετ Θάτσερ για «λαϊκό καπιταλισμό» οδήγησε κυρίως σε ιδιωτικοποίηση των δημοτικών κατοικιών. Στις ΗΠΑ ήταν τα Σχέδια Ιδιοκτησίας Μετοχών από Εργαζόμενους (ESOP). Ούτε αυτό έφερε αποτέλεσμα, γιατί δεν στηρίχθηκε δημοσιονομικά. Σύμφωνα με την καθηγήτρια Οικονομικών Ίζαμπελ Σόχιλ, εάν οι εταιρείες απολάμβαναν φορολογικά οφέλη όταν διένειμαν μετοχές στους εργαζόμενους, πιθανότατα θα υπήρχαν περισσότερα ESOP. Ο Μιλάνοβιτς αναρωτιέται: γιατί οι CEO των εταιρειών πληρώνονται με μετοχές και όχι οι εργαζόμενοι; Επίσης σημειώνει ότι σε ορισμένες χώρες, τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία κατόρθωσαν να κάνουν «διασπορά» εισοδήματος από το κεφάλαιο. Στη Βρετανία, π.χ. το ποσοστό των νοικοκυριών «μηδενικού εισοδήματος» από κεφάλαιο μειώθηκε από 84% σε 79% όταν συμπεριλαμβάνεται το εισόδημα από ιδιωτικές συντάξεις.
Συνεπώς, λέει, όλες αυτές οι μέθοδοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με έναν σαφή στόχο της εξάπλωσης κάποιας ιδιοκτησίας κεφαλαίου σε περισσότερους ανθρώπους. Επομένων, θα μπορούσαν να μετριάσουν την αύξηση της ανισότητας εισοδήματος που θα προκύψει από νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Φορολόγηση των υψηλότερων κεφαλαιουχικών εισοδημάτων
Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με την πρόταση του Γάλλου οικονομολόγου, Γκαμπριέλ Ζουκμάν, που τόση αναταραχή έχει προκαλέσει στην υπερχρεωμένη Γαλλία.
Σύμφωνα με τον Μιλάνοβιτς, η φορολόγηση του κεφαλαίου είναι ένας άλλος μάλλον προφανής τρόπος για να ελεγχθεί η αυξανόμενη ανισότητα. Επισημαίνει ότι η φορολογία πρέπει να είναι μέρος ενός «μπουκέτου» λύσεων και όχι η μοναδική λύση. Δεν μπορούν να λυθούν όλα τα προβλήματα με τη φορολογία, ωστόσο πρέπει να υπάρχει φορολογική δικαιοσύνη.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα κεφαλαιακά εισοδήματα φορολογούνται με χαμηλότερους συντελεστές από τα ισοδύναμα εισοδήματα από εργασία. Ο φορολογικός συντελεστής για εισόδημα από εργασία κάτω των 100.000 δολαρίων ετησίως είναι 24%. Για το κεφάλαιο είναι 15%. Και όσο ανεβαίνει το εισόδημα, τόσο μεγαλώνει και η ανισότητα φορολόγησης. Για εισοδήματα άνω των 400.000 δολαρίων, το προερχόμενο από εργασία εισόδημα φορολογείται με 35%, έναντι 15% στο εισόδημα από κεφάλαιο.
Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν και σε άλλες χώρες.
Η άλλη πρόταση του Σερβο-Αμερικανού οικονομολόγου, είναι μια ισοδύναμη με τη φορολόγηση μέθοδος: Κρατική ιδιοκτησία σε νέες τεχνολογίες ή καινοτομίες όπου η κρατική χρηματοδότηση έπαιξε σημαντικό ρόλο. Ειδικά σε μια εποχή που εκφράζονται ανησυχίες για την τεχνητή νοημοσύνη. Συνήθως, λέει, τέτοιες κρατικές επενδύσεις δεν αναγνωρίζονται. Ακόμη και στην περίπτωση της νέας Μέκκας του καπιταλισμού, τη Silicon Valley στις ΗΠΑ.
Ο Μιλάνοβιτς υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να διστάζουν να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους σε ορισμένες από τις ροές κεφαλαιακών εσόδων. Παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο στην Intel. Αλλά και η Κίνα, όπου, άμεσα και έμμεσα, ο ρόλος της κυβέρνησης στην υποστήριξη της καινοτομίας είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Απαγόρευση επιβλαβών νέων τεχνολογιών
Αυτός είναι ο τρίτος τρόπος για να σταματήσει η επιδείνωση της ανισότητας από τις νέες τεχνολογίες. Συνεπώς και από την τεχνητή νοημοσύνη. Η απαγόρευση ορισμένων δραστηριοτήτων κερδοσκοπικού χαρακτήρα που είναι άμεσα «μη παραγωγικές». Αν και παραδέχεται ότι αυτός είναι ο πιο δύσκολος και ο πιο ριζοσπαστικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος. Και θα πρέπει να χρησιμοποιείται με εξαιρετική προσοχή, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται.
Ο όρος «μη παραγωγική» δραστηριότητα στην οικονομία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Θα μπορούσε να περιγραφεί ως εθελοντικές συναλλαγές μεταξύ οικονομικών φορέων, που παράγουν εισόδημα. Αλλά κάτι τέτοιο είναι και το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών…
Στην περίπτωση της τεχνολογίας όμως υπάρχουν δραστηριότητες που έχουν μοναδικό στόχο την κερδοσκοπία. Τα κρυπτονομίσματα για παράδειγμα. Δεν αυξάνουν την ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών, ούτε βελτιώνουν την κατανομή των πόρων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια μορφή τζόγου: κάποιοι γίνονται πολύ πλούσιοι και κάποιοι άλλοι πολύ φτωχοί. Γιατί όπως είπε και ο πρωτοπόρος της Πολιτικής Οικονομίας, Άνταμ Σμιθ, πριν από δυόμισι αιώνες, όσο μεγαλύτερη είναι η λαχειοφόρος αγορά τόσο περισσότεροι οι χαμένοι…
Ο Μιλάνοβιτς σημειώνει πάντως πως ούτε οι απαγορεύσεις είναι πανάκεια και θα πρέπει να επιλέγονται με σύνεση. Όπως σε περιπτώσεις που η φορολόγηση είναι δύσκολη ή η δραστηριότητα είναι τόσο επιβλαβής, ώστε να δικαιολογείται η απαγόρευσή της.
Συνδυασμός μέτρων
Για τον καθηγητή Οικονομικών, αυτές οι τρεις πολιτικές μπορούν να συμβάλουν στον μετριασμό των ανισοτήτων και από την τεχνητή νοημοσύνη. Και πως οι κυβερνήσεις, συνδυάζοντάς τες, σε διαφορετικές αναλογίες σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, θα μπορούν να έχουν αποτέλεσμα, χωρίς να πλήττουν την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών.