Ανύπαρκτη είναι η κρατική μέριμνα για τη μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων και ατόμων με χρόνιες ασθένειες ή αναπηρίες με το ποσοστό των κρατικών δαπανών που κατευθύνονται προς την κατεύθυνση αυτή να μην ξεπερνά το 0,1% του ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση του ΙΟΒΕ. Μία επίδοση που κατατάσσει τη χώρα μας στη προτελευταία θέση της ΕΕ. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι η εικόνα δεν προβλέπεται να βελτιωθεί καθώς δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη για αύξηση αυτών των δαπανών μέχρι το 2070!
Αυτό αναφέρεται σε ειδικό ένθετο που περιλαμβάνεται στην τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία του ΙΟΒΕ, στην οποία αναλύονται τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα (2022). Ειδικότερα, στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για μακροχρόνια φροντίδα υστερούν συστηματικά σε σχέση με τον μ.ό. της ΕΕ-27, αλλά και συγκριτικά με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και των Βαλκανίων.


Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα, οι δημόσιες δαπάνες για μακροχρόνια φροντίδα στην Ελλάδα το 2022 αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,1% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας τη χώρα στη δεύτερη χαμηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ο μ.ό. της ΕΕ-27 διαμορφώθηκε στο 1,7%.


Το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει την έντονη κοινωνική ζήτηση για ενίσχυση των σχετικών δαπανών, όπως αναδεικνύεται μέσα και από συγκριτική μελέτη μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ που εμβαθύνει στις τάσεις και πολιτικές στην εν λόγω θεματική με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (92%, που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ) να επιθυμεί την σημαντική αύξησή τους.


Δυσοίωνες προβλέψεις
Ωστόσο, πέρα από την ιστορικότητά τους, η μελλοντική τάση των ελληνικών δημοσίων δαπανών για μακροχρόνια φροντίδα διαφαίνεται δυσοίωνη καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΕ προβλέπεται ισχνή (έως και ανύπαρκτη) αύξησή τους μεταξύ 2022 και 2070, ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι ανάγκες αναμένεται ότι θα
πολλαπλασιαστούν, καθώς προβλέπεται ότι το μερίδιο του πληθυσμού άνω των 80 ετών θα διπλασιαστεί, από 8% το 2022 σε 16% το 2070.
Συμπερασματικά, δεδομένης αφενός της προβλεπόμενης αύξησης της ζήτησης για μακροχρόνια φροντίδα (λόγω, π.χ., βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, έκτακτων αναγκών δημόσιας υγείας, κ.λπ.) και αφετέρου της φθίνουσας παροχής μη κρατικής φροντίδας (λόγω, π.χ., αλλαγών στη σύνθεση των νοικοκυριών και στη δομή της ελληνικής οικογένειας, ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, κ.λπ.), αναμένεται εντεινόμενη η ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας χρηματοδότησης της μακροχρόνιας φροντίδας στην Ελλάδα.
Μάλιστα, τα οφέλη αυτής της επένδυσης (όπως, π.χ., η τόνωση της απασχόλησης, η προώθηση της ισότητας των φύλων μέσω της ενίσχυσης της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, η μείωση της εξάρτησης από την άτυπη φροντίδα, και η στήριξη της περιφερειακής ανάπτυξης) δύναται να υπερκεράσουν το δημοσιονομικό αποτύπωμά της, καθιστώντας την ουσιαστικά παραγωγική.


Τι αφορά η μακροχρόνια φροντίδα
Η μακροχρόνια φροντίδα αφορά στην κάλυψη των αναγκών υγείας και καθημερινής υποστήριξης ατόμων, τα οποία λόγω χρόνιας ασθένειας, αναπηρίας ή γήρατος δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται συνήθως μέσω α) ιδρυματικής φροντίδας (π.χ. γηροκομεία, μονάδες αποκατάστασης, ιδρύματα χρονίως πασχόντων), β) κατ’ οίκον φροντίδας (π.χ. βοήθεια στο σπίτι), γ) υπηρεσιών υποστήριξης (π.χ. νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, προσωπικοί βοηθοί), και δ) δαπανών υγείας (π.χ. φαρμακευτική αγωγή, νοσηλευτικές πράξεις, κ.ά.). Στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και κυρίως της Σκανδιναβίας, κύριος πάροχος μακροχρόνιας φροντίδας είναι το κράτος, μέσω των οικείων δημοσίων δαπανών του.
Στον αντίποδα, στις περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, ο ρόλος του κράτους ως μακροχρόνιου φροντιστή υποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακούς θεσμούς όπως η οικογένεια και η εκκλησία.
Δείτε αναλυτικά την έκθεση του ΙΟΒΕ εδώ
Πηγή: ΟΤ
