Πόσο λογικό είναι όταν μια χώρα σταματάει να αντιμετωπίζει κάτι –πχ μια εταιρεία- ως απειλή για την εθνική ασφάλεια, από τη στιγμή που της φέρνει ξαφνικά έσοδα; Σύμφωνα με ανάλυση του Foreign Affairs, είναι μια πρακτική που εγκαινίασε η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ και αποτελεί μέγιστο κίνδυνο: «Χρηματικοποίηση της εθνικής ασφάλειας».
Μέχρι σήμερα κορυφαίοι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί συμφωνούσαν πως η ασφάλεια σημαίνει πολύ περισσότερα από την απουσία στρατιωτικής επίθεσης. Σημαίνει επίσης μείωση των οικονομικών μαχών και του κινδύνου που κρύβονται σε αυτές.
Η διάβρωση των στρατηγικών αμερικανικών βιομηχανιών και η απώλεια τεχνολογικής πρωτοπορίας, για παράδειγμα, αφήνουν τις ΗΠΑ εκτεθειμένες σε ξένους δρώντες που θα «εκμεταλλεύονταν» εμπορικές εξαρτήσεις.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Ντον Γκρέιβς Τζούνιορ, πρώην αναπληρωτή Υπουργό Εμπορίου και Αρούπ Μουκχάρτζι, πρώην Σύμβουλο για Οικονομικά και Εθνική Ασφάλεια στο Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ αμφισβητεί αυτή τη συναίνεση.
«Παραδοσιακά, η εθνική ασφάλεια αφορούσε τη μείωση των απειλών, αλλά τώρα η κυβέρνηση επιδιώκει να αποκομίσει κέρδος από αυτές, υποτίθεται με την ελπίδα ότι τελικά θα μειωθούν οι φόροι προς όφελος του κοινού» αναφέρουν στην ανάλυσή τους.
Αφορμή για τους δύο ειδικούς ήταν η συμφωνία του Λευκού Οίκου να δώσει στη Nvidia άδειες ελέγχου εξαγωγών για να πουλά το H20 στην Κίνα, με αντάλλαγμα να αποδίδει στο αμερικανικό κράτος 15% των εσόδων από αυτές τις πωλήσεις.
Η συμφωνία για το τσιπ H20 με τη Nvidia επιτρέπει σε μια εταιρεία της οποίας οι συναλλαγές με την Κίνα συνιστούν κίνδυνο εθνικής ασφάλειας να «εξαγοράσει» αυτόν τον κίνδυνο. Ο Τραμπ είπε ότι τα τσιπ H20 είναι «παρωχημένα» προϊόντα που η Κίνα «ήδη έχει», υπονοώντας ότι η πώλησή τους δεν εγκυμονεί κίνδυνο για τις ΗΠΑ.
Βραχυπρόθεσμο όφελος, άμεσος κίνδυνος
Ωστόσο, οι δύο ειδικοί βλέπουν πως είναι οξύμωρο η άδεια ελέγχου εξαγωγών χωρίς κίνδυνο: «άδειες απαιτούνται μόνο όταν η κυβέρνηση έχει εντοπίσει κίνδυνο. Το έκανε για το H20 μόλις τον Απρίλιο. Γι’ αυτό και η πληρωμή για άδειες ελέγχου εξαγωγών απαγορεύεται από το αμερικανικό δίκαιο, ώστε να αποτραπεί η προτεραιοποίηση του οικονομικού οφέλους έναντι των ανησυχιών ασφάλειας».
Έτσι υπογραμμίζουν πως όταν οι έλεγχοι εξαγωγών γίνονται θέμα χρημάτων αντί για πρότυπα ασφάλειας, η αμερικανική τεχνολογία θα φτάνει ευκολότερα σε κακόβουλους δρώντες «Αντί η ασφάλεια να αντιμετωπίζεται ως αδιαίρετο, ανεκτίμητο ιδεώδες η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την αμερικανική εθνική ασφάλεια σαν χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων που αποτιμώνται. Αυτό που κάποτε ήταν security τώρα γίνεται securities. Ακόμη χειρότερα, οι τιμές φαίνεται να είναι διαπραγματεύσιμες: ο πρόεδρος αποκάλυψε σε συνέντευξη Τύπου ότι η κυβέρνηση είχε ζητήσει μερίδιο 20% από τις πωλήσεις της Nvidia αλλά κατέληξε στο 15%» αναφέρουν».
Πολιτικές σχεδιασμένες για μέγιστο βραχυπρόθεσμο όφελος, προειδοποιούν, θα επιτρέψουν στην αμερικανική τεχνολογία να φτάνει ευκολότερα σε αντιπάλους των ΗΠΑ. «Θα στερήσουν από την κυβέρνηση εποπτεία επί των χρημάτων των φορολογουμένων και θα θυσιάσουν την ικανότητα της Ουάσιγκτον να διαμορφώνει τον κόσμο γύρω της».
Τονίζουν πως η αληθινή οικονομική ασφάλεια θα παραμένει άπιαστη όσο η κυβέρνηση λειτουργεί σαν επιχείρηση, με τους μοχλούς πολιτικής και τις σχέσεις της να κοστολογούνται, να «πακετάρονται» και να ξανακοστολογούνται, διαθέσιμες για αγοραπωλησία.
«Αν μια επένδυση εγείρει οποιουδήποτε είδους ανησυχία, όπως για την ασφάλεια δεδομένων, το να προσποιείσαι ότι το πρόβλημα δεν υπάρχει επειδή κάποιος συμφώνησε να πληρώσει την κυβέρνηση δεν αποτελεί λύση. Και ένα πρόβλημα εθνικής ασφάλειας που παραμένει άλυτο θα επιδεινώνεται».
Άμεσες επενδύσεις
Η χρηματικοποίηση της εθνικής ασφάλειας όμως συνεχίζει η ανάλυση δεν περιορίζεται στις συμφωνίες κατανομής εσόδων. Η κυβέρνηση εξετάζει επίσης άμεσες επενδύσεις σε αμερικανικές εταιρείες. Χαρακτηριστικά, τον Αύγουστο ανακοινώθηκε ότι η κυβέρνηση αγοράζει μερίδιο 10% (περί τα 8,9 δισ. δολάρια) στην Intel, τον μεγαλύτερο αμερικανό κατασκευαστή ημιαγωγών.
«Όμως το κέρδος δεν πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος — οι πληρωμές μιας εταιρείας προς το κράτος δεν πρέπει να υπερισχύουν των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας σε εθνική κλίμακα» τονίζουν.
Αντί η κυβέρνηση, λένε, να συνεχίσει τη διάθεση επιχορηγήσεων διατηρώντας τις δικλίδες, επέλεξε τη μετοχική συμμετοχή. Αυτό σήμαινε περισσότερα μετρητά άμεσα για την Intel και εν δυνάμει περισσότερα μελλοντικά έσοδα για την κυβέρνηση, αλλά σημαντική απώλεια εποπτείας του δημόσιου χρήματος.
«Η Intel ίσως χρησιμοποιήσει τα χρήματα με τρόπους που υπηρετούν τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας. Ίσως και όχι» σημειώνουν.
Βγάζοντας χρήμα από συμμάχους: κακή επιλογή
Τέλος, στην ανάλυσή τους στο Foreign Affairs, οι Αμερικανοί πρώην αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση έχει χρηματικοποιήσει την εθνική ασφάλεια και μέσω της προσέγγισής της στη στρατιωτική υποστήριξη και την εξωτερική βοήθεια των ΗΠΑ, βοηθώντας άλλους εφόσον υπάρχει οικονομική απόδοση.
«Η Ταϊβάν πρέπει να μας πληρώσει για την άμυνα», είπε ο τότε υποψήφιος Τραμπ το 2024. «Ξέρετε, δεν διαφέρουμε από μια ασφαλιστική εταιρεία».
Παρόμοια «μισθοφορική» λογική ακολούθησε η κυβέρνηση επιδιώκοντας συμφωνία για κρίσιμα ορυκτά με την Ουκρανία με αντάλλαγμα τη συνεχιζόμενη στήριξη στον πόλεμο του Κιέβου και ακυρώνοντας αμερικανική αναπτυξιακή βοήθεια παγκοσμίως.
Ωστόσο, οι δύο Αμερκανοί προειδοποιούν πως η εξομοίωση της βοήθειας με ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή επιχειρηματικό εγχείρημα παραβλέπει τη μεγαλύτερη στρατηγική αξία της στήριξης άλλων. Πάρτε την αναπτυξιακή βοήθεια: πέρα από την επιτακτική ηθική της ανακούφισης της ανθρώπινης δυστυχίας, μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα απέναντι σε ξένο επηρεασμό, την εμφάνιση τρομοκρατικών καταφυγίων, την άνθηση μαύρων αγορών και άλλες απειλές ασφάλειας που πηγάζουν από χρόνια υπανάπτυξη και οικονομική κακουχία.
Αυτά τα συμφέροντα -όπως τόσα άλλα, η μη διάδοση πυρηνικών, η διατήρηση στιβαρών συμμαχιών, η στήριξη της δημοκρατίας- έχουν ελάχιστη σχέση με άμεσες οικονομικές αποδόσεις.
Στην καλύτερη περίπτωση, η επιδίωξη κέρδους αποσπά την Ουάσιγκτον από την επίλυση ζητημάτων εθνικής ασφάλειας και στη χειρότερη, τα βαθαίνει.