Σε επικίνδυνο μπρα-ντε-φερ εξελίσσεται η υπόθεση της έλλειψης ηπαρινών, καθώς ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο δύο εταιρείες που διακινούν το 75% των ποσοτήτων κλασικής ηπαρίνης και ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους έχουν δηλώσει προοπτική διακοπή της κυκλοφορίας βασικών σκευασμάτων ηπαρίνης στη χώρα μας.
Παρά την σχετική γνωστοποίηση στον ΕΟΦ, το μόνο που έχει γίνει από την αρχή της χρονιάς είναι δύο άκαρπες συναντήσεις μεταξύ των πέντε φαρμακευτικών που διακινούν αυτή την κατηγορία των φαρμάκων, με την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης. Ο λόγος της αδυναμίας διαπραγμάτευσης είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα των ελλείψεων και ζητά πρόσθετες εκπτώσεις, ενώ την ίδια στιγμή, όλες οι επιμέρους υπηρεσίες δηλώνουν αναρμοδιότητα (στην πιστοποίηση των ελλείψεων), παραπέμποντας η μία στην άλλη και όλες μαζί στο υπουργείο Υγείας, ανεξάρτητα αν οι καθυστερήσεις και οι ελλείψεις θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή σοβαρά ασθενών που χρειάζονται τα συγκεκριμένα προϊόντα.
Μέρος του προβλήματος επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με έκτακτες εισαγωγές από το ΙΦΕΤ, για να καλυφθούν ανάγκες που σχετίζονται μόνο με τις κλασικές ηπαρίνες σε ποσότητες που θα καλύψουν τον πληθυσμό ως τον Αύγουστο, όμως και πάλι, όπως συνέβη με τα αντιδιαβητικά ενέσιμα φάρμακα, οι τιμές είναι πολλαπλάσιες αυτών που προβλέπονται εδώ.
Συγκεκριμένα, οι κλασικές ηπαρίνες κυκλοφορούν στην Ελλάδα σε τιμή 30 ευρώ, τιμή επί της οποίας υπολογίζονται οι υποχρεωτικές επιστροφές rebate και clawback, όταν η χαμηλότερη τιμή της Ευρώπης είναι 60 ευρώ και η τιμή που θα έπρεπε να έχουν τα σκευάσματα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (οι δύο φθηνότερες τιμές της Ευρωζώνης) είναι 80 ευρώ.
Όμως το ΙΦΕΤ, κατάφερε να βρει περίπου 50.000 συσκευασίες κλασικής ηπαρίνης – ποσότητα που αντιστοιχεί σε ανάγκες 5 μηνών – σε τιμή 170-180 ευρώ ανά συσκευασία, επιβαρύνοντας τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων με 8,5 εκατ. ευρώ, μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων, όταν η τιμολόγηση στα 60 ευρώ θα κόστιζε 3 εκατ. ευρώ. Μάλιστα το συνολικό ποσό των 8,5 εκατ. ευρώ θα ενταχθεί κι αυτό στους υπολογισμούς για το γενικό clawback.
Η αιτία της έλλειψης
Τα σκευάσματα ηπαρίνης, αντιμετωπίζουν ελλείψεις διεθνώς, γιατί ήδη από το 2019, η πανώλη των χοίρων στην Κίνα είχε οδηγήσει σε σφαγιασμό του 50% των χοίρων, με αποτέλεσμα να περιοριστούν δραστικά οι δυνατότητες για πρώτη ύλη. Από τότε μέχρι σήμερα, οι δυνατότητες παραγωγής δεν έχουν αποκατασταθεί και επιπλέον η ζήτηση διεθνώς έχει αυξηθεί, αυξάνοντας παράλληλα και το κόστος των πρώτων υλών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά την κλασική ηπαρίνη για την οποία χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα πρώτης ύλης. Και ενώ οι τιμές στην Ευρώπη ακολουθούν την πορεία προσφοράς και ζήτησης, στη χώρα μας, όχι μόνο διατηρείται η χαμηλότερη τιμή διεθνώς, αλλά επιβάλλονται και υποχρεωτικές επιστροφές, που κάνουν το προϊόν ζημιογόνο, εξ΄ αρχής για τους παρασκευαστές.
Καθώς το πρόβλημα ήταν υπαρκτό και τα προηγούμενα χρόνια, το 2021 η τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας είχε αυξήσει τη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ για τη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων κατά 45 εκατ. ευρώ και το ίδιο έγινε και πέρυσι.
Η ετήσια δαπάνη για όλα τα σκευάσματα ηπαρίνης είναι 43 εκατ. ευρώ για τον ΕΟΠΥΥ και άλλα 13 εκατ. ευρώ για τα νοσοκομεία.
Οι ηπαρίνες χρησιμοποιούνται από τους νεφροπαθείς σε αιμοκάθαρση, τους πάσχοντες από θρομβοφιλία, καρκινοπαθείς που είτε οι μορφές της νόσου είτε οι θεραπείες προκαλούν θρομβώσεις, ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις, εγκύους, ενώ χρησιμοποιούνται και ως προληπτική αγωγή σε διάφορες περιπτώσεις.
Καθώς περνά ο καιρός, οι εκπρόσωποι των νεφροπαθών, αλλά και οι ιατρικές εταιρείες ειδικοτήτων που ασχολούνται με τη θρόμβωση εκφράζουν την ανησυχία τους, διότι τα αποθέματα για τις ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους φθίνουν και αυτά, επεκτείνοντας τον κίνδυνο και στους υπόλοιπους ασθενείς.