Η ανησυχητική τάση φαίνεται σε δεδομένα επιτήρησης και υπογραμμίζει την ανάγκη να ενημερώνονται συνεχώς οι κατευθυντήριες γραμμές της θεραπείας αλλά και τα μέτρα ελέγχου ώστε να γίνεται μια συνετή χρήση αντιμικροβιακών φαρμάκων, μετά την επίσης ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων στην Ευρώπη…
Τα δεδομένα για το 2022 στην ΕΕ, δείχνουν δυο απομονώσεις αρκετά ανθεκτικές στην κεφτριαξόνη , το κύριο αντιβιοτικό για την θερπαέια της νόσου. Τα δυο αυτά στελέχη είχαν αντοχή στα φάρμακα (XDR) και πολυαντοχή στα φάρμακα (MDR), περιορίζοντας πολύ τις επιλογέςε για θεραπεία.
Τα 4.396 απομονωμένα στελέχη από ασθενε΄ςι που διαγνώστηκαν με γονόρροια, εντάχθηκαν στο πρόγραμμα Αντιμικροβιακής Επιτήρησης του Γονόκοκκου της Ευρώπης. Το ποσοστό των απομονωθέντων ανθεκτικών στην αζιθρομυκίνη αυξήθηκε σημαντικά σε 25,6%, έναντι 14,2% το 2021.
Συχνά στη θεραπεία της γονόρροιας χρησιμοποιείται η αζιθρομυκίνη μαζί με κεφτριαξόνη, κάτι που κάνει το συγκεκριμένο εύρημα ακόμα πιο ανησυχητικό. Επίσης αυξήθηκε η αντοχή στην σιπροφλοξασίνη αυξήθηκε, με το 65,9% να παρουσιάζουν ανθεκτικότητα, έναντι 62,8% το 2021. Και η αντοχή . Κι ενώ η αντοχή στην κεφιξίμη παραμένι χαμηλή μόις στο 0,3%, η συνεχής παρακμολούθηση είναι ζωτικής σημασίας, αφού τα στελέχη που είναι ανθεκτικά σε αυτήν και την κεφτριαξόνη εξαπλώνονται συνεχώς.
Το 2002 σε 28 χώρες της ΕΕ, αναφέρθηκαν 70.881 επιβεβαιωμένα κρούσματα γονόρροιας, παρουσιάζοντας αύξηση 48% σε σχέση με την προηγούμνη χρονιά. Πρόκειται για το υψηλότερο που έχει καταγραφεί από τότε που ξεκίνησε η ευρωπαϊκή επιτήρηση για τα ΣΜΝ το 2009.
Ενώ οι περισσότερες λοιμώξεις από γονόρροια στην ΕΕ/ΕΟΧ παραμένουν θεραπεύσιμες με τα συνιστώμενα επί του παρόντος αντιβιοτικά, οι αυξητικές τάσεις της ανθεκτικότητας προκαλούν ανησυχία και απαιτούν αυξημένη επαγρύπνηση. Η αύξηση των ανθεκτικών στελεχών μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων θεραπευτικών επιλογών, αποτελώντας σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία μέχρι να υπάρξουν νέες θεραπευτικές επιλογές.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανησυχίες, το ECDC συνιστά ενισχυμένη επιτήρηση, συνεχή και διευρυμένη ποιοτικά διασφαλισμένη επιτήρηση της μικροβιακής ευαισθησίας για την έγκαιρη ανίχνευση και παρακολούθηση των μοτίβων ανθεκτικότητας, καθώς και τακτική αναθεώρηση και επικαιροποίηση των κατευθυντήριων γραμμών θεραπείας με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα επιτήρησης της μικροβιακής ανθεκτικότητας, ώστε να διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα των πιο αποτελεσματικών θεραπευτικών επιλογών.