Τι κινδύνους για την υγεία μας μπορεί να κρύβει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας; Στο ερώτημα αυτό απαντά πρόσφατη μελέτη ερευνητών από το Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας της Ιατρικής Σχολής και το Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Πανεπιστήμιου Πατρών, που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ συγκεκριμένων στοιχείων στο υπέδαφος και της σχετιζόμενης με καρκίνο θνησιμότητας στην αγροτική Ελλάδα.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Πατρών εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα σε μέταλλα στο υπέδαφος και την επίπτωση του καρκίνου στην αγροτική Ελλάδα
«Σε καθημερινή βάση, οι άνθρωποι εκτίθενται συνεχώς σε μέταλλα, φυσικά ή ανθρωπογενούς προέλευσης, μέσω της εισπνοής, της κατανάλωσης τροφίμων και νερού και της απορρόφησης από το δέρμα […] Ενώ ορισμένα μέταλλα, όπως ο χαλκός (Cu), το μαγγάνιο (Mn), ο σίδηρος (Fe) και ο ψευδάργυρος (Zn) είναι απαραίτητα για τη διατήρηση των φυσιολογικών λειτουργιών στα ζώα και τους ανθρώπους, άλλα δεν συμμετέχουν σε βιοχημικές και ενζυμικές οδούς και ένα υποσύνολο αυτών είναι δυνητικά τοξικά, ακόμη και σε σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις» εξηγούν στο κείμενο για την έρευνά τους, που φιλοξενείται στον 370ο Τόμο του επιστημονικού περιοδικού Chemosphere, τον ερχόμενο Φεβρουάριο (2025).
Εν προκειμένω, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 61 δήμους για έξι βασικά στοιχεία (μέταλλα και μεταλλοειδή) που βρίσκονται στο έδαφος –μαγγάνιο (Mn), νικέλιο (Ni), μόλυβδο (Pb), βηρύλλιο (Be), αρσενικό (As) και κάδμιο (Cd)-, που υπάρχουν στη φύση αλλά, ενίοτε, μπορεί να φτάσουν σε τοξικά επίπεδα εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ανέλυσαν δείγματα εδάφους παράλληλα με στατιστικά στοιχεία θνησιμότητας από καρκίνο από το 2000 έως το 2015, με κύριο στόχο την ανάδειξη πιθανών συσχετισμών σε περιοχές με λιγότερους από 20.000 κατοίκους, όπου η αστική ρύπανση και οι παράγοντες του τρόπου ζωής μπορεί να μη διαδραματίζουν τόσο σημαντικό ρόλο.
Ο ρόλος της ηλικίας
Η μελέτη αποκάλυψε ότι ορισμένα στοιχεία στο έδαφος μπορεί να συνδέονται με τη θνησιμότητα από καρκίνο, ιδίως όταν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Η προγνωστική αξία των επιπέδων των μετάλλων και μεταλλοειδών του εδάφους ήταν ισχυρότερη στους νεότερους πληθυσμούς. Για παράδειγμα, στην ηλικιακή ομάδα 0-29 ετών, το μοντέλο προσδιόρισε με ακρίβεια τις περιοχές με υψηλή ή χαμηλή θνησιμότητα από καρκίνο στο 83,3% των περιπτώσεων. Η ακρίβεια έδειξε να μειώνεται με την ηλικία, ενδεχομένως λόγω άλλων παραγόντων όπως ο τρόπος ζωής και οι προϋπάρχουσες καταστάσεις υγείας.
Επιπλέον, διαφορετικά στοιχεία φάνηκαν να επηρεάζουν διαφορετικά τις ηλικιακές ομάδες:
- στα νεότερα άτομα, το μαγγάνιο, το αρσενικό, το νικέλιο και το βηρύλλιο είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή
- για τα άτομα ηλικίας 30-39 ετών, το αρσενικό επέδειξε τις ισχυρότερες συσχετίσεις
- στην ηλικιακή ομάδα 40-49 ετών και τα έξι στοιχεία παρουσίασαν σχεδόν ίση επιρροή, ενώ στους 50-59 ετών ξεχώρισαν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ νικελίου, μαγγανίου και βηρυλλίου.
Με αφορμή το τελευταίο εύρημα, οι ερευνητές τόνισαν ότι πρέπει να εξετάζεται η σωρευτική έκθεση στα περιβαλλοντικά στοιχεία.
Αναφορικά με τη σύνδεση στοιχείων υπεδάφους και συγκεκριμένων τύπων καρκίνου, τα ευρήματα ευθυγραμμίστηκαν με την παγκόσμια βιβλιογραφία:
- το κάδμιο (Cd) συνδέθηκε με σημαντική αύξηση της θνησιμότητας από καρκίνο, όπως στην Κίνα, και με όγκους του πεπτικού συστήματος, όπως στην Ισπανία,
- το αρσενικό συνδέθηκε με καρκίνους στομάχου, παγκρέατος, πνεύμονα, εγκεφάλου και λεμφώματα, όπως σε Βόρεια Ιρλανδία, Ισπανία, Κίνα,
- το νικέλιο συνδέθηκε με καρκίνους του ήπατος και του πνεύμονα, όπως στην Κίνα,
- ο μόλυβδος συνδέθηκε με καρκίνο του οισοφάγου, όπως στην Ισπανία,
- ο χαλκός συνδέθηκε με καρκίνο καρκίνο του πνεύμονα, όπως στην Ισπανία.
- ο ψευδάργυρος και το μαγγάνιο συνδέθηκαν με όγκους του πεπτικού συστήματος σε άνδρες (Ισπανία).
Προκλήσεις και προοπτικές
Οι επιπτώσεις της μελέτης ξεπερνούν τα όρια της αγροτικής Ελλάδας. Ο καρκίνος αποτελεί κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως ενώ το περιβάλλον αποτελεί αναγνωρισμένο παράγοντα κινδύνου. Παρόμοιες μελέτες παγκοσμίως έχουν καταλήξει σε συσχετίσεις μεταξύ ρυπαντών του εδάφους, όπως το αρσενικό και το κάδμιο, και καρκίνων του στομάχου, των πνευμόνων και της ουροδόχου κύστης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο εντοπισμός περιοχών υψηλού κινδύνου με βάση τη σύσταση του εδάφους θα μπορούσε να οδηγήσει σε στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως η βελτίωση της διαχείρισης του εδάφους ή η εκπαίδευση των κοινοτήτων σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους.
Τέλος, μέσα από τη μεθοδολογία που ακολούθησαν (δειγματοληψία εδάφους, ανάλυση δεδομένων με στατιστικά μοντέλα και η μηχανική μάθηση κ.α.), οι ερευνητές προσπάθησαν για τη μέγιστη αξιοπιστία των συμπερασμάτων. Ωστόσο, υπήρξαν περιορισμοί· η μελέτη δεν έλαβε υπ’ όψιν παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση ή ο τρόπος ζωής, οι οποίοι θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τα ποσοστά καρκίνου. Επιπλέον, ο οικολογικός χαρακτήρας της έρευνας σημαίνει ότι εξετάζει δεδομένα σε επίπεδο κοινότητας και όχι μεμονωμένα περιστατικά.