Οσοι παρακολουθούν τους δρόμους του ρεμπέτικου και την εξέλιξη αυτού του μοναδικού είδους μουσικής θα διαπιστώσουν πως από τη νεότερη γενιά το όνομα της Κατερίνας Τσιρίδου φιγουράρει στις πρώτες θέσεις. Αρχισε την καριέρα της σε πολύ νεαρή ηλικία και μάλιστα δίπλα σε μεγαθήρια, όπως ήταν ο Γκολές, ο Ξηντάρης, η Δούκισσα και πολλοί ακόμα εκπρόσωποι του λαϊκού και του ρεμπέτικου.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Για αρκετά χρόνια η σπουδαία αυτή ρεμπέτικη φωνή αντιμετώπισε επαγγελματικά προβλήματα κυρίως λόγω των κιλών της, όπως η ίδια αναφέρει και στη συνέντευξη, με αποτέλεσμα να εκδώσει το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Επαγγελματίας χοντρή». Ηταν, θα λέγαμε, μιας μορφή δημόσια εξομολόγηση και ψυχοθεραπεία. Λίγα χρόνια αργότερα η σπουδαία αυτή ρεμπέτικη φωνή καταπιάστηκε και με τον μύθο της Μαρίκας Νίνου, φέρνοντας στο φως άγνωστες πτυχές της μοναδικής ζωής της. Η ίδια σήμερα, έχοντας τρία παιδιά, οργώνει Ελλάδα και εξωτερικό επαναφέροντας τις ρεμπέτικες νότες στην επικαιρότητα, κάνοντας τη νεολαία να αγαπήσει αυτό το είδος που πλέον έχει γίνει ξανά μόδα!
Να ξεκινήσουμε καταρχάς από το «Επαγγελματίας χοντρή». Τι σ’ έκανε να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Το βιβλίο αυτό είναι κυρίως αυτοσαρκαστικό και αφορά όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν κάποιο μειονέκτημα. Εμένα αφορούσε το πάχος μου. Αλλοι μπορεί να είναι κοντοί, άλλοι να μην έχουν μαλλιά ή δόντια. Γενικά ασχολείται με τα ελαττώματα που μπορεί να έχει καθένας μας. Αυτή ήταν η φιλοσοφία του βιβλίου. Μέσα από αυτό το βιβλίο ήθελα να δείξω πως τα μειονεκτήματα μπορείς άνετα να τα κάνεις πλεονεκτήματα. Αρκεί να τα αποδεχτείς.

Το βάρος των κιλών ήταν για σένα βάρος, κόμπλεξ;
Κόμπλεξ δεν ήταν σίγουρα. Ηταν όμως κάτι που με ενοχλούσε και ειδικά για το επάγγελμά μου ήταν κάτι το απαγορευτικό. Ειδικά όταν μια τραγουδίστρια είναι χοντρή για τους μαγαζάτορες ήταν μείζον θέμα. Δεν την ήθελαν.
Εχεις αντιμετωπίσει εσύ bullying σε μαγαζί;
Βεβαίως, πάρα πολλές φορές. Και από συνεργάτες. Υπήρχαν μαγαζιά όπου μπορεί εγώ να άξιζα το 200, έβαζαν και μία δίπλα μου πανέμορφη χωρίς κιλά αλλά και χωρίς φωνή και τη συμψήφιζαν με εμένα.

Ενιωθες μειονεκτικά εσύ;
Ενιωθα θυμωμένη. Μια κοπέλα δηλαδή που ήταν κουκλάρα είχε άλλους 100 πόντους γιατί είχε εμφάνιση και όχι φωνή. Από φωνή κορμάρα, που λέμε. Αυτό μου έτυχε πολλές φορές, αλλά με πείσμωνε κιόλας και γινόμουν ακόμα πιο δυνατή.
Μετά την έκδοση του βιβλίου ένιωσες καλύτερα;
Πάρα πολύ. Ηταν σαν να άφησα όλες τις στενοχώριες μου πάνω στο χαρτί.
Και μετά ξεκινάς το δεύτερο βιβλίο, για τη ζωή της Μαρίκας Νίνου…
Μέσα στην καραντίνα με έναν φίλο, τον Τάσο Κακλαμάνη, γράψαμε το βιβλίο για τη Νίνου. Κάναμε τρομερή έρευνα και μπορώ να πω ότι είναι το πρώτο βιογραφικό βιβλίο για αυτή τη μεγάλη μορφή του λαϊκού τραγουδιού. Ηταν μια γυναίκα που πέθανε το 1957 και δεν υπήρχαν πολλοί εν ζωή που μπορούσαν να μας μιλήσουν. Εγινε μια δουλειά με πολύ μεράκι και αγάπη και αμέσως μετά καταπιαστήκαμε με ένα ολοκληρωμένο CD που αναφέρεται στα τραγούδια της Μαρίκας. Και θα γίνουν και συναυλίες για αυτή τη μοναδική γυναίκα.

Αλήθεια, πόσα χρόνια είσαι σε αυτό το επάγγελμα;
Εχω πατήσει τα 31 χρόνια. Και ξεκίνησα εντελώς ξαφνικά, επειδή ο μπαμπάς μου ήθελε να γίνω τραγουδίστρια. Το είχε πολύ μεράκι να του τραγουδάω. Ενα βράδυ λοιπόν μεθύσαμε οικογενειακώς και με ανέβασε πάνω στο πάλκο της Παλιάς Μαρκίζας, πήρα το μικρόφωνο, ξετρελάθηκαν και το ίδιο βράδυ έκλεισα και δουλειά. Την επόμενη μέρα δεν θυμόμουν τίποτα. Μου λέει η μάνα μου: «Σε περιμένουν για πρόβα». Της λέω: «Ποια πρόβα, ρε μάνα, και πού;» Και ήταν τότε στο μαγαζί ο Στέλιος Βαμβακάρης, ο Σπύρος Λιόσης και γενικά η Εθνική Ελλάδος.
Ο μπαμπάς σου σχετικός με το επάγγελμα του τραγουδιού;
Καμία σχέση. Ο μπαμπάς ήταν δικηγόρος, αλλά είχε μοναδική φωνή και λάτρευε τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα!
Είχες πρότυπο στο ξεκίνημά σου;
Μια φορά με ρώτησαν σε μια συνέντευξη όταν πρωτοξεκινούσα τι θέλω να γίνω και τους απάντησα: «Ο Μπάμπης Γκολές». Ο Μπάμπης για όλους εμάς ήταν ένα μεγαθήριο. Από γυναίκες δεν είχα πρότυπο. Μόνο άντρες μού γέμιζαν το μάτι. Από τις παλιές φίρμες, η Μαρίκα Νίνου με διαφορά είναι για μένα πρώτη.
Τι σε εξιτάρει τόσο πολύ στη φωνή της Νίνου;
Εμένα με κατέκτησε η φωνή της από την πρώτη στιγμή που την άκουσα και ήμουν κοριτσάκι. Εχει μια καθαρότητα και μια αμεσότητα που δεν τη βρίσκεις στις άλλες φωνές. Νομίζεις ότι είναι δίπλα σου και τραγουδάει. Θεωρώ ότι η Νίνου είναι κάπως αδικημένη γιατί πέθανε πολύ νωρίς και δεν πρόλαβε να δει την αναγνώριση που θα έχει απέναντι στον κόσμο. Με τον Τσιτσάνη ήταν το απίστευτο καλλιτεχνικό ζευγάρι. Φεύγοντας λοιπόν από τη ζωή, δεν πήρε τη θέση που θα έπρεπε, όπως πήρε και ο Τσιτσάνης. Ας πούμε η Μπέλλου πρόλαβε και έζησε και είδε όλη την επιτυχία των τραγουδιών της.

Οι πρώτες σου συνεργασίες με ποιους είναι;
Με τον Μπάμπη Γκολέ, τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον Σπύρο Λιόση, τη Δούκισσα και πολλούς άλλους. Με τον κόσμο να στήνει γλέντια τρικούβερτα για να μας ακούσει.
Το μετάνιωσες που έγινες τραγουδίστρια;
Ποτέ. Αν δεν τραγουδούσα, είμαι σίγουρη πως θα είχα πάθει εμφράγματα με όσα περνάει ο κόσμος όλο αυτό το διάστημα. Είναι για μένα μεγάλη λύτρωση το τραγούδι. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς να τραγουδάει.
Στις συνεργασίες σου πώς σε υποδέχτηκαν παλιότερες φίρμες;
Από τις συνεργασίες μου ξεχωρίζω πάρα πολύ τη μεγάλη Δούκισσα. Ηταν μια αρχόντισσα. Με αγκάλιασε πάρα πολύ ανάμεσα στις άλλες τραγουδίστριες που ήμασταν στο ίδιο πάλκο με τη Θεοδοσία Στίγκα και τη Γιούλη Τσίρου. Περνούσα κάθε βράδυ από το καμαρίνι της και δεν με άφηνε να φύγω αν δεν μου έφτιαχνε τα ρούχα, αν δεν με χτένιζε. Και κάθε βράδυ μου έλεγε: «Κατερινάκι, είσαι κουκλάκι, αλλά… να χάσεις κανένα κιλό». Εχω φοβερές αναμνήσεις μαζί της.

Από την αρχή της καριέρας σου προτίμησες τα ρεμπετάδικα. Γιατί;
Δεν θα μπορούσα να σταθώ σε μεγάλες πίστες, γιατί το ρεμπέτικο είναι στην ψυχή μου. Οχι ότι δεν αγαπώ και άλλες μεγάλες φωνές, όπως είναι η Αλεξίου, η Γλυκερία, η Βιτάλη. Τις παρακολουθώ όλες και τις προσέχω με ευλάβεια. Ομως η καρδιά μου είναι στο ρεμπέτικο.
Δεν έγινες ποτέ η μεγάλη φίρμα. Ομως στο ρεμπέτικο είσαι όνομα. Τι σε κράτησε πίσω;
Στο ρεπερτόριο που δουλεύω και είναι το ρεμπέτικο είμαι φίρμα και το λέω με περηφάνια. Οπότε δεν θεωρώ ότι με κράτησε κάτι πίσω. Απλά το ρεμπέτικο είναι κάπως περιορισμένο σε κοινό. Είναι εις γνώση μου όλο αυτό. Επειτα, έχω τρία παιδιά. Δεν σταμάτησα ποτέ να προχωράω τη ζωή μου. Εκανα τρία παιδιά, τα μεγάλωσα και δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι έμεινα κάπου πίσω. Ψάξε μια νέα τραγουδίστρια να έχει τρία παιδιά. Δεν μπήκα στη διαδικασία να βάλω την προσωπική μου ζωή στην άκρη. Τα πήγα όλα… καρφί και δεν το μετάνιωσα!
Ποιο τραγούδι είναι ορόσημο για σένα και που σε χαρακτηρίζει, με αποτέλεσμα να είναι η σφραγίδα σου;
«Μη μου ξαναφύγεις πια, μάγκα μου». Νομίζω αυτό με χαρακτηρίζει, όπως και τα απαγορευμένα που λέω πολύ, που μιλάνε για τα κοινωνικά θέματα, όπως είναι τα ναρκωτικά, τα χασικλίδικα!
Σου έβαλαν τρικλοποδιές στο επάγγελμα;
Κάποιες γυναίκες που ήταν μέσα στο τραγούδι, ναι. Και είναι θλιβερό αυτό. Αυτή η δουλειά θέλει γερό στομάχι. Ετυχε να δουλέψω με μια πολύ γνωστή τραγουδίστρια, που κάθε βράδυ μου έκανε σαμποτάζ. Για μια ολόκληρη σεζόν δεν μιλούσαμε. Ηταν για μένα εφιαλτικό και δεν θέλω να το ξαναζήσω.
Εχεις πιάσει τον εαυτό σου να μονολογεί «γιατί να μη ζω την εποχή της Νίνου»;
Κάθε μέρα το λέω αυτό. Ηταν μια μυθική εποχή τότε. Σήμερα είναι πολύ χαμηλά ο πήχης.
Στα παιδιά σου ποια τραγούδια αρέσουν;
Τώρα άρχισαν να τους αρέσουν τα ρεμπέτικα. Ο γιος μου που είναι 30 ετών άρχισε να πηγαίνει σε ρεμπετάδικα πριν από μερικά χρόνια, η κόρη μου ακούει από παλιά. Ο μικρότερος, που είναι 17 ετών, δεν ακούει καθόλου ρεμπέτικα. Μόνο ξένα.

Να φανταστώ ότι το καλοκαίρι θα περιοδεύσεις με… Μαρίκα Νίνου.
Ναι, είναι αλήθεια. Θα κάνουμε πολλές συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό για τη Μαρίκα αλλά και παρουσιάσεις βιβλίων.
Φέτος είναι το δεύτερο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου. Αρέσει στον κόσμο;
Δεν μπορείς να φανταστείς πώς το περιμένει ο κόσμος. Θα πραγματοποιηθεί στις 10, 11, 12 Οκτωβρίου στο «Ελληνικό Μολύβι». Πέρυσι κάναμε σεμινάρια χορού, σεμινάρια τραγουδιού και είχαμε εκατοντάδες κόσμου. Εχει ήδη ανοίξει η φόρμα για τις συμμετοχές και νομίζω πως φέτος θα ξεπεράσουμε κάθε προηγούμενο από κόσμο. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν μέχρι τώρα το πάθος και η λατρεία του κόσμου.

Το κοινό ενδιαφέρεται για τους παλιούς καλλιτέχνες;
Είναι πάρα πολύ μεγάλο το ενδιαφέρον του κοινού. Και το κοινό μοιράζεται ανάμεσα σε αυτούς που τους αρέσει η φωνή της Μαρίκας, ο βίος της, τα βάσανά της. Ο κόσμος διψάει για το παλιό καλό ελληνικό τραγούδι!
Πηγή: Espresso
Διαβάστε περισσότερα Κατερίνα Τσιρίδου: Η ρεμπέτισσα που δεν… μάσησε στο bullying