Η Αττική «φλέγεται». Ο εξαντλητικός καύσωνας ενεργοποιεί τον «πυρετό» της πόλης που προκαλεί η υπερδόμηση. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και η πραγματικότητα δραματική: η πρωτεύουσα θερμαίνεται όχι μόνο λόγω της κλιματικής αλλαγής αλλά και… εκ των έσω.
Ο χάρτης του Λεκανοπεδίου «κοκκινίζει» από δεκάδες hot spots που αναδύουν καυτό αέρα σαν μικρά «ηφαίστεια» τσιμέντου. Η άλλοτε ενιαία θερμή ζώνη στο κέντρο της Αθήνας μοιάζει να έχει κλωνοποιηθεί.
Την τελευταία 20ετία, η λεγόμενη «αστική θερμική νησίδα», που κάποτε περιοριζόταν μεταξύ Ομόνοιας και Συντάγματος, εξαπλώνεται σαν επιδημία από μπετόν, ως συνέπεια της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, εκεί όπου κάποτε υπήρχαν χωράφια, δασικές εκτάσεις και ανοιχτοί ορίζοντες.
Εννέα έχουν μετρήσει οι επιστήμονες από την Αθήνα έως τον Πειραιά: Ομόνοια, Κεραμεικός, Ελαιώνας, ΚΤΕΛ Κηφισού, Περιστέρι, Πετράλωνα, Λαχαναγορά Ρέντη, Νίκαια, Λιμάνι Πειραιά, ενώ πολλές ακόμα αστικές ενότητες χαρακτηρίζονται από υψηλότερες θερμοκρασίες.

Πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας και Δυτική Αττική 1985
Πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας και Δυτική Αττική. Το «κόκκινο» του χάρτη αποκαλύπτει πού κυριάρχησε το τσιμέντο – με κτίρια, δρόμους, υποδομές – από το 1985 έως το 2022

Πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας και Δυτική Αττική 2022
Κι άλλες όμως εξαπλώνονται περιφερειακά. Ορόσημα σε αυτή την εξέλιξη, η οικοδομική φρενίτιδα στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας αλλά και η Αττική Οδός που λειτούργησε ως «πολλαπλασιαστής» της αστικής διασποράς. Γύρω από τη χάραξή της ξεπήδησαν οικισμοί, ολόκληρες συνοικίες και θύλακες «ανάπτυξης», χωρίς κεντρικό πολεοδομικό σχεδιασμό.
Τα στοιχεία νέας μελέτης του Πανεπιστημίου Αθηνών σοκάρουν. Την 20ετία 2001-2021 η Ανατολική Αττική γνώρισε πληθυσμιακή έκρηξη – η Παλλήνη κατά 77%, η Ραφήνα κατά 64% κ.λπ. – που συνοδεύτηκε από νέα δόμηση για κατοικία, με φόντο νέα εμπορικά κέντρα, logistics hubs και το αεροδρόμιο που πρόσθεσαν κι άλλο τσιμέντο και ατέλειωτα μποτιλιαρίσματα τα οποία «έφραξαν» τους δρόμους.
Η υπερδόμηση δεν κάνει διακρίσεις. Αύξηση στο μπετόν καταγράφεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε κεντρικά, δυτικά, βόρεια και νότια προάστια, εδώ και δύο δεκαετίες χαμηλά κτίρια γκρεμίζονται και δίνουν τη θέση τους σε πολυκατοικίες. Αλλοτε δροσερές περιοχές της Αττικής έχουν χάσει πλέον τη θερμική τους ανθεκτικότητα. Και όπου δεν υπάρχει πράσινο, χώμα ή νερό, η θερμότητα εγκλωβίζεται.
«Η έννοια “αστική θερμική νησίδα”, δηλαδή το φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία σε μια πόλη είναι υψηλότερη από τις θερμοκρασίες στις γύρω αγροτικές ή περιαστικές περιοχές, έχει μπει στη ζωή μας, ιδίως κατά τις περιόδους εκείνες που σημειώνονται υψηλές θερμοκρασίες και καύσωνες» αναφέρει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή Κωνσταντίνος Καρτάλης.
Οπως εξηγεί ο ίδιος, μιλώντας στο «Βήμα», η έννοια μιας αστικής θερμικής νησίδας σε επίπεδο πόλης είναι παρωχημένη από επιστημονική σκοπιά. «Στην έρευνά μας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μας απασχολούν περισσότερο οι ενδοαστικές θερμικές νησίδες, δηλαδή οι αστικές περιοχές μέσα σε μία πόλη – όπως στην Αθήνα – που εμφανίζουν συστηματικά υψηλότερες θερμοκρασίες αέρα από τις γειτονικές και κατά συνέπεια είναι περισσότερο ευάλωτες στις υψηλές θερμοκρασίες και στους καύσωνες που φέρνει ταχύτερα και συχνότερα η κλιματική αλλαγή. Είναι κατά κύριο λόγο περιοχές – όχι κατ’ ανάγκη στο κέντρο της Αθήνας – με πυκνή δόμηση, περιορισμένους διαδρόμους αερισμού, δηλαδή κυκλοφορίας του αέρα, με σημαντική κάλυψη από κατασκευαστικά υλικά, λιγοστό πράσινο και πηγές θερμότητας από τα κτίρια και την κυκλοφορία των οχημάτων, κυρίως κατά μήκος μεγάλων οδικών αξόνων» επισημαίνει ο κ. Καρτάλης.
Η συγκριτική ανάλυση των απογραφών των ετών 2011 και 2021 από τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι αποκαλυπτική σε ό,τι αφορά την κτιριακή επιβάρυνση που δέχθηκαν ενότητες του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, γεγονός που πολλαπλασίασε τις θερμικές νησίδες εντός της πόλης.
Σε αυτές τις περιοχές, όπως τονίζει ο καθηγητής, «επείγουν σχέδια προσαρμογής στις υψηλές θερμοκρασίες και στους καύσωνες, μέσα από υποδομές πρασίνου, την αξιοποίηση ψυχρών υλικών που ανακλούν εντονότερα την ηλιακή ακτινοβολία, παρεμβάσεις σκίασης, την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, τον περιορισμό των πηγών θερμότητας, λ.χ. της κυκλοφορίας οχημάτων κ.ά.».
Η πολεοδομική ανάπτυξη της Αθήνας, σύμφωνα με τον καθηγητή, μετέφερε το πρόβλημα της αστικής θερμικής νησίδας στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας. «Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η Αθήνα είναι πλέον περισσότερο ευάλωτη στις υψηλές θερμοκρασίες και τους καύσωνες» υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Σήμερα, ενδοαστικές θερμικές νησίδες, όπως υπογραμμίζει ο ερευνητής του Πανεπιστημίου Αθηνών δρ Αναστάσιος Πολύδωρος, που πραγματοποίησε τη σχετική έρευνα, εντοπίζονται – μέσα από την ανάλυση της επιφανειακής θερμοκρασίας μεταξύ άλλων παραμέτρων – και στις κεντρικές και δυτικές περιοχές του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας.
«Στις περιοχές αυτές οι νέες κατασκευές επιβάρυναν λόγω του όγκου τους το αστικό περιβάλλον και δεν συνοδεύθηκαν από τις απαιτούμενες υποδομές πρασίνου, με αποτέλεσμα να έχουν διαμορφωθεί ενδοαστικές θερμικές νησίδες εξαιτίας της πυκνής δόμησης, του εμποδισμού της κυκλοφορίας του αέρα αλλά και των νέων πηγών θερμότητας» αναφέρει ο κ. Πολύδωρος.
Από την ανάλυση αρχείων θερμοκρασίας αέρα για το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας διαπιστώθηκε μία συστηματική ανοδική τάση στη θερμοκρασία, η οποία αποδίδεται στην αστικοποίηση και στην κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, η διαφορά της μέσης μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας τη δεκαετία 2011-2020 από την αντίστοιχη για τη δεκαετία 1971-1980 είναι 1,6 βαθμοί Κελσίου, ενώ η διαφορά για τη μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1,13 βαθμοί Κελσίου.

Μεσογαία και Αν. Αττική, 1985
Τα Μεσόγεια και γενικότερα η Ανατολική Αττική εντός τεσσάρων δεκαετιών (από το 1985 και έπειτα) άλλαξαν… πρόσωπο. Εντός της δεκαετίας 2011-2021 γκρεμίστηκαν 17.864 μονοκατοικίες και «φύτρωσαν» περί τις 2.500 πολυκατοικίες

Μεσογαία και Αν. Αττική, 2022
Από τα χαμηλά στα ψηλά κτίρια
Τις περιοχές που επιβαρύνθηκαν με περισσότερο τσιμέντο και ψηλά κτίρια εντόπισαν οι μελετητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναλύοντας τις απογραφές των ετών 2011 και 2021. Ειδικότερα, στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών (ήτοι στους Δήμους Αθηναίων, Βύρωνος, Γαλατσίου, Δάφνης – Υμηττού, Ζωγράφου, Ηλιούπολης, Καισαριανής και Φιλαδέλφειας – Χαλκηδόνας), η δεκαετία 2011-2021 σηματοδότησε μια σαρωτική μεταβολή στο αστικό τοπίο. Οι παραδοσιακές μονοκατοικίες μειώθηκαν κατά 3.429 και οι διπλοκατοικίες κατά 7.020, ενώ «ξεφύτρωσαν» με εντυπωσιακή ένταση νέες πολυκατοικίες που πρόσθεσαν 30.160 διαμερίσματα. Με μία ενδεικτική εκτίμηση 10 κατοικιών ανά πολυκατοικία, υπολογίζονται περίπου 3.000 νέες πολυκατοικίες.
Στον Βόρειο Τομέα Αθηνών (δηλαδή στους Δήμους Αγίας Παρασκευής, Αμαρουσίου, Βριλησσίων, Ηρακλείου, Κηφισιάς, Λυκόβρυσης-Πεύκης, Μεταμορφώσεως, Νέας Ιωνίας, Παπάγου – Χολαργού, Πεντέλης, Φιλοθέης – Ψυχικού, Χαλανδρίου), κατά την ίδια δεκαετία, σημειώνεται ένα «πογκρόμ» κατά της χαμηλής δόμησης καθώς 7.795 μονοκατοικίες και 4.380 διπλοκατοικίες χάθηκαν από τον αστικό χάρτη, αφήνοντας χώρο – μαζί με τις εντάξεις νέων περιοχών στο σχέδιο – για 20.660 νέες κατοικίες σε νεοανεγειρόμενες πολυκατοικίες.
Η ίδια τάση αποτυπώνεται για την περίοδο 2011-2021, με εντυπωσιακούς αριθμούς, και στον Δυτικό Τομέα Αθηνών (Αιγάλεω, Ιλιον, Περιστέρι, Πετρούπολη κ.λπ.) όπου καταγράφεται κατεδάφιση 5.632 μονοκατοικιών και 6.400 διπλοκατοικιών και ανέγερση νέων πολυκατοικιών με 22.203 κατοικίες. Οσο για την Περιφέρεια Πειραιά, δηλαδή τους Δήμους Πειραιώς, Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Κορυδαλλού, Κερατσινίου – Δραπετσώνας και Περάματος, γκρεμίστηκαν 6.670 μονοκατοικίες καθώς και 4.020 διπλοκατοικίες και προστέθηκαν 18.260 κατοικίες σε νεόχτιστες πολυκατοικίες.
Στην περιφερειακή ενότητα Ανατολικής Αττικής (από τον Δήμο Ωρωπού έως τη Λαυρεωτική και τη Βάρη – Βούλα – Βουλιαγμένη), τόσο στην ενδοχώρα όσο και στην παράκτια ζώνη της, δηλαδή σε Ραφήνα, Αυλάκι, Αρτέμιδα, Βραυρώνα, Πόρτο Ράφτη στο διάστημα 2011-2021, ο αστικός μετασχηματισμός είναι εξίσου δραματικός. «Χάθηκαν» 17.864 μονοκατοικίες ενώ αυξήθηκαν κατά 24.648 οι κατοικίες σε νέες πολυκατοικίες.

Βορειοανατολική Αττική, 1985
«Εκρηξη» στη δόμηση καταγράφεται από το 1985 έως το 2022 στη Βορειοανατολική Αττική, με σημαντικότερη αύξηση στην περιοχή της Νέας Μάκρης

Βορειοανατολική Αττική, 2022
Η Αττική Οδός
H κατασκευή της Αττικής Οδού αποτέλεσε έργο πνοής καθώς σηματοδότησε μία νέα προοπτική για το μητροπολιτικό συγκρότημα συνδέοντας περιοχές που δύσκολα επικοινωνούσαν μεταξύ τους και δημιουργώντας προϋποθέσεις για την παράκαμψη του κέντρου της πόλης. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση των απογραφών της ΕΛΣΤΑΤ των ετών από το 2001 έως και το 2021, η Αττική Οδός συντέλεσε στη δημιουργία νέων αστικών ενοτήτων που επέκτειναν άναρχα το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα.
Ουσιαστικά, όπως σημειώνει η ερευνήτρια του ΕΚΠΑ Κλειώ Βάλβη, η πόλη εξαπλώνεται (κυρίως κατά τη δεκαετία 2001 έως 2011 και πολύ λιγότερο στα χρόνια από το 2011 έως το 2021) «προς όλες τις κατευθύνσεις, αν και κυρίως προς τα βόρεια και τα δυτικά, σε βάρος ελεύθερων εκτάσεων επιβαρύνοντας τις τοπικές μικροκλιματικές συνθήκες, αν και όχι με την ένταση αυτών που διαπιστώνονται στον Κεντρικό Τομέα της Περιφέρειας Αττικής».
Κι αυτό διότι η ανάπτυξη έγινε χωρίς κανέναν πολεοδομικό σχεδιασμό, ενώ δεν ελήφθη υπόψη ούτε το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής του 2014 που είχε ως επίκεντρο τη συνεκτική πόλη προκειμένου να μπει «φρένο» στο ξεχείλωμα» της πρωτεύουσας. Σήμερα μάλιστα βρίσκεται σε εξέλιξη διαγωνισμός από το Υπερταμείο (ανατέθηκε από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας – ΥΠΕΝ) για την ανάδειξη των μελετητών που θα αναλάβουν την αναθεώρησή του με επίκεντρο τις νέες οικιστικές και άλλες επενδύσεις που γιγαντώνουν, έτι περαιτέρω, τον χάρτη της μητροπολιτικής περιοχής.
Δύο μελετητικές εταιρείες συμμετείχαν στην πρώτη φάση, ωστόσο οι τεχνικές αξιολογήσεις προκάλεσαν ενστάσεις, με αποτέλεσμα και οι δύο υποψήφιοι να προσφύγουν, προ ημερών, στην Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ). Εάν δεν υπάρξουν περαιτέρω εμπλοκές στα διοικητικά δικαστήρια, εκτιμάται ότι ο ανάδοχος θα αναδειχθεί έως το τέλος του έτους ώστε να ολοκληρώσει το έργο του εντός του 2026.

Νότια Αττική, 1985
Κύματα αστικής επέκτασης δέχθηκε και η Νότια Αττική (από το 1985 έως το 2022), με τους Δήμους Κρωπίας (προς την Αγία Μαρίνα), Λαυρεωτικής και Σαρωνικού να καταγράφουν πληθυσμιακές εκρήξεις, ειδικά τη δεκαετία 2001-2011

Νότια Αττική, 2022
Το «ξεχείλωμα» των προαστίων
Κατά την πρώτη εικοσαετία του αιώνα, δηλαδή τα χρόνια 2001-2021, οι αυξήσεις πληθυσμού σε πολλά προάστια ήταν εντυπωσιακές. Εφτασαν στον Δήμο Διονύσου το 30,4%, στον Δήμο Αχαρνών το 29,5%, στη Φυλή το 17,4% και στα Βριλήσσια το 15,7%, ενώ χαμηλότερες ήταν στην Κηφισιά με 9,6%, στον Ασπρόπυργο με 8,3% και στα Μέγαρα με 8%.
Τα στοιχεία είναι επίσης ανησυχητικά και για την περιφερειακή ενότητα Ανατολικής Αττικής όπου σημειώθηκε σημαντική αύξηση του πληθυσμού (77% στην Παλλήνη, 64% σε Ραφήνα – Πικέρμι, 59,2% σε Μαρκόπουλο – Μεσογαία, 42% στην Παιανία, 40% σε Σπάτα – Αρτέμιδα, 26% στην Κρωπία), γεγονός που αυξάνει τις μετακινήσεις.
Παράλληλα, αυξήθηκαν και οι πηγές εργασίας: Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών (13.000 άμεσοι και έμμεσοι εργαζόμενοι), εμπορικά κέντρα (περίπου 2.500 εργαζόμενοι σε υπηρεσίες εστίασης και πώλησης), μεγάλα κέντρα διανομής στη ζώνη Σπάτων – Μαρκοπούλου – Παιανίας, τεχνολογικά hubs, κ.ά. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τους επιβάτες του αεροδρομίου και τους επισκέπτες στα εμπορικά κέντρα, μπορεί να εξηγηθεί ο έντονος κυκλοφοριακός φόρτος που παρατηρείται στην Αττική Οδό τις πρωινές και απογευματινές ώρες.
Στον αντίποδα, ενθαρρυντική είναι η διαπίστωση της διατήρησης του χαρακτήρα της πεδιάδας των Μεσογαίων, χωρίς όμως να υποτιμώνται οι οικιστικές πυκνώσεις που ανησυχητικά αυξάνονται και εκεί με την πάροδο των ετών και επιβάλλουν την αυστηρή διατήρηση των σημερινών χρήσεων γης.
Η επέκταση της Αθήνας εντοπίζεται και προς τα νότια της Αττικής, με τους Δήμους Κρωπίας (προς την Αγία Μαρίνα), Λαυρεωτικής και Σαρωνικού να σημειώνουν αυξήσεις πληθυσμού το 2021 σε σχέση με το 2001 κατά 23,9%, 12,8% και 26,8% αντίστοιχα. Και σε αυτή την περίπτωση η αύξηση είναι κυρίως στο διάστημα 2001-2011.