Η αύξηση μισθών δύναται να τονώσει την οικονομία καθώς ενισχύει την καταναλωτική δαπάνη, που αποτελεί βασικό μοχλό για την ανάπτυξη. Όταν οι εργαζόμενοι έχουν υψηλότερο εισόδημα, τείνουν να ξοδεύουν περισσότερο σε αγαθά και υπηρεσίες, αυξάνοντας τη ζήτηση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη παραγωγή, δημιουργία θέσεων εργασίας και ενίσχυση του ΑΕΠ.
Κατά πόσο η ελληνική οικονομία λειτουργεί υπό ένα καθεστώς ζήτησης καθοδηγούμενο από τους μισθούς (wage-led) ή από τα κέρδη (profit-led) εξετάζει μια νέα μελέτη του ΚΕΠΕ για τη σχέση μεταξύ διανομής εισοδήματος και μεγέθυνσης της ζήτησης στην οικονομία της χώρας.
Ο τρόπος και η κατεύθυνση προς την οποία «αντιδρά» κάθε οικονομία στις μεταβολές στη διανομή εισοδήματος εξαρτάται από την παραγωγική δομή της
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται ένα μακροοικονομετρικό υπόδειγμα ζήτησης μέσω του οποίου εκτιμάται το μέγεθος της επίπτωσης μιας μεταβολής στη λειτουργική διανομή εισοδήματος στη συνολική ζήτηση και εν τέλει στο ΑΕΠ της χώρας.


Νέα μελέτη του ΚΕΠΕ για τη σχέση μεταξύ διανομής εισοδήματος και μεγέθυνσης της ζήτησης
Αύξηση των μισθών, αύξηση της ζήτησης
Με βασική επισήμανση πως ο τρόπος και η κατεύθυνση προς την οποία «αντιδρά» κάθε οικονομία στις μεταβολές στη διανομή εισοδήματος εξαρτάται από την παραγωγική δομή της, τα αναπτυξιακά και καταναλωτικά της πρότυπα συναρτήσει άλλων ιδιοσυγκρασιακών παραγόντων, η μελέτη επιβεβαιώνει πως η ζήτηση στην Ελλάδα μεγεθύνεται διαμέσου των μισθών τόσο ως κλειστή οικονομία όσο και όταν συμπεριλαμβάνεται το εξωτερικό εμπόριο.
Το αποτέλεσμα αυτό είναι ανθεκτικό κατά την εκτίμηση διακριτών χρονικών περιόδων, όπως 1960-2017, 1960-1989/90, 1990/91-2017, πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, και στο τέλος της περιόδου το 2017.
Τα ευρήματα της ανάλυσης «παρέχουν ενδείξεις ότι η συνολική ζήτηση στην ελληνική οικονομία αναπτύσσεται μέσω των μισθών. Αυτό υποδηλώνει ότι, υπό τις συνθήκες του εν λόγω καθεστώτος, πολιτικές που προτεραιοποιούν τη διατήρηση ή αύξηση του μεριδίου των μισθών και την ενίσχυση των κοινωνικών δικτύων ασφαλείας μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίδοτο στην οικονομική στασιμότητα. Εν μέσω παγκόσμιων προκλήσεων και αβεβαιοτήτων, η κατανόηση του ρόλου της διανομής εισοδήματος καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική, ειδικά στα πλαίσια ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και του παραγωγικού υποδείγματος, με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών», αναφέρει η συντάκτρια της μελέτης, Αιμιλία Μαρσέλλου.
Πολιτικές μισθολογικής μετριοπάθειας και μεγέθυνση της ζήτησης
Σύμφωνα με τα ευρήματα, εάν διατηρηθούν οι πολιτικές μισθολογικής μετριοπάθειας, τότε ενδέχεται να στερήσουν μέρος της μεγέθυνσης ζήτησης και κατ’ επέκταση του προϊόντος και της μείωσης της ανεργίας. Γι’ αυτό το ΚΕΠΕ προτείνει πολιτικές αύξησης των κατώτατων και ευρύτερα του μεριδίου των μισθών στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η ενδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και η βελτίωση των θεσμών της αγοράς εργασίας.
Επίσης, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να προβούν σε δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές που έχει φανεί από τη διεθνή εμπειρία ότι συμβάλλουν στη μεγέθυνση της οικονομίας αλλά και να παρέχουν κίνητρα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες θα πυροδοτούν την παραγωγικότητα της εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης, κλάδου και συνεργαζόμενων κλάδων.
«Το ευρωπαϊκό σχέδιο για την Επόμενη Γενιά (Next Generation EU) μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί μια ιστορικής σημασίας ευκαιρία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης. Σε μια ανοικτή οικονομία οι επενδύσεις που αφορούν στην παραγωγική διαδικασία αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνουν το κόστος παραγωγής χωρίς την ανάγκη μείωσης του μισθολογικού κόστους, αυξάνοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αναφέρουν.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πολιτικές που ενισχύουν το μερίδιο των μισθών μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση της ζήτησης, του ΑΕΠ και στη μείωση της ανεργίας.


Το ΚΕΠΕ προτείνει πολιτικές αύξησης των κατώτατων και ευρύτερα του μεριδίου των μισθών
Τα χρόνια των μνημονίων
Η μελέτη του ΚΕΠΕ εξετάζει και την εμπειρία της Ελλάδας από την πρόσφατη οικονομική και δημοσιονομική κρίση. Τα τρία Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής, που εφαρμόστηκαν το διάστημα 2010-2018, είχαν κύριο προσανατολισμό την αποκατάσταση των ανισορροπιών στο δημοσιονομικό πεδίο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο πρώτο σκέλος επιτεύχθηκε μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή και ταυτόχρονα διατηρήσιμη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στην ιδιωτική οικονομία και ιδιαίτερα τον τομέα του εξωτερικού εμπορίου αλλά και των επενδύσεων, σημαντικό μέρος των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν είχαν άμεση επίπτωση στη διανομή του εισοδήματος. Ο περιορισμός του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά τη διάρκεια της ύφεσης φαίνεται να οφείλεται περισσότερο στη μείωση των εισαγωγών, λόγω της δραματικής μείωσης του εγχώριου εισοδήματος, παρά στην αύξηση των εξαγωγών λόγω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Μεταβολές στη διανομή εισοδήματος
Οι επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο αποτελούν τον δεύτερο παράγοντα της ζήτησης και τον πλέον ουσιαστικό συντελεστή για την οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Και σε αυτό το πεδίο αναπτύσσεται προβληματισμός για τον ρόλο της διανομής εισοδήματος, καθώς η δυναμική της ζήτησης φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επίδραση στις επενδύσεις από ό,τι η κερδοφορία. Ο ρόλος της διανομής εισοδήματος, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη περίοδο όπου εμπεριέχεται η μακρόχρονη περίοδος της ύφεσης, επισκιάζεται ακόμα περισσότερο από την κατάρρευση της ζήτησης καθώς και από τη δυσκολία πρόσβασης των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό.


Μια μακρόχρονη περίοδος ύφεσης επισκιάζεται ακόμα περισσότερο από την κατάρρευση της ζήτησης
Η παραγωγική δομή κάθε οικονομίας και τα αναπτυξιακά και καταναλωτικά της πρότυπα παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πώς «αντιδρά» στις μεταβολές στη διανομή εισοδήματος. Ένα βασικό ερώτημα επομένως που προκύπτει και έχει ενδιαφέρον τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό υπό το πρίσμα της άσκησης οικονομικής πολιτικής, πέραν της διερεύνησης του προτύπου αυτού καθαυτό έχει να κάνει και με το αν και, ει δυνατόν, κατά πόσο έχουν μεταβληθεί τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων των τριών Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής.