Πώς μπορεί να συμβάλλει ο αγροδιατροφικός τομέας στην ανάπτυξή της ελληνικής οικονομίας; Σε αυτό το ερώτημα απαντάει νέα έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, για το «Αγροτροφικό Σύστημα», όπως είναι ο επιστημονικός ορισμός του κλάδου.
Την έρευνα υπογράφει ο Ευάγγελος Νικολαϊδης, καθητής Πολιτικής Οικονομίας του Αγροτικού Τομέα στο πανεπιστήμιο Κρήτης. Ο ίδιος έχει διατελέσει ειδικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας, υπεύθυνος για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία – την περίοδο 2018-2019.
Η έρευνα υποστηρίζει ότι υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις το αγροτροφικό σύστημα – δηλαδή ο συνδυασμός της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών-καπνού, όχι μόνο συμβάλλει δυναμικά στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά διαμορφώνει και ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα.
Η αγροδιατροφή… στης ακρίβειας τον καιρό
Σε μια περίοδο που η ακρίβεια στα τρόφιμα και τα βασικά αγαθά βρίσκεται στο επίκεντρο, η μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Έννοιες όπως η επισιτιστική κρίση και η διατροφική επάρκεια έχουν μπει πλέον στην καθημερινότητά μας. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, αλλά και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στα διεθνή χρηματιστήρια, αντανακλώνται πλέον στο χωράφι και στο ράφι, στο τραπέζι και στο πιάτο μας.
Tο αγροτροφικό σύστημα, πέραν της αυταξίας του ως παραγωγού τροφίμων, συμβάλλει κατά 7,6% στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία
Στην Ελλάδα, συνηθίζουμε να λέμε σκωπτικά ότι «δεν παράγουμε τίποτα». Πρόκειται για μια εσφαλμένη γενίκευση που χρησιμοποιούμε συχνά από κεκτημένη ταχύτητα. Στην πραγματικότητα η ανάπτυξη του αγροτροφικού τομέα βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγής αξίας, έμμεσης και άμεσης.
Το ειδικό βάρος του αγροτροφικού συστήματος
Συγκεκριμένα, το αγροτροφικό σύστημα, πέραν της αυταξίας του ως παραγωγού τροφίμων, συμβάλλει, σύμφωνα με στοιχεία του 2019, κατά 7,6% στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ). Ο πρωτογενής τομέας συμβάλλει κατά 4,4% και η βιομηχανία τροφίμων – ποτών – καπνού με 3,2%. Ωστόσο, υποστηρίζει ο συγγραφέας της έρευνας, αν το ειδικό βάρος του συγκριθεί με βάση το σύνολο των «παραγωγικών» κλάδων (πρωτογενής τομέας και μεταποίηση), τότε η συμβολή του ανέρχεται σε 55,7%.
Συγχρόνως, η αντίστοιχη συνεισφορά στην απασχόληση ανέρχεται σε 13,4%. Ο πρωτογενής τομέας με 10,6% και η βιομηχανία τροφίμων – ποτών – καπνού μόλις με 2,8%. Η συνεισφορά του αγροτροφικού συστήματος στις εξαγωγές αγγίζει το διόλου ευκαταφρόνητο 16,4%, υπερδιπλάσια από τη συμμετοχή του στην ΑΠΑ.
Αγροδιατροφή και περιφερειακή ανάπτυξη
Το αγροτροφικό σύστημα δεν είναι ένα αυτόνομο «νησί», αλλά ένα ποτάμι με πολλά κανάλια και παραπόταμους, Έχει δηλαδή ένα αναπτυγμένο πλέγμα εγχώριων διασυνδέσεων με τους λοιπούς κλάδους της οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής, το αγροτροφικό σύστημα είναι κομβικός παράγοντας για την περιφερειακή ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, συμβάλλει στο να ακμάσει και να μη μαραζώσει η ελληνική ύπαιθρος και να μην εξαρτώνται ολόκληρες περιοχές της Ελλάδα από την τουριστική μονοκαλλιέργεια.
Ένας στιβαρός αγροτροφικός τομέας μπορεί να αναβαθμίσει στο σύνολό του το παραγωγικό υπόδειγμα της Ελλάδας
Η σύμμετρη ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, σε συνάρτηση με τη βιομηχανία τροφίμων, συνδράμει άμεσα και έμμεσα στην ποσοτική και την ποιοτική αναβάθμιση και άλλων κλάδων. Ένας στιβαρός αγροτροφικός τομέας μπορεί να αναβαθμίσει στο σύνολό του το παραγωγικό υπόδειγμα της Ελλάδας. Αντίθετα, ένας παραμελημένος, προβληματικός αγροτροφικός τομέας, με στρεβλώσεις και ανισότητες, θα στερήσει από την ελληνική οικονομία σημαντικές δυνητικές πηγές ανάπτυξης.
Το φαινόμενο της πεταλούδας
Ωστόσο, όπως τονίζει η μελέτη, η δημιουργία της προστιθέμενης αξίας στη διαδικασία της παραγωγής τροφίμων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ευρύτερες δομικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι η μετατόπιση της προστιθέμενης αξίας από τον πρωτογενή τομέα, σε δραστηριότητες του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα. Η δεύτερη απορρέει από τον κατακερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας, σε επιμέρους φάσεις που συγκροτούν τις αλυσίδες αξίας. Αυτές με τη σειρά τους συνδέονται με το διεθνή καταμερισμό εργασίας, σε διαρκώς ευρύτερο και εντονότερο βαθμό.
Τα συμπεράσματα του ερευνητή του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, επικοινωνούν με αυτό που ζούμε καθημερινά ως καταναλωτές. Αυτό που φτάνει στο τραπέζι μας, ως συσκευασμένος χυμός, εμφιαλωμένο νερό, κοτομπουκιές τυλιγμένες με σελοφάν, είναι το τελικό προϊόν σε μια παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα. Όταν ένας κρίκος ξεχαρβαλώνεται, όλη η αλυσίδα τρίζει.
Ισως δεν υπάρχει πιο απτό παράδειγμα της αλληλεξάρτησης της αγροδιατροφής από το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, απο την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Μαζί με τις τιμές του φυσικού αερίου που σε λίγα 24ωρα σχεδόν διπλασιάστηκαν, το ίδιο συνέβη με τις τιμές βασικών διατροφικών αγαθών: σιτηρά και ηλιέλαιο. Σχεδόν κανένας τομέας δεν έμεινε ανέγγιχτος, από τα μεταφορικα κόστη μέχρι τα υλικά συσκευασίας. Το κατά πόσο οι ανατιμήσεις είχαν αντικειμενικές αιτίες και πόσο αποτελούσαν – και αποτελούν – προϊόν κερδοσκοπικής σπέκουλας, είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν έχει δοθεί μέχρι τώρα πειστική απάντηση.
Τις επιπτώσεις από το τσουνάμι ακρίβειας που ξεκίνησε το 2022 τις βιώνουμε ακόμα και σήμερα. Παράλληλα νέες αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα – με πιο πρόσφατη την κρίση στο Σουέζ, απειλούν να συμπαρασύρουν ανοδικά μαζί με τα ναύλα, τις τιμές και των τροφίμων. Αν πλάι σε όλα αυτά βάλουμε τον πλέον κρίσιμο παράγοντα της κλιματικής αλλαγής – με το ελαιόλαδο να αποτελεί ένα από τα μεγάλα θύματα – γίνεται φανερό ότι και για την αγροδιατροφή ισχύει το φαινόμενο της πεταλούδας. Αν ένα ζωύφιο στη Βραζιλία καταστρέψει τις φυτείες καφέ, θα προκληθεί τσουνάμι στα χρηματιστήρια και τρικυμία στα ράφια των σουπερμάρκετ.
Ανισόμετρη ανάπτυξη
Η έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ διαπιστώνει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις από το λεγόμενο «μέσο πρότυπο». Αυτή η απόκλιση αφορά και τους τρεις τομείς της οικονομίας: Τον πρωτογενή (γεωργία-κτηνοτροφία), τον δευτερογενή (βιομηχανία-μεταποίηση) και τον τριτογενή (υπηρεσίες).
Το ειδικό βάρος του τριτογενούς τομέα στην Ακαθαριστη Προστιθέμενη Αξία είναι πάνω από 80%. Πρόκειται για ποσοστό υψυλότερο ακόμα και από ό,τι σε ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Αντίθετα, ο δευτερογενής τομέας είναι αδύναμος, με μόλις 15,4% συμμετοχή στην ΑΠΑ. Συμμετοχή μικρότερη από ό,τι σε χώρες με παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης με την Ελλάδα (Ισπανία 22,2%, Πορτογαλία 21,8%). Τέλος το ειδικό βάρος του πρωτογενούς τομέα είναι έως και διπλάσιο (4,4%) από όλες τις προαναφερόμενες χώρες.
Οι προτάσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Η έρευνα προτείνει μια «ολιστική θεώρηση» για το αγροτροφικό σύστημα, ώστε να συμβάλει σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Καταρχάς απαιτείται η παρακολούθηση συγκεκριμένων κρίσιμων μεγεθών. Κάποια από αυτά είναι η συμμετοχή στο ΑΕΠ, στην απασχόληση, στο εμπορικό ισοζύγιο και στις επενδύσεις. Η αλληλεπίδραση με το φυσικό περιβάλλον, η ενεργειακή διάσταση κ.ά.
Βασική προϋπόθεση όμως είναι να αναμετρηθούμε με χρόνιες στρεβλές αντιλήψεις και λανθασμένα στερεότυπα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η πρώτη ακραία όσο και εσφαλμένη προσέγγιση είναι η απαξίωση του πρωτογενούς τομέα. Αυτό συμβαίνει όταν όταν η αξιολογείται αποκλειστικά με βάση τη συμβολή του στο ΑΕΠ, η οποία είναι μικρή. Στο άλλο άκρο είναι η αντίληψη ότι ο πρωτογενής τομέας μπ ορεί να είναι «ατμομηχανή της ανάπτυξης», υπερτιμώντας το ρόλο του.
Η λύση, ίσως βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Μόνο αν αναπτυχθεί σε μέγεθος και ποιότητα και η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-καπνού, ώστε το μέγεθός της να εναρμονιστεί με τον πρωτογενή τομέα, μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης.