Η υπερθέρμανση του πλανήτη απειλεί με ασφυξία την ελληνική οικονομία με τις επιπτώσεις της κλιματικής αποσταθεροποίησης να διαχέονται ταχύτατα στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πεδίο, σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα αποτελέσματα μελέτης που εκπόνησε η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της ΤτΕ.
Τα ευρήματα της έρευνας «φωνάζουν» για την αναγκαιότητα εκπόνησης μίας στοχευμένης στρατηγικής θωράκισης του πρωτογενή τομέα και των υποδομών της χώρας ούτως ώστε να μετριαστεί το δυσθεώρητο κόστος της κλιματικής αλλαγής που… χτυπά την πόρτα μας.
O κίνδυνος ερημοποίησης περίπου του 40% της Ελλάδας, με ανατολικά και νότια τμήματα να πλήττονται παραπάνω, η ένταση των ακραίων φαινομένων (λιγότερες αλλά πιο έντονες βροχοπτώσεις, πιο συχνοί και πιο «επιθετικοί» καύσωνες), η αύξηση των ημερών με κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, προδιαγράφουν έναν πιο «σκοτεινό» και λιγότερο φιλόξενο κόσμο, αν δεν δράσουμε… χθες.
Εστιάζοντας στο οικονομικό πεδίο, ο βαρύς λογαριασμός της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο, με συντελεστή προεξόφλησης 2%, ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα που επικαλέστηκε τα ευρήματα της έρευνας.
Μέχρι το 2100, αν δεν προβούμε σε δραστικές ενέργειες, το κόστος θα αγγίξει τα 200 δισ. ευρώ. Αν δεν χρησιμοποιηθεί συντελεστής προεξόφλησης, η ζημιά υπολογίζεται στα 700 δισ. ευρώ μέχρι το 2100.
Η λήψη μέτρων θα μπορούσε να μειώσει το κόστος κατά 30%.
«Οι Κεντρικές Τράπεζες ήδη λαμβάνουν μέτρα, στην ΤτΕ ασχολούμαστε συστηματικά με τα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας. Ειδικά στο μέτωπο της προσαρμογής, η πρόοδος σε παγκόσμιο επίπεδο βαίνει μειούμενη, με τις εκτιμήσεις για το ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται να αυξάνονται, ενώ ταυτόχρονα οι κλιματικοί κίνδυνοι διευρύνονται. Περαιτέρω καθυστέρηση στη συλλογική εφαρμογή μέτρων και πολιτικών, θα εμβαθύνει τις συνέπειες της κρίσης, ενώ για την αντιμετώπισή της θα απαιτηθούν μεγαλύτερες κεφαλαιακές ροές στο μέλλον», επεσήμανε ο κ. Στουρνάρας κρούοντας ηχηρότατη καμπάνα κινδύνου για τα μελλούμενα.
Μετά το 2050 θα είναι… αργά για δάκρυα
Η δεκαετία του 2050, σύμφωνα με την έρευνα, περιλαμβάνει το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη. Μετά το 2060, η αύξηση στη μέση θερμοκρασία θα φτάσει τους 2°C έως και 5°C περίπου, ανάλογα με το σενάριο εκπομπών.
«Αν δεν λάβουμε μέχρι το 2050 τα αναγκαία μέτρα, δεν θα υπάρχει επιστροφή», τόνισε ο Χρήστος Ζερεφός, Γενικός Γραμματέας Ακαδημίας Αθηνών, Εθνικός Εκπρόσωπος για την Κλιματική Αλλαγή, Συντονιστής ΕΜΕΚΑ. «Αν δεν κάνουμε τίποτα το κόστος της κλιματικής αλλαγής μακροπρόθεσμα, παγκοσμίως, θα αγγίξει τα 130 τρισ. δολάρια», προειδοποίησε.
Αν επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε και να σχηματίσουμε τη ζοφερή εικόνα, με βάση πάντα τα ευρήματα της έρευνας, θα διαπιστώσουμε πως, πέρα από το φυσικό περιβάλλον, γεωργία και υποδομές (μεταφορικό και σιδηροδρομικό δίκτυο) πληρώνουν το μάρμαρο της βίαιης κλιματικής αλλαγής.
Στη δίνη του κλιματικού κυκλώνα η Θεσσαλία
Η μελέτη, για την περιοχή της Θεσσαλίας (Τρίκαλα, Ζάππειο, Σωτήριο), «βλέπει» ένταση των τάσεων ερημοποίησης του εδάφους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό και την υποβάθμιση των καλλιεργήσιμων γαιών.
Πιο συγκεκριμένα:
· Μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το τέλος του αιώνα.
· Σε βαθιά εδάφη, μείωση των αποδόσεων του αραβοσίτου έως 29,3% και του βαμβακιού μέχρι 29,6% και αύξηση των αποδόσεων του σιταριού μέχρι 68,6%, έως το τέλος του αιώνα στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής.
· Σε ρηχά και επικλινή εδάφη, εκμηδένιση των αποδόσεων του βαμβακιού και του αραβοσίτου και διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων του σιταριού, στο μέσο και στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το μέσο του αιώνα.
Στη μελέτη, που παρουσίασε ο Ανδρέας Καραμάνος, Ομότιμος Καθηγητής Γ.Π.Α., μέλος Συντονιστικής Ομάδας ΕΜΕΚΑ, προτείνεται δέσμη μέτρων για την διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής στην Θεσσαλία, μεταξύ των οποίων:
· Εφαρμογή καλλιεργητικών μέτρων διατήρησης του εδάφους στις επικλινείς εκτάσεις και μέτρων αποκατάστασης του εδάφους στις περιοχές υψηλού κινδύνου αλάτωσης.
· Περιορισμός των καλλιεργειών βαμβακιού και αραβοσίτου στις πεδινές εκτάσεις και στα βαθιά εδάφη, ενώ στις επικλινείς εκτάσεις προτίμηση σε σιτάρι και λειμώνια φυτά.
· Καλλιέργεια φυτικών ειδών και ποικιλιών με βραχύτερο βιολογικό κύκλο για εξοικονόμηση νερού.
· Νέα στρατηγική χρήσης αρδευτικού νερού, με έμφαση στα επιφανειακά ύδατα και κατασκευή κατάλληλων υποδομών για την αντιμετώπιση των πλημμυρών.
Πιο ευάλωτο το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο σε Ανατολική και Δυτική Ελλάδα
Στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στις υποδομές εστίασαν οι Γεώργιος Γιαννόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ, Μέλος Συντονιστικής Ομάδας ΕΜΕΚΑ και Αναστάσιος Ξεπαπαδέας, Καθηγητής Πανεπιστημίου της Μπολόνια, Ομότιμος Καθηγητής Ο.Π.Α., Μέλος Συντονιστικής Ομάδας ΕΜΕΚΑ.
Για τις μεταφορές, έγινε ανάλυση τρωτότητας (ο βαθμός στον οποίο ένα σύστημα είναι ευαίσθητο στον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής) του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου από την οποία προκύπτει πως:
· Η υψηλότερη σχετική τρωτότητα, τόσο συνολικά όσο και ανά χιλιόμετρο δικτύου εμφανίζεται στην Ανατολική Ελλάδα και ακολουθεί η Δυτική και στη συνέχεια η Κεντρική Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η δρομολόγηση της δημιουργίας εθνικού παρατηρητηρίου επιπτώσεων κλιματικής αλλαγής στις μεταφορές (τήρηση στατιστικών στοιχείων λειτουργίας και επιπτώσεων) και η περαιτέρω ανάπτυξη αναλυτικών μοντέλων για την αξιολόγηση των μεταφορικών υποδομών ως προς: α) Τη σημαντικότητα και β) Την τρωτότητα, «δείχνουν» την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η χώρα.
Για τις δασικές πυρκαγιές, οι σχετικά υψηλότερες τρωτότητες, ανά έκταση, κάτοικο, συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα, τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζει υψηλές τρωτότητες με βάση την ανισοκατανομή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Η Αττική εμφανίζει την υψηλότερη τρωτότητα με βάση την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.
Πηγή ΟΤ