Την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας σε δέκα κράτη μέλη της Ε.Ε., ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, μελετά μεγάλη έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Εurofound).
Η δημοσιοποίηση της μελέτης συνέπεσε χρονικά με τη νέα ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία «τραβάει» το αυτί της ελληνικής πολιτείας για τα κενά στο σύστημα Κοινωνικής Προστασίας. Φαίνεται πως η ψηφιοποίηση από μόνη της δεν αρκεί, όταν υπάρχει έλλειμμα διαφάνειας και λογοδοσίας.
Kατακερματισμένο το σύστημα κοινωνικής προστασίας
Το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει, ότι στο πεδίο των Δαπανών Κοινωνικής Προστασίας, το σύστημα συνεχίζει να είναι κατακερματισμένο ως προς τις κατηγορίες και τον αριθμό των κοινωνικών επιδομάτων. Επιπλέον, σημειώνει ότι «δεν έχει θεσμοθετηθεί ένας ισχυρός και αποτελεσματικός μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης της κοινωνικής πολιτικής, έτσι ώστε τα επιδόματα να χορηγούνται σε αυτούς που πραγματικά τα έχουν ανάγκη».
Έλλειψη λογοδοσίας
Σε άλλο σημείο της Έκθεσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει «παντελή έλλειψη λογοδοσίας και μη υποβολή εγκεκριμένων οικονομικών καταστάσεων εκ μέρους νομικών προσώπων, στα οποία συγκαταλέγονται ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) και ο Οργανισμός Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ). Σημειωνει δε, ότι «η αυναμία κατάρτισης των λογαριασμών τους δεν έχει έως σήμερα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά παρά τις
συνεχείς νομοθετικές παρατάσεις της σχετικής προθεσμίας».
Oι συστάσεις της Εurofound
Η έκθεση της Eurofound, τονίζει ότι η ψηφιοποίηση της κοινωνικής προστασίας, δεν πρέπει να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται ερήμην των άμεσα ενδιαφερόμενων. Οφείλουν δηλαδή οι υπεύθυνοι χάραξης κοινωνικής πολιτικής όχι απλώς να ακούνε τις φωνές όλων των κοινωνικών εταίρων, αλλά να τους καθιστούν συμμέτοχους. Οι δικαιούχοι των επιδομάτων, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας, ασφάλισης και υγείας, οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών πρεπει να ενημερώνονται με σαφήνεια για τις αλλαγές και να εμπλέκονται ενεργά στις διαδικασίες της ψηφιακής μετάβασης. Επίσης συστήνεται να αξιολογούνται από τους πολίτες οι διαδικασίες κοινωνικής προστασίας, ώστε να διορθώνονται τα προβλήματα
Κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν είδαμε να συμβαίνει στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις πρόσφατες αλλαγές στον τρόπο καταβολής των κοινωνικών επιδομάτων, της ΔΥΠΑ και του ΟΠΕΚΑ.
Το ψηφιακό χάος με την προπληρωμένη κάρτα
Από τα μέσα Μαρτίου, σχεδόν όλα τα βασικά επιδόματα (ανεργίας, γονικής άδειας, γέννησης παιδιού, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κ.ά) καταβάλλονται υποχρεωτικά μέσω προπληρωμένης πιστωτικής κάρτας. Οι δικαιούχοι μπορούν να «σηκώσουν» από την τράπεζα μόνο το 50% του επιδόματος, ενώ το υπόλοιπο ποσό μπορούν να το χρησιμοποιήσουν μόνο για ηλεκτρονικές αγορές – με POS ή διαδικτυακά.
Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής του μέτρου, υπήρξε βροχή καταγγελιών από τους δικαιούχους, ότι με το σπάσιμο του επιδόματος στα δύο, αδυνατούν να πληρώσουν οικονομικές υποχρεώσεις, όπως η πληρωμή του ενοικίου, δάνεια, λογαριασμούς, κοινόχρηστα.
Τις αδυναμίες της προπληρωμένης κάρτας είχε αναδείξει και ο Συνήγορος του Πολίτη, ζητώντας από την πολιτεία να λάβει άμεσα μέτρα, για να διορθωθούν λάθη και αδικίες. Εκτός από τα πρακτικά προβλήματα είχε τονίσει ότι εγείρεται και νομικό ζήτημα. Παροχές για τις οποίες πληρώνει ο ασφαλισμένος όσο δουλεύει, όπως το επίδομα ανεργίας και μητρότητας, έχουν την ίδια νομική φύση με τις συντάξεις. Όπως δεν μπορεί το κράτος να υποχρεώσει τον συνταξιούχο να χρησιμοποιήσει τη μισή του σύνταξη ως «ηλεκτρονικό κουπόνι», έτσι δεν μπορεί να απαγορεύσει στον άνεργο να χρησιμοποιήσει το σύνολο του πενιχρού επιδόματος με τον τρόπο που επιθυμεί.
Συνεχίζονται τα προβλήματα
Μετά τη θύελλα αντιδράσεων, η ΔΥΠΑ και ο ΟΠΕΚΑ εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση τον Ιούλιο, όπου ενημέρωναν ότι τα παράπονα των πολιτών «αξιολογούνται από τις υπηρεσίες και εάν διαπιστωθεί η ανάγκη για επιμέρους τροποποιήσεις προς διευκόλυνση συγκεκριμένων ομάδων δικαιούχων, εντός του πλαισίου της μεταρρύθμισης, αυτές θα ανακοινωθούν».
Μολονότι είχαν υπάρξει διαρροές για μερική αναθεώρηση του μέτρου – π.χ. για αύξηση του ποσού που μπορεί να σηκώσει ο δικαιούχος σε μετρητά στο 75% – τελικά δεν υπήρξε καμία μέριμνα. Οι μόνοι που εξαιρέθηκαν από την προπληρωμένη κάρτα ήταν τα άτομα με οπτική αναπηρία, για αυτονόητους λόγους.
Οι διαμαρτυρίες για τον ψηφιακό προκρούστη στην προπληρωμένη κάρτα συνεχίζονται μέχρι σήμερα, οχτώ μήνες μετά την αρχική εφαρμογή του μέτρου.
Τα υπέρ και τα κατά της ψηφιοποίησης
Όπως σημειώνει το Eurofound, η ψηφιοποίηση της κοινωνικής προστασίας μπορεί να ενισχύσει τη διαφάνεια, να βελτιώσει την πρόσβαση εκτός των κανονικών ωρών λειτουργίας και σε περιοχές χωρίς δημόσιες υπηρεσίες, να μειώσει το στίγμα, να αυξήσει την ανταπόκριση και να μειώσει το διοικητικό κόστος.
Ωστόσο, μπορεί επίσης να επιδεινώσει τις ανισότητες μέσω του ψηφιακού αποκλεισμού, να περιορίσει τις ευκαιρίες παραπομπής και υποστήριξης και να αυξήσει τους κινδύνους στον κυβερνοχώρο – π.χ. για το απόρρητο των δεδομένων ή για κυβερνοεπιθέσεις.
Αλγοριθμικός ρατσισμός
Η ψηφιοποίηση της κοινωνικής προστασίας, ενώ θεωρητικά μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες σφάλματος και προκαταλήψεων, σε αρκετές περιπτώσεις έχει συμβεί το αντίθετο. Όποιοι έχουν δει την ταινία του Κεν Λόουτς «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ», έχουν μια σαφή ιδέα του πώς οι «αντικειμενικοί» αλγόριθμοι, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να «τσεκουρώσουν» επιδόματα, με ολέθρια αποτελέσματα για τους δικαιούχους.
Τα πιο πρόσφατα παραδείγματα «αλγοριθμικού ρατσισμού» έρχονται από τη Γαλλία και την Ολλανδία, δύο χώρες που έχουν (ακόμα) ισχυρό σύστημα κοινωνικής προστασίας.
Στη Γαλλία, το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για να απονέμει βαθμολογίες «κινδύνου υπερπληρωμής» στους δικαιούχους. Αξιολογεί δηλαδή τις πιθανότητες που έχει κάποιος να λαμβάνει χρήματα που δεν δικαιούται. Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών αιτήθηκαν και απέκτησαν πρόσβαση στον αλγόριθμο. Αποδείχθηκε ότι το σύστημα προέβαινε σε διακρίσεις εις βάρος οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα, ανέργων, ατόμων που έμεναν υποβαθμισμένες συνοικίες, δαπανούσαν σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους για ενοίκιο ή εργάζονταν ενώ ήταν ανάπηροι. Ολόκληρες κοινωνικές ομάδες βαθμολογούνταν ως «υψηλής επικινδυνότητας» και αντιμετώπιζαν αποκλεισμούς.
Ολλανδικό σκάνδαλο
Στην Ολλανδία, ξέσπασε τεράστιο σκάνδαλο όταν αποδείχθηκε ότι αντίστοιχο αλγοριθμικό μοντέλο ελέγχου των κοινωνικών παροχών στοχοποιούσε συστηματικά άτομα με χαμηλό εισόδημα ή μεταναστευτική καταγωγή. Μεταξύ 2005-2019, πάνω από 26.000 οικογένειες κατηγορήθηκαν άδικα από τις ολλανδικές φορολογικές αρχές, για απάτη στα επιδόματα παιδιού, λόγω «αλγοριθμικών διακρίσεων».
Για παράδειγμα τα ξενόγλωσσα ονόματα και η διπλή υπηκοότητα θεωρούνταν παράγοντες κινδύνου. Κατά συνέπεια, πολλοί χρεώθηκαν, μερικοί κατέληξαν στη φτώχεια, έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους και είδαν τα παιδιά τους να μπαίνουν σε ιδρύματα. Το συγκεκριμένο σύστημα δεν χρησιμοποιείται πλέον και το Ολλανδικό κράτος βρίσκεται σε διαδικασία αποζημίωσης των οικογενειών που βλάφθηκαν. Εκτός από τους δεκάδες χιλιάδες γονείς που βαφτίστηκαν «απατεώνες», πολλοί περισσότεροι υπέστησαν αδικαιολόγητες αναμονές, απορρίψεις, οικονομική ανασφάλεια, παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και κοινωνικό στίγμα.



