Τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί μία πολύ άσχημη κατάσταση με τη διάθεση της κορινθιακής σταφίδας, μεγάλο μέρος της οποίας έχει μείνει αδιάθετη, αλλά και τις χαμηλές τιμές που λαμβάνουν οι παραγωγοί, την στιγμή μάλιστα που το κόστος παραγωγής έχει εκτοξευθεί.
Τα κυριότερα προβλήματα είναι η μειωμένη ζήτηση ιδίως σε αγορές του εξωτερικού λόγω ανταγωνισμού, αλλά και λόγω αλλαγής διατροφικών συνηθειών των καταναλωτών. Συγχρόνως, έχουν δημιουργηθεί μεγάλα αποθέματα λόγω πανδημίας σε εμπόρους – μεταποιητές, ενώ στα χέρια των παραγωγών βρίσκεται προϊόν που δεν μπορούν να διαθέσουν.
Παράλληλα, οι αμπελώνες της κορινθιακής σταδιακά γηράσκουν και μειώνεται το προϊόν, καθώς δεν υπάρχει επιδοτούμενο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.
Την ίδια στιγμή, οι τιμές που διαμορφώθηκαν το 2022 ήταν γύρω στα 90 λεπτά, ενώ το κόστος καλλιέργειας είναι για τιμή πάνω από 1,50 €/κιλό. Για τη φετινή χρονιά τα πράγματα δεν προβλέπονται καλύτερα.
Οι προτάσεις
Τα παραπάνω περιγράφει σε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο αντιπεριφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας Θόδωρος Βασιλόπουλος, ο οποίος και καταθέτει προτάσεις για να κερδίσει η κορινθιακή σταφίδα το χαμένο έδαφος των τελευταίων δύσκολων χρόνων. Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνουν:
- ένα μέρος της φετινής παραγωγής να διατεθεί νόμιμα για οινοποίηση
- να αυξηθεί το ποσό επιδότησης της συνδεδεμένης ενίσχυσης ώστε να καλύπτεται ένα μέρος της απώλειας εισοδήματος
- ειδικά για την φετινή χρονιά να δοθεί μια οικονομική ενίσχυση ανά στρέμμα όπως σε άλλες καλλιέργειες λόγω ιδιαίτερων συνθηκών
- μέριμνα ώστε ένα μέρος της παραγωγής να προωθείται σε σχολεία, στρατό, ΤΕΒΑ και άλλες δομές
Σταδιακή μείωση της καλλιέργειας
«Η στήριξη και διατήρηση της μοναδικής αυτής καλλιέργειας, θεωρούμε ότι είναι απολύτως αναγκαία για οικονομικούς, κοινωνικούς αλλά και περιβαλλοντικούς σκοπούς», επισημαίνει, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι διάφοροι λόγοι, αλλά κυρίως ο λανθασμένος τρόπος επιδότησης της καλλιέργειας μέσω ΟΣΔΕ επέφεραν σταδιακή μείωση της καλλιέργειας, καθώς το έτος 2009 ήταν 145.000 στρέμματα και έφτασε το 2017 να είναι 109.000. Σε Αχαΐα και Ηλεία καλλιεργούνται περίπου 60.000 στρέμματα και παράγονται 20.000 τόνοι.