Λιγότερα κρασιά θα παράγονται στην ΕΕ στα επόμενα 12 χρόνια λόγω έλλειψης αγορών, μειωμένης διαθεσιμότητας φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αλλά και της κλιματικής αστάθειας.
Σύμφωνα με μια «αισιόδοξη τάση», η Κομισιόν στις γεωργικές προοπτικές 2023 – 2035, υπολογίζει ευρωπαϊκή μείωση 7% στην κατανάλωση και την παραγωγή κρασιού έως το 2035, ενόψει των νέων καταναλωτικών προτύπων και της κλιματικής αλλαγής.
«Η ευρωπαϊκή κατανάλωση κρασιού μειώνεται εδώ και αρκετά χρόνια, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης για την υγεία, της αλλαγής των καταναλωτικών προτύπων μεταξύ των νέων και του ανταγωνισμού από άλλα ποτά», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της.
Η Κομισιόν στις γεωργικές προοπτικές 2023 – 2035, υπολογίζει ευρωπαϊκή μείωση 7% στην κατανάλωση και την παραγωγή κρασιού έως το 2035 ενόψει των νέων καταναλωτικών προτύπων και της κλιματικής αλλαγής
Μειωμένοι οι ευρωπαϊκοί αμπελώνες
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις γεωργικές προοπτικές, το 2035, οι ευρωπαϊκοί αμπελώνες θα εκτείνονται σε 3,1 εκατομμύρια εκτάρια (-3% σε σύγκριση με τον μέσο όρο 2018-2022) και θα παράγουν 145 εκατομμύρια εκατόλιτρα κρασιού (-7%), με εγχώρια κατανάλωση 119 εκατομμύρια hl (-7%) και οι εξαγωγές θα ανέρχονται σε 32 εκατομμύρια hl (+3%).
Η ΕΕ επισημαίνει ότι γενικά «οι μακροοικονομικές προβλέψεις και οι προσδοκίες για την απόδοση των καλλιεργειών είναι εγγενώς αβέβαιες» και ότι «αυτή η έκθεση προοπτικών δεν πρέπει να παρερμηνευτεί ως πρόβλεψη».
Οι Βρυξέλλες εξηγούν ότι αυτές οι «προβολές αντιστοιχούν στις μέσες τάσεις που αναμένεται να ακολουθήσουν οι γεωργικές αγορές εάν οι τρέχουσες πολιτικές και το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αμετάβλητο κατά την προβλεπόμενη περίοδο. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια πρόβλεψη, εφόσον όλα τα πράγματα είναι αμετάβλητα».
Πτωτική τάση στην κατανάλωση και την παραγωγή
Ωστόσο, όσον αφορά τις προβλεπόμενες μειώσεις για το κρασί, «αυτή η τάση θα μπορούσε να θεωρηθεί μάλλον αισιόδοξη, αφού θα μπορούσε να υπάρξει σημαντικός κίνδυνος μεγαλύτερης πτώσης στο μέλλον», υποστηρίζει η Επιτροπή, επισημαίνοντας ότι «η ευρωπαϊκή οινοπαραγωγή της Ένωσης θα ακολουθήσει την πτωτική τάση κατανάλωση».
Με βάση μια ετήσια μείωση 1%, οι Βρυξέλλες υποθέτουν πτώση κάτω από το όριο των 20 λίτρων οίνου, που καταναλώνονται ετησίως ανά κάτοικο στην Ευρώπη το 2035.
Πέφτοντας στα 19,9 λίτρα/κάτοικο το χρόνο, η κατανάλωση θα μειωνόταν κατά 2,4 λίτρα σε 12 χρόνια, αλλά όχι ομοιόμορφα: η πτώση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη για τα κόκκινα κρασιά, ενώ η ζήτηση θα αυξηθεί για κρασιά χωρίς αλκοόλ, κρασιά με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, καθώς και για λευκά, ροζέ και αφρώδη κρασιά. Αυτό σημαίνει «μια γενική προσαρμογή του τομέα στις νέες τάσεις», αναφέρει η Επιτροπή, γεγονός που προκαλεί άλλες αναπόφευκτες προσαρμογές.
Να σημειωθεί ότι ήδη καταγράφηκε μείωση της κατανάλωσης οίνου κατά 1% στη Γαλλία και αντίστοιχα αύξηση 11% της μπύρας.
Η παραγωγή κρασιού το 2035 θα μειωθεί επίσης «από τη μειωμένη διαθεσιμότητα φυτοπροστατευτικών προϊόντων, τους πρόσθετους περιορισμούς στην άρδευση σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αστάθεια λόγω της κλιματικής αλλαγής». Το 2035, η μέση απόδοση κρασιού θα μπορούσε να μειωθεί στα 47,5 hl/ha, πτώση 3% σε 12 χρόνια, σύμφωνα με την Επιτροπή.
Οι εξαγωγές
Ενώ οι εξαγωγές θεωρούνται ως το εμπορικό εργαλείο του μέλλοντος για τον αμπελοοινικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι επιφυλακτική: «ακόμα και αν παραμείνουν αβεβαιότητες, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές κρασιού (θα αυξηθούν) με ρυθμό πολύ χαμηλότερο από εκείνον των τελευταίων ετών», επειδή «η ζήτηση σε ορισμένες παραδοσιακές εξαγωγικές αγορές φτάνει σε επίπεδα κορεσμού».
Αναμένοντας ετήσια αύξηση του όγκου των εξαγωγών κατά 0,3%, οι Βρυξέλλες προσθέτουν ότι «η επιβράδυνση του όγκου των εξαγωγών θα μπορούσε να αποδοθεί στον αυξημένο ανταγωνισμό στα κρασιά χαμηλού και μεσαίου επιπέδου (χαμηλές και μεσαίες τιμές), καθώς και σε «μεταβολή των καταναλωτικών προτύπων τις κύριες εξαγωγικές αγορές». Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές κρασιού θα μειώνονταν κατά 2% κάθε χρόνο, φτάνοντας τα 6 εκατομμύρια εκατόλιτρα το 2035.
Να σημειωθεί, ότι η έκθεση «βασίζεται σε ένα σύνολο μακροοικονομικών υποθέσεων που κρίθηκαν ως οι πιο εύλογες κατά τη στιγμή της μελέτης», εξηγεί η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι «η αβεβαιότητα σχετικά με τις μακροοικονομικές εξελίξεις και τις γεωπολιτικές και εμπορικές σχέσεις παραμένει υψηλή για τα επόμενα 12 χρόνια». Για τις Βρυξέλλες, «είναι επομένως σημαντικό να τονιστεί ότι αυτές οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές αποτελούν αναφορά για το μελλοντικό έργο της Επιτροπής και ότι αυτή η αναφορά καθιστά δυνατή τη δοκιμή διαφορετικών εξελίξεων».