Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα επιτόκια την Πέμπτη 5 Ιουνίου, η οποία αναμένεται ευρέως να είναι μια μείωση της τάξεως των 25 μονάδων βάσης, θα είναι πιθανότατα και η τελευταία «εύκολη» απόφαση της ΕΚΤ, σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης νομισματικής χαλάρωσης, αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας και σημαντικών επιπτώσεων για τα νοικοκυριά και την ευρύτερη οικονομία.
Η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει από τον Ιούνιο του 2024 έναν κύκλο μειώσεων επιτοκίων, με το επιτόκιο καταθέσεων να υποχωρεί από το 4% στο 2%. Η αναμενόμενη απόφαση της 5ης Ιουνίου θα αποτελέσει την όγδοη συνεχόμενη μείωση, αντανακλώντας την προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη. Μια μείωση την κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες θα φέρει το επιτόκιο καταθέσεων στο 2%, ένα επίπεδο που αρκετοί αναλυτές θεωρούν ουδέτερο για τα δεδομένα της ευρωζώνης.
Τι αλλάζει για τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Για τα νοικοκυριά, ο άμεσος αντίκτυπος της απόφασης της ΕΚΤ αποτυπώνεται κυρίως στο κόστος δανεισμού. Η μείωση των βασικών επιτοκίων επηρεάζει άμεσα το Euribor, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς για τα περισσότερα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου στην ευρωζώνη. Έτσι, πολλοί ιδιοκτήτες κατοικιών θα διαπιστώσουν μείωση στις μηνιαίες δόσεις των δανείων τους.
Ωστόσο, αυτή η ανακούφιση δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την ευρωζώνη, καθώς σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, όπου κυριαρχούν τα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου, οι δανειολήπτες θα επωφεληθούν μόνο όταν προχωρήσουν σε αναχρηματοδότηση τα επόμενα χρόνια.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η τάση προτίμησης δανείων με σταθερό αλλά υψηλότερο επιτόκιο έχει αρχίσει να αποκτά ιδιαίτερη δυναμική και στην Ελλάδα, αλλά ένα υψηλό ποσοστό δανειακών συμβάσεων παραμένουν συνδεδεμένες με το Euribor. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ, τον Μάρτιο του 2025 το ποσοστό των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ανήλθε στο 22,06%. Το ποσοστό των επιχειρηματικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο συνεχίζει να παραμένει υψηλό και θα δούνε περαιτέρω ελάφρυνση στις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Έριδες εντός της ΕΚΤ
Αν και η μείωση του Ιουνίου θεωρείται αναμενόμενη, η πλειονότητα των οικονομολόγων εκτιμά ότι στη συνεδρίαση του Ιουλίου η ΕΚΤ θα διακόψει προσωρινά τον κύκλο χαλάρωσης, λόγω των συνεχιζόμενων πληθωριστικών πιέσεων.
Περαιτέρω μειώσεις θεωρούνται πιθανές το φθινόπωρο, με τις προβλέψεις να δείχνουν ότι το επιτόκιο καταθέσεων μπορεί να υποχωρήσει στο 1,75% μέχρι το τέλος του έτους. Παράλληλα, αναλυτές της UBS εκτιμούν ότι η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να αυξήσει ξανά τα επιτόκια προς τα τέλη του 2026, λόγω δημογραφικών πιέσεων και αναζωπύρωσης του πληθωρισμού.
Στο εσωτερικό της ΕΚΤ, οι διαφωνίες στο Διοικητικό Συμβούλιο έχουν ενταθεί. Τα λεγόμενα «γεράκια» υποστηρίζουν τη διακοπή των περαιτέρω μειώσεων, επικαλούμενα τους κινδύνους από τους εμπορικούς πολέμους και τον πληθωρισμό, ενώ τα «περιστέρια» τάσσονται υπέρ της συνέχισης της χαλάρωσης για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ και η ηγετική ομάδα της ΕΚΤ προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις διαφορετικές αυτές απόψεις, αναγνωρίζοντας ότι, αν και ο πληθωρισμός πλησιάζει τον στόχο του 2%, η οικονομία της ευρωζώνης παραμένει ευάλωτη.
Οι ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της απόφασης της ΕΚΤ είναι σημαντικές. Από τη μία πλευρά, τα χαμηλότερα επιτόκια στοχεύουν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων των διεθνών εμπορικών εντάσεων. Από την άλλη, η αύξηση των κρατικών δαπανών για άμυνα και υποδομές σε μεγάλες οικονομίες, όπως η Γερμανία, ενδέχεται να ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις, περιπλέκοντας το έργο της ΕΚΤ.
Πηγή: ot.gr