Η Ευρώπη είναι η ήπειρος που γερνάει γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη στον πλανήτη. Ο αριθμός των ανθρώπων που λόγω ηλικίας και των συνεπειών της γήρανσης θα χρειάζονται μακροχρόνια φροντίδα αυξάνεται. Και αναλόγως αυξάνονται και οι ανάγκες για υπηρεσίες.
Ωστόσο, οι πόροι που διατίθενται δεν επαρκούν, ούτε υπάρχει επαρκής αριθμός εργαζομένων που θα προσφέρει υπηρεσίες τους ανθρώπους που τις έχουν ανάγκη. Και είναι άνθρωποι με άνοια ή χρόνια προβλήματα υγείας ή αναπηρία που με τη γήρανση επιδεινώνονται. Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Καθώς, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ (2021), δίνει ένα ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ (0,2%) σε αυτό τον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Και είναι τελευταία στην Ευρώπη.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Bruegel
Στην Ευρώπη, η μέση ηλικία είναι τα 43 έτη, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 31 έτη, ενώ υπολογίζεται ότι, μέχρι το 2050 το 6% των ανθρώπων της ΕΕ θα είναι άνω των 85 ετών. Σήμερα το ποσοστό αυτό είναι 3%.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στις χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες έχουν πληγεί περισσότερο και από το brain drain. Δεν είναι μόνο ότι έχουν μεγαλύτερα ποσοστά γηραιότερου πληθυσμού, αλλά και οι νέοι φεύγουν ταχύτερα για το εξωτερικό, αναζητώντας καλύτερη ζωή αλλού.
Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης Bruegel, με έδρα τις Βρυξέλλες, στην Ιταλία, τη γηραιότερη χώρα της Ευρώπης, η μέση ηλικία είναι 49 έτη. Μόνο το 2021, το 2,8% των αποφοίτων πανεπιστημίων ηλικίας μεταξύ 25 και 34 ετών μετανάστευσαν.
Στην Ελλάδα, τη Λιθουανία και τη Λετονία, χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα μειωθεί κατά 20% από το 2023 έως το 2050. Και αυτή η έλλειψη νέων εργαζομένων, δυσχεραίνει την παροχή επαρκών και ικανοποιητικών υπηρεσιών, ενώ παράλληλα αυξάνεται η ζήτηση.
Δαπάνες 0,2% του ΑΕΠ στην Ελλάδα
Ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2021, τα οποία εμπεριέχονται και στην Ελληνική Εθνική Στρατηγική για τη Μακροχρόνια Φροντίδα που παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2024. Στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ το 2021 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) δαπανήθηκε κατά μέσο όρο το 1,8% του ΑΕΠ για τη μακροχρόνια φροντίδα (υγειονομικές και κοινωνικές συνιστώσες). Στην Ελλάδα, με προσδόκιμο ζωής τα 81 χρόνια, όπου συνήθως αυτή τη φροντίδα παρέχουν μέλη της οικογένειας, με μεγάλες επιπτώσεις για τα ίδια σε προσωπικό, ψυχολογική και οικονομικό επίπεδο, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 0,2%.
Σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μακροχρόνια φροντίδα, διαπιστώνεται στην Ελλάδα μια σειρά από προβλήματα αναφορικά με τη μακροχρόνια φροντίδα. Μεταξύ αυτών, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των φορέων και η διάσπαση της προσφοράς υπηρεσιών μεταξύ των δομών. Και ζητά αναβάθμιση της διασύνδεσης μεταξύ τους των υπηρεσιών και να λήψη μέτρων ώστε να αντιμετωπιστούν οι διαφαινόμενες ανάγκες του μέλλοντος.
Τι σημαίνει μακροχρόνια φροντίδα
Ως υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας (LTC) ορίζεται η υποστήριξη που παρέχεται σε όσους αδυνατούν να εκτελούν καθημερινές δραστηριότητες μόνοι τους. Συνήθως οι ηλικιωμένοι ή τα άτομα με αναπηρία. Στη Γερμανία, αναφέρει η έκθεση του Bruegel, το 79% των υπηρεσιών LTC ήδη απευθύνεται σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών. Και εκτιμά ότι στην ΕΕ ο αριθμός των ατόμων άνω των 50 ετών με ανάγκες LTC θα αυξηθεί από 19,7 εκατομμύρια το 2020 σε 27,1 εκατομμύρια έως το 2050.
Επίσης, παρατηρείται μεγάλη διάσταση στις δαπάνες για μακροχρόνια φροντίδα μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Το 2022 η Σουηδία, η Ολλανδία και η Νορβηγία δαπάνησαν περισσότερο από το ένα τέταρτο των προϋπολογισμών υγείας τους για LTC. Αντίθετα, λίγες χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης δαπανούν περισσότερο από 10%.
Επιπλέον, έχει μειωθεί και η προσφορά εργασίας. Οι εργαζόμενοι μακροχρόνιας φροντίδας αποτελούν το 7% του συνολικού εργατικού δυναμικού στη Σουηδία, αλλά λιγότερο από 1% στη Ρουμανία, την Κύπρο και την Ελλάδα.
Και επιπλέον, οι εργαζόμενοι στον τομέα της φροντίδας δηλώνων κακοπληρωμένοι, εξαιρετικά επιβαρυμένοι και αδύναμοι. Η πανδημία του κορονοϊού συνέβαλε σε αυτό. Στη Σλοβενία για παράδειγμα, διαδικασίες όπως αιματολογικές εξετάσεις, φροντίδα τραυμάτων και αλλαγή καθετήρων έχουν μεταφερθεί από τους γιατρούς στους νοσηλευτές, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την παροχή προληπτικής φροντίδας.
Τιμωρώντας μια γενιά
Η έλλειψη δαπανών για τη μακροχρόνια φροντίδα είναι επίσης μια πολύ σημαντική παράμετρος. Οι υπουργοί Υγείας συνήθως αντιμετωπίζουν τις δαπάνες για τη φροντίδα των ηλικιωμένων ως επιβάρυνση σε ήδη σφικτούς προϋπολογισμούς.
Αλλά, αν δεν δαπανήσουν τώρα, το κόστος θα είναι μεγαλύτερο. Οι άτυποι φροντιστές, δηλαδή τα μέλη της οικογένειας που αναλαμβάνουν θέλοντας και μη την επίπονη και ψυχολογικά επιβαρυντική εργασία, πρέπει να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους ή να παραιτηθούν εντελώς. Και προσφέροντας φροντίδα στο σπίτι, ζημιώνουν και την οικονομία: χάνουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα, δεν αποταμιεύουν.
Μιλώντας στον Economist, o Τζόναθαν Σάιλους, ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Συστημάτων και Πολιτικών Υγείας, υποστηρίζει ότι οι ανεπαρκείς δαπάνες τώρα θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα στο μέλλον: «Μη επενδύοντας τώρα, ουσιαστικά τιμωρείται μια άλλη γενιά».
«Γερνώντας στο σπίτι μου»
Στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι δαπάνες είναι πιο γενναιόδωρες για την προληπτική φροντίδα, οι ηλικιωμένοι πολίτες παραμένουν ενεργοί στην οικονομία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Εκεί υιοθετούν την προσέγγιση «γερνώντας στο σπίτι μου», με στόχο να αποφευχθεί όσο το δυνατόν η απομάκρυνση των ηλικιωμένων σε μονάδες φροντίδας όσο το δυνατόν περισσότερο.
Οι εργαζόμενοι που παρέχουν μακροχρόνια φροντίδα μπορούν να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού, να μαγειρεύουν και να πλένουν, ενώ παράλληλα ωθούν τους ασθενείς να είναι ανεξάρτητοι όπου μπορούν. Να κάνουν ψώνια, να κρατούν τα εγγόνια, να κάνουν εθελοντισμό. Άρα να παραμείνουν ενεργοί στην οικονομία και στην κοινωνία.
Αναζητώντας πόρους
Ορισμένες χώρες ήδη εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα όσον αφορά τις δαπάνες μακροχρόνιας φροντίδας.
Τον Ιούλιο, η Σλοβενία επέβαλε υποχρεωτική εισφορά μακροχρόνιας φροντίδας, η οποία λαμβάνει το 1% των μισθών (ή των καθαρών συντάξεων για όσους δεν εργάζονται πλέον) ή το 2% των αποδοχών για τους αυτοαπασχολούμενους.
Στην Ιταλία, από τον Ιανουάριο, όσοι είναι άνω των 80 ετών και πάσχουν από σοβαρές ασθένειες και δεν μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους θα λαμβάνουν συνολικό μηνιαίο επίδομα 1.380 ευρώ για την κάλυψη των εξόδων μακροχρόνιας φροντίδας. Στόχος αυτών των επιδομάτων είναι η μείωση της μετακίνησης σε οίκους ευγηρίας και η ελάφρυνση του βάρους στα δημόσια συστήματα.
Κίνδυνος για τον υπόλοιπο κόσμο
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό. Όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, στις επόμενες τρεις δεκαετίες, ο αριθμός των ηλικιωμένων στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική θα υπερδιπλασιαστεί. Στην Αφρική αναμένεται να υπερτριπλασιαστεί.
Στις περιοχές αυτές, οι δημόσιες δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη είναι χαμηλές σε σύγκριση με την Ευρώπη και πολύ λίγες χώρες έχουν αρχίσει να σκέφτονται τη μακροχρόνια φροντίδα. Ωστόσο, η γήρανση του πληθυσμού είναι ζήτημα που θα τους επηρεάσει όλους, τελικά.