Οι υποστηρικτές μιας κοινωνικής Ευρώπης ανέπνευσαν συλλογικά όταν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε την απόφασή του σχετικά με την Οδηγία για Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς στην ΕΕ (Υπόθεση C-19/23), στις 11 Νοεμβρίου 2025.
Με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, το Δικαστήριο επικύρωσε την οδηγία και τερμάτισε μια νομική περίοδο της νομικής αβεβαιότητας που είχε ρίξει σκιά σε μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ εδώ και δεκαετίες.
Διάφοροι νομικοί παρατηρητές είχαν υποστηρίξει ότι η ΕΕ δεν είχε την εξουσία να προτείνει μια τέτοια οδηγία, υποστηρίζοντας πως το άρθρο 153 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (TFEU) αποκλείει ρητά τις αρμοδιότητες του μπλοκ στο θέμα της «αμοιβής».
Μετά από αυτά τα επιχειρήματα, η δανική κυβέρνηση έφερε την υπόθεση ενώπιον του ΔΕΕ στις αρχές του 2023, επιδιώκοντας να ακυρωθεί ολόκληρη η οδηγία. Η θέση αυτή απέκτησε σημαντική ώθηση τον Ιανουάριο του 2025, όταν ο γενικός εισαγγελέας του ΔΕΕ εξέδωσε γνώμη που ζητούσε την πλήρη ακύρωση της οδηγίας, εγείροντας σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον αυτής της κοινωνικής νομοθεσίας – ορόσημο.
Η απόφαση του ΔΕΕ επικυρώνει την οδηγία
Η απόφαση του ΔΕΕ απέρριψε αυτό το σκεπτικό. Αντίθετα, επικύρωσε σαφώς τη συμμόρφωση της οδηγίας με το δίκαιο της ΕΕ, καθιερώνοντας μια κρίσιμη διάκριση που θα διαμορφώσει μελλοντικές πρωτοβουλίες κοινωνικής πολιτικής.
Το Δικαστήριο εντόπισε μόνο δύο ειδικές διατάξεις της οδηγίας που συνιστούν άμεση παρέμβαση στον εθνικό καθορισμό των μισθών και, ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθούν. Το πρώτο είναι το άρθρο 5.2 της οδηγίας, το οποίο όρισε τέσσερα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη κατά τον καθορισμό και την ενημέρωση του υποχρεωτικού κατώτατου μισθού: την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους, τον ρυθμό αύξησης των μισθών και τα μακροπρόθεσμα επίπεδα εθνικής παραγωγικότητας και ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την απόφαση, αυτό ισοδυναμεί με εναρμόνιση ορισμένων από τα συστατικά στοιχεία των νόμιμων κατώτατων μισθών και, κατά συνέπεια, παρεμβαίνει άμεσα στον καθορισμό της αμοιβής. Η δεύτερη διάταξη που πρέπει να ακυρωθεί είναι μια ρήτρα μη παλινδρόμησης στο άρθρο 5.3, η οποία εφαρμόζεται στους υποχρεωτικούς κατώτατους μισθούς που προσαρμόζονται με τη χρήση μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.
Το σημαντικότερο είναι ότι το ΔΕΕ επιβεβαίωσε την εγκυρότητα όλων των άλλων διατάξεων της οδηγίας. Ειδικότερα, όλες οι διατάξεις που προωθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις παραμένουν άθικτες, όπως το άρθρο 4.2, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταρτίσουν ένα σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, εάν η κάλυψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων πέσει κάτω από το 80%.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης το άρθρο 5.4 της οδηγίας, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν «ενδεικτικές τιμές αναφοράς» για να αξιολογήσουν την επάρκεια των υποχρεωτικών κατώτατων μισθών και το οποίο συνιστά σθεναρά το «κατώφλι διπλής αξιοπρέπειας» 60% του εθνικού ακαθάριστου μέσου μισθού και 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού.
Οι ακυρώσεις θα έχουν μικρό πρακτικό αντίκτυπο
Οι πρακτικές συνέπειες των δύο ακυρώσεων είναι αξιοσημείωτα περιορισμένες όταν εξεταστούν προσεκτικά, επισημαίνεται σε ανάλυση του Social Europe. Όσον αφορά στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό ή την ενημέρωση των νόμιμων κατώτατων μισθών, τα περισσότερα κράτη μέλη είχαν απλώς προσθέσει τα τέσσερα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5.2 στους υπάρχοντες καταλόγους κριτηρίων, όταν μετέφεραν την οδηγία στο εθνικό δίκαιο.
Δεδομένου ότι το άρθρο 5.1 της οδηγίας ορίζει ρητά ότι τα κράτη μέλη «μπορούν να αποφασίσουν για τη σχετική βαρύτητα των κριτηρίων» που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό και την ενημέρωση του θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού, οι πρακτικές συνέπειες της προσθήκης των τεσσάρων – πλέον ακυρωμένων – κριτηρίων περιορίστηκαν από την αρχή.
Ως εκ τούτου, φαίνεται εξαιρετικά απίθανο τα κράτη μέλη που εισήγαγαν τα τέσσερα κριτήρια στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο να τα ανακαλέσουν τώρα ως συνέπεια της απόφασης. Αυτό ισχύει ακόμη πιο σθεναρά για τα 11 από τα 22 κράτη μέλη της ΕΕ με υποχρεωτικό κατώτατο μισθό που έχουν υπογράψει τη σύμβαση υπ’ αριθ. 131 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ – ILO) σχετικά με τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, η οποία απαιτεί από τους υπογράφοντες να λαμβάνουν υπόψη σχεδόν τα ίδια κριτήρια κατά τον καθορισμό τους.
Ο πρακτικός αντίκτυπος της ακύρωσης της ρήτρας μη παλινδρόμησης για τις χώρες που χρησιμοποιούν κάποιο είδος μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για τον καθορισμό των υποχρεωτικών κατώτατων μισθών αναμένεται επίσης να παραμείνει αρκετά περιορισμένος. Επί του παρόντος, μόνο τέσσερις χώρες χρησιμοποιούν μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής: η ανάπτυξη των κατώτατων μισθών συνδέεται με την εξέλιξη των τιμών καταναλωτή στο Βέλγιο, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα. Σε αυτή την ομάδα μπορούμε να προσθέσουμε τη Βουλγαρία, η οποία εφαρμόζει έναν τύπο τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που συνδέεται με την εξέλιξη των μέσων μισθών, και την Ολλανδία, όπου οι κατώτατοι μισθοί συνδέονται με την ανάπτυξη των συλλογικά συμφωνηθέντων μισθών.
Μόνο σε Ελλάδα και Ιρλανδία μειώθηκαν οι κατώτατοι ελέω Τρόικας
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι σε καμία από αυτές τις χώρες η χρήση μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν οδήγησε ποτέ σε μείωση των κατώτατων μισθών. Στην πραγματικότητα, οι μόνες περιπτώσεις όπου οι νόμιμοι κατώτατοι μισθοί μειώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία, ως αποτέλεσμα της παρέμβασης της Τρόικας κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2009-2010, καταστάσεις εντελώς άσχετες με τους μηχανισμούς τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.
Ενώ οι πρακτικές συνέπειες της μερικής ακύρωσης θα παραμείνουν πολύ περιορισμένες, ο αντίκτυπος των επικυρωμένων διατάξεων ήταν ήδη σημαντικός σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αντίκτυπος της οδηγίας μπορεί να φανεί σε δύο διακριτές διαστάσεις: την επίσημη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, αφενός, και την πολιτική επιρροή της οδηγίας στον ευρύτερο διάλογο για τους κατώτατους μισθούς και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στα κράτη μέλη, αφετέρου.
Στην πράξη, ο αντίκτυπος της οδηγίας εκτείνεται πολύ πέρα από την επίσημη μεταφορά της, φέρνοντας ζητήματα όπως η επάρκεια των κατώτατων μισθών και η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην πολιτική ατζέντα και παρέχοντας στις προοδευτικές δυνάμεις ένα ισχυρό εργαλείο προκειμένου να πιέσουν για μέτρα που στοχεύουν στη διασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών και ισχυρότερων συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Η χρήση τιμών αναφοράς για τους υποχρεωτικούς κατώτατους μισθούς
Όπως καταδεικνύει μια επικείμενη μελέτη του ETUI, η χρήση τιμών αναφοράς είχε τον πιο εκτεταμένο αντίκτυπο στις εθνικές διαδικασίες καθορισμού του κατώτατου μισθού. Σε ορισμένες χώρες, ιδιαίτερα τη Βουλγαρία και την Κροατία, αυτό συνέβαλε σε σημαντικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού τα τελευταία δύο χρόνια. Από τα 22 κράτη μέλη με υποχρεωτικό κατώτατο μισθό, τα 17 χρησιμοποιούν πλέον κάποιο είδος τιμής αναφοράς για να τον καθορίσουν και να αξιολογήσουν την επάρκειά του (βλ. Πίνακα 1).

Τα κράτη μέλη διατηρούν την ελευθερία να επιλέγουν τον συγκεκριμένο τύπο και το επίπεδο των τιμών αναφοράς. Σχεδόν όλες οι χώρες χρησιμοποιούν ως τιμή αναφοράς τον δείκτη Kaitz, που μετρά τον κατώτατο μισθό ως ποσοστό του μέσου ή/και του διάμεσου μισθού, ως τιμή αναφοράς. Η Σλοβενία αποτελεί τη μόνη εξαίρεση, χρησιμοποιώντας αντ ‘αυτού το ελάχιστο κόστος διαβίωσης.
Όσον αφορά το επίπεδο της τιμής αναφοράς, τα περισσότερα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τις ενδεικτικές τιμές αναφοράς του 60% του ακαθάριστου μέσου όρου και του 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού, όπως συνιστάται στο άρθρο 5.4 της οδηγίας. Σε πέντε χώρες (Τσεχία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία [προτεινόμενη] και Ρουμανία), η τιμή αναφοράς είναι ελαφρώς χαμηλότερη, ενώ στην Πολωνία, τη Σλοβακία και την Ισπανία είναι υψηλότερη από το επίπεδο που προτείνεται στην οδηγία.
Ωστόσο, ακόμη και η χρήση της χαμηλότερης τιμής αναφοράς αντιπροσωπεύει βελτίωση σε σύγκριση με το τρέχον επίπεδο στις αντίστοιχες χώρες. Δεδομένου ότι η νομιμότητα του άρθρου 5.4 της οδηγίας έχει επιβεβαιωθεί ρητά από το ΔΕΕ, η χρήση τιμών αναφοράς για τον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών είναι πιθανό να γίνει ακόμη πιο σημαντική και διαδεδομένη στο μέλλον.
Ο αντίκτυπος στις συλλογικές διαπραγματεύσεις
Η οδηγία έχει επίσης ήδη διαμορφώσει τις εθνικές εξελίξεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις με έντονο τρόπο. Μέχρι στιγμής, πέντε χώρες (Βέλγιο, Τσεχία, Μάλτα, Πολωνία και Σλοβακία) έχουν εισαγάγει αλλαγές στο νομικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Οι αλλαγές αυτές αφορούν κυρίως τρεις κρίσιμους τομείς: πρώτον, την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και των συνδικαλιστών από διακρίσεις κατά την άσκηση του δικαιώματός τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στη συνδικαλιστική οργάνωση. Δεύτερον, διευκόλυνση της σύναψης και επέκτασης συλλογικών συμβάσεων για την κάλυψη περισσότερων εργαζομένων. Και τρίτον, τη βελτίωση της συλλογής δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πιο υγιής εμπειρική βάση για τη μέτρηση της κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Στο σχήμα 1 φαίνεται η κάλυψη συλλογικών διαπραγματεύσεων στα κράτη μέλη της ΕΕ (ποσοστό, 2024 ή το πιο πρόσφατο διαθέσιμο έτος). Όπως είναι εμφανές η Ελλάδα βρίσκεται μία θέση πριν το τέλος, ακολουθούμενη από την Πολωνία.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας, σχέδια δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχουν ήδη εγκριθεί στην Τσεχία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και τη Ρουμανία. Οι υπόλοιπες 12 χώρες που καλούνται να καταρτίσουν ένα σχέδιο δράσης μέχρι το τέλος του έτους βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας συζήτησης.
Αυτό, ωστόσο, αφορά μόνο την επίσημη μεταφορά και εφαρμογή των υποχρεώσεων της οδηγίας. Σε μια σειρά χωρών, έχουν σημειωθεί σημαντικές εξελίξεις στη σκιά της οδηγίας. Στην Πορτογαλία, τη Ρουμανία και την Ισπανία, για παράδειγμα, το 2022 και το 2023 εισήχθησαν ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτό εξηγεί γιατί αυτές οι κυβερνήσεις δεν είδαν την ανάγκη για περαιτέρω αλλαγές στη διαδικασία μεταφοράς της οδηγίας. Ας ευχηθούμε και στα δικά μας!
Η απόφαση θα φέρει νέα ώθηση
Η επικύρωση της οδηγίας για τον κατώτατο μισθό και των βασικών της διατάξεων μέσω του ΔΕΕ θα δώσει νέα ώθηση στον αγώνα για επαρκείς κατώτατους μισθούς και ισχυρές συλλογικές διαπραγματεύσεις σε όλη την Ευρώπη. Πρώτα και κύρια, θα ασκήσει πίεση σε εκείνες τις χώρες που δεν έχουν ακόμη μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο να το πράξουν το συντομότερο δυνατό.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνες τις χώρες – όπως η Εσθονία και η Ολλανδία – όπου η μεταφορά της οδηγίας μπήκε «στον πάγο» εν αναμονή της απόφασης του ΔΕΕ. Τα όρια ευπρέπειας του 60% του μέσου όρου και του 50% του μέσου μισθού θα συνεχίσουν να χρησιμεύουν ως «οι παράμετροι αναφοράς για την αξιολόγηση της επάρκειας των υποχρεωτικών κατώτατων μισθών» (αιτιολογική σκέψη 99 της απόφασης).
Σχέδιο για συλλογικές διαπραγματεύσεις μέχρι τέλος 2025 και από την Ελλάδα
Όσον αφορά την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η πλήρης έγκριση του άρθρου 4 της οδηγίας από το Δικαστήριο σημαίνει ότι άλλα 12 κράτη μέλη της ΕΕ με διαπραγματευτική κάλυψη κάτω του 80% – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – θα πρέπει να καταρτίσουν ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέχρι το τέλος του έτους, επιπλέον των έξι χωρών που το έχουν ήδη υιοθετήσει. Σε αυτά τα σχέδια δράσης, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση των τομεακών διαπραγματεύσεων ως τη σημαντικότερη προϋπόθεση για την επίτευξη συνολικής διαπραγματευτικής κάλυψης.
Συνολικά, η απόφαση του ΔΕΕ αντιπροσωπεύει μια σαφή επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τον κατώτατο μισθό, η οποία από την πλευρά των εργαζομένων υπήρξε πιθανώς η σημαντικότερη κοινωνική πρωτοβουλία της ΕΕ εδώ και δεκαετίες. Η απόφαση του ΔΕΕ θα δώσει νέα ενέργεια στη διαδικασία εφαρμογής, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι επαρκείς κατώτατοι μισθοί και η προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα παραμείνουν σταθερά στην πολιτική ατζέντα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, η 11η Νοεμβρίου 2025 ήταν πράγματι μια καλή μέρα για την Κοινωνική Ευρώπη, σηματοδοτώντας όχι ένα τέλος αλλά μια νέα αρχή στον αγώνα για δίκαιους μισθούς και ισχυρή συλλογική εκπροσώπηση σε ολόκληρη την ήπειρο.
