Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 2025
21.5 C
Athens

Μπορούν να τονώσουν την ανάπτυξη οι αμυντικές δαπάνες;

Οι κλιμακούμενες γεωπολιτικές εντάσεις, η προεδρία Τραμπ και η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία έχουν επαναφέρει στο επίκεντρο τη συζήτηση για την ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στα κράτη μέλη.

Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2026 καταγράφει το εύρος των αμυντικών δαπανών που σχεδιάζει η Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια. Οι φυσικές παραλαβές οπλικών συστημάτων εκτιμώνται σε 1,7 δισ. ευρώ το 2025, ενώ για το 2026 προβλέπεται να φτάσουν τα 2,3 δισ. ευρώ.

Οι συνολικές αγορές πάγιου εξοπλισμού υπολογίζονται στα 1,88 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 0,3% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αθήνα αξιοποιεί τη λεγόμενη «εθνική ρήτρα διαφυγής» που επιτρέπει στην Κομισιόν να μην προσμετρά προσωρινά τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες στα δημοσιονομικά ελλείμματα των χωρών.

Πίσω από τους αριθμούς αποτυπώνεται η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα σε μια φάση αυξημένων δαπανών για την άμυνα. Το πολυετές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού ύψους 25 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025 – 2036 φιλοδοξεί να ανανεώσει τις ένοπλες δυνάμεις. Το ερώτημα είναι αν η επίσης διατυπωμένη στο ίδιο πρόγραμμα επιθυμία μπορεί να γίνει πράξη, λειτουργώντας ως μοχλός βιομηχανικής αναδιάρθρωσης. Πέρα από τα νέα μέσα και συστήματα, η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ότι προσδοκά να αξιοποιήσει τις αμυντικές δαπάνες προκειμένου να υπάρξει τεχνολογική και παραγωγική ενδυνάμωση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας.

Σύνδεση βιομηχανίας και καινοτομίας

Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, με τζίρο περίπου 1,5 δισ. ευρώ, 400 εταιρείες και 15.000 εργαζομένους, δραστηριοποιείται κυρίως σε συντήρηση, εξαρτήματα και υποστηρικτικές υπηρεσίες. Το ζητούμενο είναι αν και σε ποιο βαθμό το νέο πρόγραμμα θα τους εντάξει ουσιαστικά. Εταιρείες όπως τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, η ΕΑΒ και σειρά μικρότερων επιχειρήσεων ηλεκτρονικών και μηχανικής θα μπορούσαν να συνδεθούν με διεθνείς ομίλους σε συνεργασίες που να υπερβαίνουν τις προμήθειες.

Η τεχνολογική ανάπτυξη αποτελεί στοίχημα σχετικά με το αν οι συνεργασίες θα αποδώσουν και αν η επένδυση θα αφήσει διαρκές αποτύπωμα στην παραγωγική βάση της χώρας. Σε αυτό βοηθά και η ένταξη της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό SAFE, που χρηματοδοτεί εξοπλιστικά προγράμματα με κοινοτικούς πόρους και μπορεί να ενισχύσει τη συμμετοχή των εγχώριων εταιρειών. Η πρόκληση είναι γνωστή, αλλά απαιτείται υψηλός βαθμός διοικητικής επάρκειας και διαφάνειας, ώστε η απορρόφηση να μη χαθεί στη γραφειοκρατία.

Δημοσιονομικό βάρος και απόδοση

Οι αριθμοί του προϋπολογισμού δείχνουν ότι η άμυνα θα απορροφήσει σημαντικό κομμάτι των δημοσίων δαπανών. Ένα ποσό κοντά στα 2 δισ. ευρώ ετησίως ισοδυναμεί με περίπου 1% των συνολικών κρατικών δαπανών, χωρίς να υπολογίζονται τα λειτουργικά έξοδα και οι πληρωμές παλαιότερων συμβάσεων. Αν συμπεριληφθούν και αυτά, η συνολική δαπάνη μπορεί να προσεγγίσει τα 3 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Η κυβέρνηση εκτιμά ότι η επένδυση θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, καθώς θα φέρει φορολογικά έσοδα, απασχόληση και ενίσχυση της βιομηχανίας. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει πως χωρίς ουσιαστική συμμετοχή της εγχώριας παραγωγής, μεγάλο μέρος των χρημάτων επιστρέφει τελικά στις χώρες των προμηθευτών. Το ερώτημα, επομένως, είναι αν υπάρχει κυβερνητικό σχέδιο ώστε το πρόγραμμα να αποδώσει ανάλογα οικονομικά οφέλη με το δημοσιονομικό του βάρος.

Η έκταση του σχεδίου γεννά αναπόφευκτα κινδύνους. Η δημοσιονομική πίεση είναι ο πρώτος μεγάλος κίνδυνος. Οι πληρωμές των εξοπλιστικών προγραμμάτων επεκτείνονται σε βάθος δεκαετίας· αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλος δημοσιονομικός κίνδυνος εάν αυτές συμπέσουν με περιόδους επιβράδυνσης της οικονομίας. Πολύ μεγάλος κίνδυνος είναι και η γραφειοκρατία, που μπορεί να ανατρέψει τα χρονοδιαγράμματα και να αυξήσει το τελικό κόστος.

Πάντα υπάρχει, βέβαια, το μεγαλύτερο πρόβλημα: ο περιορισμένος ρόλος της εγχώριας βιομηχανίας, που παραμένει το πιο ουσιαστικό ρίσκο. Εάν η ελληνική συμμετοχή παραμείνει σχεδόν ανύπαρκτη, τότε θα έχει χαθεί μια ακόμη ευκαιρία, με το επενδυτικό αποτύπωμα να εξαφανίζεται.

Ανάγκη νέου σχεδίου

Η Ελλάδα θα επιθυμούσε, πέρα από τις υψηλές αμυντικές δαπάνες που θα ξοδέψει, να κερδίσει μια θέση στο κέντρο της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής άμυνας. Όμως το πραγματικό στοίχημα είναι η μετατροπή της στρατιωτικής δαπάνης σε παραγωγική επένδυση. Η άμυνα μπορεί να γίνει πεδίο τεχνολογικής αναβάθμισης, δημιουργίας θέσεων εργασίας και καινοτομίας, εφόσον ενταχθεί σε ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο βιομηχανικής πολιτικής.

Η επόμενη δεκαετία θα δείξει αν τα 25 δισ. ευρώ θα παραμείνουν μια λογιστική εγγραφή ή θα μετατραπούν σε εργαλείο ανάπτυξης. Για την ελληνική οικονομία, που αναζητά νέα σημεία ισορροπίας, η απάντηση δεν θα δοθεί στα εργοστάσια ή στα ναυπηγεία, αλλά στη σύνδεση της άμυνας με την παραγωγική βάση και την τεχνολογική πρόοδο. Εκεί θα κριθεί αν το πρόγραμμα αυτό θα μείνει ως εξοπλιστική υπέρβαση ή ως παράδειγμα μετασχηματισμού της οικονομίας.

Πηγή: ot.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA