Η ειδική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τους νέους και την αγορά εργασίας, μας δείχνει το πώς η κυβερνητική δέσμευση για «περισσότερες και καλύτερες δουλειές», αποδείχθηκε κούφια, τουλάχιστον ως προς το δεύτερο σκέλος της.
Η ανεργία των νέων στην Ελλάδα, μειώθηκε μεν σε σχέση με τα δυσθεώρητα ύψη στα οποία είχε φτάσει την περίοδο της κρίσης. Αλλά παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, και υπερδιπλάσια του εθνικού μέσου όρου.
Το ανησυχητικό όμως είναι ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν είναι στην πλειοψηφία τους κακοπληρωμένες, υψηλής έντασης εργασίας και χαμηλής παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από 20% των νέων που εργάζονται ή που αναζητούν εργασία έχουν περισσότερα εκπαιδευτικά προσόντα από αυτά που απαιτούν οι δουλειές που είναι διαθέσιμες.


Χαμηλόμισθοι και υπερπροσοντούχοι
Η εστίαση και τα καταλύματα, το λιανεμπόριο, κλάδοι των υπηρεσιών στους οποίους κυριαρχεί η μερική, ευέλικτη και επισφαλής απασχόληση, διογκώθηκαν υπερβολικά εις βάρος άλλων κλάδων που θα μπορούσαν να εξελιχθούν και να αναπτυχθούν. Μόνο από τη μεταποίηση υπολογίζεται ότι χάθηκαν πάνω από 250.000 θέσεις εργασίας τα χρόνια της κρίσης, οι οποίες δεν αναπληρώθηκαν ποτέ.
Όπως ανέδειξε νέα έρευνα Ελλήνων επιστημόνων που δημοσιεύθηκε στο «Ελληνικό Παρατηρητήριο» του London School of Economics, η υπερβολική εξάρτηση της Ελλάδας από την «Οικονομία των Καφέ», απειλεί να εγκλωβίσει τη χώρα μας σε ένα μοντέλο χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής αναπτυξιακής δυναμικής. Απειλεί όμως επίσης να παγιδεύσει τους νέους σε δουλειές με «ψαλιδισμένες» επαγγελματικές προοπτικές και μισθούς δεν τους επιτρέπουν ούτε καν να ζήσουν αυτόνομα, πόσο μάλλον να κάνουν παιδιά και να δημιουργήσουν οικογένεια.
Τα αγόρια και τα κορίτσια με ξένες γλώσσες και μεταπτυχιακά που σερβίρουν στα νησιά, φτιάχνουν καφέδες στα μικρομάγαζα της πόλης ή εξυπηρετούν τουρίστες στα Airbnb, έχουν κάθε λόγο να νιώθουν απογοήτευση και ματαίωση.
Μετά από χρόνια σπουδών, τις οποίες πλήρωσαν ακριβά και συχνά από το υστέρημά τους οι γονείς τους, με φροντιστήρια, ιδιαίτερα, τσουχτερά φοιτητικά ενοίκια, μεταπτυχιακά επί πληρωμή, βρίσκονται στα 25 και στα 30 τους, να κάνουν δουλειές εξουθενωτικές, αλλά χαμηλών γνωστικών απαιτήσεων και χαμηλών απολαβών. Η αγορά εργασίας αποκαλεί το φαινόμενο αυτό «αναντιστοιχία δεξιοτήτων». Οι νέοι έχουν κάθε λόγο να το αποκαλούν το αποκαλούν «μεροκάματα της πλάκας»

πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Τι δείχνει η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τους νέους και την αγορά εργασίας
Η Ελλάδα έχει πανευρωπαϊκά ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πτυχιούχων νέων 25-34 ετών που απασχολούνται σε εργασίες με απαιτήσεις κατώτερες του εκπαιδευτικού τους επιπέδου. Σύμφωνα με το Κέντρο για την Προώθηση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (CEDEFOP), που αντλεί στοιχεία από τη Εurostat, το 37% των γυναικών και το 36,1% των αντρών είναι και επισήμως «overqualified» (υπερκαταρτισμένοι).
Η νέα έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την αγορά εργασίας και τους νέους 15-34 ετών, κατέγραψε επίσης υψηλά ποσοστά «υπερεκπαίδευσης».
Κατά μέσο όρο το 69,2% των ατόμων ηλικίας 15-34 ετών θεωρεί ότι το επίπεδο της εκπαίδευσής του καλύπτει τις απαιτήσεις της εργασίας του. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με την κατάσταση απασχόλησης: είναι μεγαλύτερο για τους εργαζόμενους (72,2%) και μικρότερο για τους ανέργους (52,3%) και τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού (61,0%).
Σχεδόν ο ένας στους τρεις ανέργους νέους (32,5%) έχει απασχοληθεί ή βρίσκει δουλειές κατώτερες του επιπέδου σπουδών του. Ακολουθούν οι γυναίκες, με σχεδόν μία στις τέσσερις (24%) να εργάζεται ή να έχει εργαστεί σε δουλειές με απαιτήσεις κατώτερες του εκπαιδευτικού τους επιπέδου. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι ελαφρά χαμηλότερο, στο 20,3%
Επαγγέλματα και δεξιότητες
Η ΕΛΣΤΑΤ κάνει διάκριση μεταξύ εκπαιδευτικού επιπέδου και δεξιοτήτων. Σχεδόν ο ένας στους πέντε νέους (19,5%) ετών θεωρεί ότι έχει δεξιότητες που είναι ανώτερες από τις απαιτήσεις της εργασίας τους.
Τα μεγαλύτερα σχετικά ποσοστά συναντώνται στις γυναίκες (21,4%) και τα άτομα ηλικίας 30-34 ετών (20%).
Το ποσοστό αυτών που πιστεύουν ότι έχουν δεξιότητες κατώτερες από τις εργασιακές απαιτήσεις είναι ιδιαίτερα μικρό, μόλις 3,1%
Όσον αφορά στα άτομα που θεωρούν ότι έχουν δεξιότητες ανώτερες από αυτές που απαιτεί η θέση εργασίας τους, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης και την κατάσταση απασχόλησης. Το 22,7% των ατόμων ανώτερης εκπαίδευσης θεωρεί ότι έχει (ή είχε) ανώτερες δεξιότητες και στην περίπτωση των ανέργων με ανώτερη εκπαίδευση, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 41,5%. Αντίθετα, από τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, μόνο το 6,5% θεωρεί ότι οι δεξιότητές του ξεπερνούν τις απαιτήσεις της εργασίας τους.

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Ετεροαπασχόληση
Προβληματισμό προκαλούν οι απαντήσεις των ερωτηθέντων στο κατά πόσο το αντικείμενο σπουδών τους αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της εργασίας τους. Κατά μέσο όρο πάνω από ένας στους τρεις νέους απασχολείται σε επαγγέλματα και θέσεις εργασίας που δεν αντιστοιχούν ή αντιστοιχούν σε μικρό βαθμό σε αυτό που σπούδασε.
Το φαινόμενο της ετεροαπασχόλησης είναι πιο έντονο σε γεωπόνους και κτηνιάτρους, με σχεδόν έναν στους δύο να κάνει διαφορετικό επάγγελμα από αυτό που σπούδασε.
Ακολουθούν όσοι ολοκλήρωσαν σπουδές στη μηχανολογία, τη βιομηχανία, τις κατασκευές. Μόνο το 55% απασχολείται στο αντικείμενό του. Ο ένας στους τρεις εργάζεται σε διαφορετικό ή ελάχιστα σχετικό αντικείμενο και σχεδόν ο ένας στους ο ένας στους δέκα κάνει μια εργασία «χωρίς απαιτήσεις συγκεκριμένου αντικειμένου» – δηλαδή γενικών καθηκόντων.
Οι απόφοιτοι ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών σπουδών έχουν επίσης πολύ υψηλά ποσοστά ετεροαπασχόλησης (30% εργάζονται σε διαφορετικό αντικείμενο και 8% σε δουλειές γενικών καθηκόντων)


