Με το μπαμπάκι σφάζει άρθρο γνώμης του Guardian για την ελληνική «οικονομική άνοιξη», επιχειρώντας μια κριτική ανάγνωση της πραγματικότητας πίσω από το κυβερνητικό success story περί υγιούς ανάπτυξης. Ο Guardian τονίζει ότι το επίπεδο ζωής για την πλειονότητα των Ελλήνων δεν έχει βελτιωθεί δραματικά σε σχέση από τις μέρες της κρίσης χρέους, και ότι η χώρα εξακολουθεί να βράζει από την έλλειψη λογοδοσίας για την τραγωδία των Τεμπών. Πρόκειται για το δεύτερο διαδοχικό χαστούκι από βρετανικά ΜΜΕ, μετά το πρόσφατο άρθρο των Sunday Times που αποκάλεσε την Ελλάδα «μία από τις πιο διεφθαρμένες χώρες της Ευρώπης».
O Guardian ξεκινά με την εικόνα της ανέγερσης της Αθηναϊκής Ριβιέρας στο Ελληνικό, θέτοντας το ερώτημα «αν η νέα ελληνική οικονομική άνοιξη θα αποδειχθεί πιο ανθεκτική από προηγούμενες ανοδικές τάσεις, σε έναν ιστορικό κύκλο που χαρακτηρίζεται από περιόδους άνθησης και ύφεσης».
Ο Πολ Τέιλορ που υπογράφει την ανάλυση δεν είναι κάποιος τυχαίος. Βετεράνος ανταποκριτής του Reuters, πρώην επικεφαλής του γραφείου της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ειδικεύεται στη διατλαντική διπλωματία, την άμυνα και τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Πλέον, εκτός από την αρθρογραφία του σε διεθνή ΜΜΕ (Guardian, Politico, New York Times) συνεργάζεται ως ανώτερο στέλεχος με το Εuropean Policy Center, δεξαμενή σκέψης με έδρα τις Βρυξέλλες.
«Το αν η περίπτωση του Ελληνικού είναι πραγματικά ένα σημάδι μιας ελληνικής αναγέννησης είναι θέμα έντονης διαμάχης. Για πολλούς Έλληνες, δεν έχουν βελτιωθεί ιδιαίτερα τα πράγματα από τις σκοτεινές ημέρες της κρίσης χρέους. Η ανεργία έχει μειωθεί, αλλά οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν αυξηθεί ελάχιστα, ο πληθωρισμός – ειδικά στα ενοίκια – έχει υποβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο, ενώ τα σχολεία, τα νοσοκομεία και οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν έχουν ανακάμψει», σημειώνει ο αναλυτής.
Έλλειψη λογοδοσίας για τα Τέμπη
Ο αρθρογράφος του Guardian σχολιάζει το ανεπούλωτο τραύμα που έχει αφήσει η πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. «Η χώρα εξακολουθεί να βράζει από την έλλειψη λογοδοσίας για τη μετωπική σύγκρουση τρένων πριν από δύο χρόνια, που στοίχισε τη ζωή σε 57 άτομα και αποκάλυψε χρόνια προβλήματα ασφάλειας, προκαλώντας κατηγορίες για πολιτική συγκάλυψη με σκοπό την αποφυγή ευθυνών», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στις πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, από το βήμα του Φόρουμ των Τεμπών, ότι «η Ελλάδα δεν είναι πλέον το άρρωστο παιδί της Ευρώπης», τονίζει ότι τις ίδιες ημέρες η χώρα είχε «παγώσει» εν μέσω γενικής απεργίας για το θέμα των μισθών και της υποβάθμισης των δημόσιων υπηρεσιών.
Επιφανειακή εικόνα ευημερίας
«Επιφανειακά, η Ελλάδα παρουσιάζει υγιές πρωτογενές πλεόνασμα και ο οίκος αξιολόγησης S&P μόλις αναβάθμισε την πιστοληπτική της ικανότητα σε BBB. Μετά την απεργία, ο Μητσοτάκης βρήκε αρκετά διαθέσιμα χρήματα για να ανακοινώσει ένα πακέτο στήριξης ύψους 1 δισ. ευρώ για συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα, ενοικιαστές και άλλες ευάλωτες ομάδες. Η δημόσια υποστήριξη για την ΕΕ στην Ελλάδα έχει επίσης ανακάμψει από τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα που είχε καταγράψει κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Τα δύο τρίτα των Ελλήνων δηλώνουν πλέον ότι η συμμετοχή στην ΕΕ είναι θετική για τη χώρα τους», τονίζει ο αρθρογράφος.
Για πολλούς Έλληνες, δεν έχουν βελτιωθεί ιδιαίτερα τα πράγματα από τις σκοτεινές ημέρες της κρίσης χρέους. Η ανεργία έχει μειωθεί, αλλά μισθοί και συντάξεις έχουν αυξηθεί ελάχιστα.
Παράλληλα ο αρθρογράφος διαπιστώνει το προφανές: Η άνθηση της Ελλάδας τροφοδοτείται από τον τομέα των ακινήτων, τον τουρισμό και τη ναυτιλία και όχι από την αναβίωση της μεταποίησης ή της καινοτομίας.
«Όταν κοιτάξεις κάτω από τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία, υπάρχει σκοτάδι», λέει ο στον Guardian Νικ Μαλκουτζής, συντάκτης και συνιδρυτής της ελληνικής οικονομικής ιστοσελίδας MacroPolis. «Ο Μητσοτάκης εφαρμόζει αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, αλλά δεν μπορούμε να βασιζόμαστε για πάντα στον τουρισμό και τα ακίνητα», συμπληρώνει.
Η ύβρις δεν απέχει πολύ από τη νέμεση
Μια χούφτα ισχυρών, πολιτικά συνδεδεμένων ολιγαρχικών οικογενειών συνεχίζει να κυριαρχεί στην οικονομία, η διαφθορά παραμένει διαβρωτική, ενώ η χώρα βρίσκεται κοντά στον πάτο της κατάταξης της ΕΕ όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου, δηλώνει ο αρθρογράφος.
«Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, η νέα Ελλάδα μοιάζει παράξενα με την παλιά Ελλάδα. Έχει πιο ισχυρά δημόσια οικονομικά, αλλά και διαρκείς κοινωνικές και οικονομικές ανισορροπίες. Αυτές μπορεί να επιστρέψουν για να στοιχειώσουν μια χώρα όπου η ύβρις δεν απέχει ποτέ πολύ από τη νέμεση», καταλήγει.