Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024
19.7 C
Athens

Ο καπιταλισμός και οι πλατφόρμες του

Ζούμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας μέσα σε ψηφιακές εφαρμογές και πλατφόρμες. Έχουμε προφίλ σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Χρησιμοποιούμε εφαρμογές, όταν θέλουμε να βρούμε ένα ταξί ή όταν αναζητούμε ένα κατάλυμα για μερικές μέρες. Κάνουμε μαζικές παραγγελίες στις ψηφιακές πλατφόρμες, από φαγητό και ρούχα μέχρι βιβλία και τραγούδια. Οι εταιρείες στις οποίες ανήκουν αυτές οι ψηφιακές εφαρμογές και πλατφόρμες είναι από τις μεγαλύτερες στον πλανήτη, με ορισμένες από αυτές να έχουν κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερη από το ΑΕΠ αναπτυγμένης χώρας.

Όμως, ποια είναι η πολιτική οικονομία γύρω από αυτές τις πλατφόρμες και αυτές τις εφαρμογές; Αυτό είναι ένα κρίσιμο θεωρητικό (και σε τελική ανάλυση πολιτικό) ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί με γενικολογίες για τα περιθώρια ανάπτυξης που έχουν. Ούτε μπορεί κανείς να πει ότι απλώς προσφέρουν μία υπηρεσία και άρα εισπράττουν ένα εισόδημα για αυτήν και ότι ο μεγάλος όγκος υπηρεσιών που προσφέρουν εξηγεί το υψηλό εισόδημα και άρα και την αντίστοιχα υψηλή κερδοφορία. Αυτό ήταν που κατέστησε πρωτοποριακό το βιβλίο του Νικ Σέρνιτσκ (Nick Srnicek) «Ο καπιταλισμός τα πλατφόρμας» όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2016, αλλά και κάνει παραπάνω από καλοδεχούμενη την έκδοσή του στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση και επίμετρο του Γιώργου Μαριά και του Αλέξανδρου Μινωτάκη.

Τα δεδομένα ως πεδίο επένδυσης

Ο Σέρνιτσκ υποστηρίζει ότι οι πλατφόρμες είναι ένας νέος τύπος εταιρείας, που παρέχει την υποδομή για τη διαμεσολάβηση διαφορετικών ομάδων χρηστών και στηρίζεται στην κρίσιμη ιδιοκτησία λογισμικού. Αυτό που κάνουν είναι να εξάγουν διαρκώς δεδομένα από φυσικές διαδικασίες, από παραγωγικές διαδικασίες και από τις ίδιες τις διαρκείς ψηφιακές πρακτικές και αλληλεπιδράσεις των χρηστών τους. Ουσιαστικά, «ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα έχει βρει μια τεράστιας κλίμακας πρώτη ύλη για να ιδιοποιηθεί: τα δεδομένα. Μέσω μιας αλληλουχίας εξελίξεων, η πλατφόρμα έχει γίνει σταδιακά ο κυρίαρχος τρόπος οργάνωσης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ώστε να μπορούν να μονοπωλούν, να εξάγουν, να αναλύουν, να χρησιμοποιούν και να πουλούν αυτά τα δεδομένα» (σ. 102).

Προφανώς, σε αρκετές περιπτώσεις οι πλατφόρμες χρεώνουν για τη χρήση, κάτι που παραπέμπει στην «παραδοσιακή» έννοια της υπηρεσίας, όμως συχνά τα δεδομένα που εξάγουν προέρχονται από τις διαρκείς αλληλεπιδράσεις των χρηστών με αυτές τις διαδικτυακές πλατφόρμες, στοιχείο που έχει γεννήσει το ερώτημα εάν έχουμε να κάνουμε με μια «δωρεάν εργασία» που υφίσταται εκμετάλλευση. Ο Σέρνιτσκ, αντίθετα, υπογραμμίζει ότι τα δεδομένα που αξιοποιούνται είναι τα επεξεργασμένα και αυτό εξηγεί την απήχηση των διαφημιστικών πλατφορμών, όπως είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κυρίως εμπορεύονται τη δυνατότητα στοχευμένων διαφημίσεων. Όμως, ακόμη και οι «λιτές» πλατφόρμες, όπως ο Σέρνιτσκ χαρακτηρίζει τις πλατφόρμες που επιτρέπουν π.χ. την εύρεση ταξί, σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στα δεδομένα που σωρεύουν για τους οδηγούς, την απόδοσή τους, τις «αξιολογήσεις» των πελατών. Παρ’ όλα αυτά η πρόβλεψή του ήταν ότι η βασική τάση θα ήταν η απόσπαση προσόδου για την παροχή υπηρεσιών.

Το βασικό θεωρητικό πλεονέκτημα του βιβλίου του Σέρνιτσκ δεν είναι ότι απλώς ότι άνοιξε έναν δρόμο για τη μελέτη των αλλαγών στην ψηφιακή οικονομία. Κυρίως δείχνει ότι σε πείσμα μιας σχεδόν κυρίαρχης ρητορικής δεν έχουμε να κάνουμε με τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά με κοινωνικούς μετασχηματισμούς που αφορούν, όμως, σε τελική ανάλυση μια ταξική σχέση, αλλά και τις αντιφάσεις ενός καπιταλισμού που μετά την μεγάλη δομική κρίση του 2008 δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει ούτε μια ανάλογη ικανότητα τομών στην παραγωγικότητα ούτε προηγούμενα επίπεδα κερδοφορίας, την ώρα που υπάρχει μια τεράστια συσσώρευση ρευστότητα στη χρηματοπιστωτική σφαίρα που συχνά καταλήγει ως χρηματοδότηση και στις πλατφόρμες. Στοιχεία που δείχνουν, άλλωστε, γιατί ο καπιταλισμός της πλατφόρμας είναι σε μεγάλο βαθμό ένας νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, ένας καπιταλισμός των απορρυθμισμένων αγορών και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων.

Το επίμετρο των δύο μεταφραστών και επιμελητών της έκδοσης, του Γιώργου Μαριά και του Αλέξανδρου Μινωτάκη , δεν σχολιάζει μόνο τις βασικές θέσεις του Σέρνιτσκ αλλά και εξετάζει το κρίσιμο ερώτημα εάν υπάρχει μια εναλλακτική στον «καπιταλισμό της πλατφόρμας». Από τη μια, στέκονται σε αυτό που ορίζουν ως «ψηφιακό εργατισμό», δηλαδή τον συνδυασμό ανάμεσα στην μαχόμενη έρευνα της εργασιακής συνθήκης στις πλατφόρμες με την προσπάθεια για (αυτο)οργάνωση των εργαζομένων σε αυτές ενάντια στην επισφάλεια και την εκμετάλλευση. Από την άλλη, εξετάζουν το ερώτημα εάν μπορούν να υπάρξουν συνεργατικές συνεταιριστικές πλατφόρμες, ως προσπάθεια να αναδειχτούν τα ψηφιακά «κοινά» που μπορούν να φέρουν οι πλατφόρμες ενάντια στη συστηματική προσπάθεια «περίφραξής» τους, δυναμική που δεν τη θεωρούν πάντως ανταγωνιστική σε μια πρακτική «ψηφιακού εργατισμού». Ωστόσο, δεν παραλείπουν να υπογραμμίσουν ότι αυτό που τελικά απαιτείται είναι μια συνολικότερη δυναμική κοινωνικού μετασχηματισμού προς μια μετακαπιταλιστική συνθήκη που θα έδινε τελικά και μια διαφορετική κατεύθυνση και στην ίδια την τεχνολογική ανάπτυξη.

Μια πλατφόρμα για τον σοσιαλισμό;

Σε μια εναλλακτική ιστορική προοπτική θα μπορούσαμε να φανταστούμε, όπως υπογραμμίζουν και οι δύο μεταφραστές, μηχανές αναζήτησης που δεν θα εμπορεύονταν τα επεξεργασμένα δεδομένα ή πλατφόρμες που θα λειτουργούσαν για τον αποτελεσματικότερο συντονισμό κοινωνικά χρήσιμων δραστηριοτήτων. Μόνο που θα απαιτούσαν ένα συνολικότερο κοινωνικό μετασχηματισμό, που ορίζοντα δεν θα είχε απλώς κάποιες συνεργατικές πρακτικές, αλλά έναν συνολικότερο δημοκρατικό, συμμετοχικό και όχι αγοραίο έλεγχο των κοινωνικοτεχνικών συστημάτων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA