Η τακτική της Κίνας να θέσει περιορισμούς στις εξαγωγές των σπάνιων μετάλλων αναθερμαίνει την εμπορική διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών και προκαλεί εκ νέου τη μήνιν του Αμερικανού πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος δήλωσε στο Λευκό Οίκο σε δημοσιογράφους πως η Κίνα θα πρέπει να δώσει μαγνήτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλιώς «θα πρέπει να τους επιβάλουμε δασμούς 200% ή κάτι τέτοιο.
Η Κίνα είναι όλο και πιο ευαίσθητη όσον αφορά τα σπάνια μέταλλα και τον έλεγχο της προσφοράς τους, προσθέτοντας τον Απρίλιο αρκετά σπάνια μέταλλα και μαγνήτες στον κατάλογο των εξαγωγικών περιορισμών της, ως αντίποινα στις αυξήσεις των δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ εξετάζει το ενδεχόμενο να επιβάλει κυρώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε αξιωματούχους κρατών μελών που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή του ιστορικού νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital act) , σύμφωνα με δύο πηγές που είναι εξοικειωμένες με το θέμα, λόγω των καταγγελιών των ΗΠΑ ότι ο νόμος λογοκρίνει τους Αμερικανούς και επιβάλλει κόστη στις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας.
Μια τέτοια κίνηση θα ήταν μια άνευ προηγουμένου ενέργεια που θα ενέτεινε τον αγώνα της κυβέρνησης Τραμπ ενάντια σε αυτό που θεωρεί ως προσπάθεια της Ευρώπης να καταστείλει τις συντηρητικές φωνές.
Ανώτεροι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν έχουν ακόμη λάβει τελική απόφαση σχετικά με το αν θα προχωρήσουν με τα τιμωρητικά μέτρα, τα οποία πιθανότατα θα έχουν τη μορφή περιορισμών στη χορήγηση βίζας, σύμφωνα με τις πηγές.
Δεν είναι σαφές ποιοι αξιωματούχοι της ΕΕ ή των κρατών μελών της ΕΕ θα στοχεύονται από τη δράση αυτή, αλλά αξιωματούχοι των ΗΠΑ πραγματοποίησαν εσωτερικές συναντήσεις για το θέμα την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με τις πηγές.
Ενώ οι εμπορικοί εταίροι διαμαρτύρονται συχνά για εγχώριους κανόνες που θεωρούν άδικα περιοριστικούς, η επιβολή κυρώσεων σε κυβερνητικούς αξιωματούχους για έναν τέτοιο κανονισμό είναι εξαιρετικά σπάνια.
Οι σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη φθαρεί από απειλές για την επιβολή δασμών και τεταμένες διαπραγματεύσεις, καθώς και από την κριτική των ΗΠΑ για τη μεταχείριση των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας.
Πηγή: ΟΤ