Το ρόλο των πολυεθνικών και των υπερκερδών τους στην αύξηση τιμών που ξεκίνησε εμφατικά μέσα στο 2022 και σάρωσε προϊόντα και υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο, αποκάλυψε έκθεση που μελέτησε την εικόνα εισηγμένων σε ΗΠΑ και Βρετανία, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη θέσπισης ενός παγκόσμιου εταιρικού φόρου για τον περιορισμό των υπερβολικών κερδών.
Η ανάλυση των οικονομικών λογαριασμών πολλών από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου διαπίστωσε ότι τα κέρδη ξεπέρασαν κατά πολύ τις αυξήσεις του κόστους, συμβάλλοντας στην αύξηση του πληθωρισμού πέρυσι σε επίπεδα που είχαν να παρατηρηθούν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Η έκθεση των thinktanks Institute for Public Policy Research (IPPR) και Common Wealth διαπίστωσε ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 30% μεταξύ των εισηγμένων στο χρηματιστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, με το 11% των επιχειρήσεων να έχουν βγάλει υπερκέρδη βασιζόμενες στην ικανότητά τους να προωθούν τις υπερβολικές αυξήσεις των τιμών – σε μια κίνηση που ονομάστηκε greedflation, και εξελίχθηκε σε τακτική που τείνει να παγιωθεί.
Τα υπερβολικά κέρδη ήταν ακόμη μεγαλύτερα στις ΗΠΑ, όπου πολλοί σημαντικοί τομείς της οικονομίας κυριαρχούνται από λίγες ισχυρές εταιρείες.
Αυτή η άνοδος των κερδών συνέβη καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις δεν μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να συμβαδίσουν με τον πληθωρισμό και οι εργαζόμενοι υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση των διαθέσιμων εισοδημάτων τους από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ένοχοι κλάδοι
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι εταιρείες ενέργειας ExxonMobil και Shell, οι μεταλλευτικές εταιρείες Glencore και Rio Tinto και οι επιχειρήσεις τροφίμων και πρώτων υλών Kraft Heinz, Archer-Daniels-Midland και Bunge είδαν τα κέρδη τους να ξεπερνούν κατά πολύ τον πληθωρισμό μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Επειδή οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων τροφοδοτούν τόσο σημαντικά το κόστος σε όλους τους τομείς της ευρύτερης οικονομίας, επιδεινώθηκε το αρχικό σοκ των τιμών – συμβάλλοντας στο να κορυφωθεί ο πληθωρισμός υψηλότερα και να διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι αν υπήρχε λιγότερη δύναμη στην αγορά», αναφέρει η έκθεση.
Μετά την ανάλυση των καταστάσεων 1.350 εταιρειών που είναι εισηγμένες στα χρηματιστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής, η έκθεση αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και του τραπεζικού κλάδου προχώρησαν επίσης σε σημαντικές αυξήσεις τιμών που αύξησαν τα περιθώρια κέρδους τους.
«Οι εταιρείες αυτές κατάφεραν να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους ή ακόμη και να τα αυξήσουν, δημιουργώντας υπερκέρδη μέσω ενός συνδυασμού υψηλής ισχύος στην αγορά και της δυναμικής της παγκόσμιας αγοράς», συμπληρώνει η μελέτη.
Ο Carsten Jung, επικεφαλής οικονομικών στο IPPR, δήλωσε ότι το έργο της Isabella Weber, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, έδειξε πώς οι «συστημικοί τομείς» μπορούν να έχουν υπερμεγέθη αντίκτυπο στον πληθωρισμό σε ολόκληρη την ευρύτερη οικονομία.
Η έκθεση απηχεί έρευνα του συνδικάτου Unite, η οποία αποκάλυψε πέρυσι ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών που επηρεάζουν τον δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στο Ηνωμένο Βασίλειο προήλθαν από επιχειρήσεις που είτε διατήρησαν είτε βελτίωσαν τα περιθώρια κέρδους τους.
Μεταξύ των εταιρειών που αύξησαν τα κέρδη τους περισσότερο από τον προ της πανδημίας μέσο όρο ήταν οι:
- ExxonMobil: τα κέρδη από 17,55 δισ. ευρώ αυξήθηκαν σε 62 δισ. ευρώ
- Shell: κέρδη 18,72 δισ. ευρώ αυξήθηκαν σε 51,48 δισ. ευρώ
- Glencore: 2,22 δισ. ευρώ σε 17,3 δισ. ευρώ
- Archer-Daniels-Midland: 1,6 δισ. ευρώ σε 3,7 δισ. ευρώ
- Kraft Heinz: 310 εκατ. ευρώ σε 2,1 δισ. ευρώ
Συγκέντρωση και υπερκέρδη
Τέσσερις εταιρείες τροφίμων – οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο Archer-Daniels-Midland και Bunge, καθώς και οι ιδιωτικές Cargill και Dreyfus – ελέγχουν περίπου το 70%-90% της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών.
«Αυτό έχει προκαλέσει σημαντική ζημιά στην οικονομία στο σύνολό της», επισημαίνεται στην έκθεση. «Το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι 8% υψηλότερο από ό,τι είναι τώρα, αν δεν είχε αυξηθεί η ισχύς της αγοράς. Το εργατικό εισόδημα είναι πιθανότατα σημαντικά χαμηλότερο και η δυναμική της οικονομίας ασθενέστερη. Αυτό συνεπάγεται φτωχότερες επιλογές, χειρότερη ποιότητα προϊόντων και λιγότερες οικονομικές ευκαιρίες από ό,τι σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες εταιρείες θα κυριαρχούσαν λιγότερο», προστίθεται.
Ορισμένα μέλη της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, έχουν αναγνωρίσει ότι οι αυξήσεις των τιμών επήλθαν για να ενισχυθούν τα κέρδη.
Ενδεικτικά, η Isabel Schnabel, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δήλωσε πέρυσι ότι «κατά μέσο όρο, τα κέρδη έχουν πρόσφατα συμβάλει καθοριστικά στον συνολικό εγχώριο πληθωρισμό, πάνω από την ιστορική τους συμβολή».
Ο οικονομολόγος της Jung and the Common Wealth, Chris Hayes, τόνισε ότι απαιτείται ένας φόρος επί των εκτιμώμενων πλεοναζόντων παγκόσμιων κερδών ύψους 4 δισ. δολαρίων, παράλληλα με κινήσεις για την εξάλειψη των μονοπωλιακών πρακτικών που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να εκμεταλλεύονται τη δύναμή τους στην αγορά.
Ενώ ο Jung επισήμανε ότι η Τράπεζα της Αγγλίας είχε μείνει πίσω στη συζήτηση και θα έπρεπε να «καλύψει το χαμένο έδαφος».
Πηγή: ot.gr