O αντίκτυπος των τιμών ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά, ποια θα είναι η πορεία των τιμών ενέργειας από εδώ και πέρα και πώς η Ευρώπη μπορεί να θωρακιστεί έναντι μελλοντικών αυξήσεων ήταν μια σειρά θεμάτων που βρέθηκαν στο τραπέζι των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομικών χθες.
Σύμφωνα με σχετικό έγγραφο που δημοσιοποίησε η Επιτροπή χθες, η Ελλάδα δαπάνησε το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ της για την στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι της ενεργειακής κρίσης.
Συγκεκριμένα τα μέτρα στήριξης το 2021, αποτέλεσαν το 0,5% του ΑΕΠ ενώ το 2022 ,εκτοξεύθηκαν στο 2,64%,το 2023 πάλι η Ελλάδα δαπάνησε το μικρότερο ποσό σε σχέση με άλλες χώρες της τάξεως του 0,01%. Ενώ το 2024 εννοείται πως σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα πρέπει να υπάρξουν ανάλογα μέτρα όπως άλλωστε προβλέπει και η σύσταση της επιτροπής.
Οι τιμές θα είναι υψηλότερες
Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, οι Ευρωπαίοι Υπουργοί, θεωρούν πως οι τιμές ναι μεν έχουν μειωθεί, αλλά είναι πιθανό να είναι υψηλότερες από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, με μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες. Αν και οι τιμές εισαγωγής και χονδρικής ενέργειας είναι επί του παρόντος πολύ χαμηλότερα από την κορύφωσή τους το 2022, δεν προβλέπεται να επιστρέψουν στο προ-πανδημικό επίπεδό τους στο προβλεπόμενο μέλλον αναφέρει το έγγραφο.
Ως αποτέλεσμα αυτό θα επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ και θα έχει ευρύτερο οικονομικό αντίκτυπο όπως αναφέρεται, η άνοδος των τιμών παραγωγής λόγω του αυξημένου επιπέδου τιμών της ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας με εταίρους εκτός ΕΕ, ιδίως με τις ΗΠΑ.
Πώς θα μειωθούν οι τιμές
Σύμφωνα με την έκθεση, η υποστήριξη της ενεργειακής μετάβασης και η διαφοροποίηση των πηγών ενεργειακού εφοδιασμού μπορούν να αυξήσουν την ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ έναντι των εξωτερικών κραδασμών και να μετριάσουν τις τιμές της ενέργειας στην περιοχή μακροπρόθεσμα.
Προσπάθειες μάλιστα όπως αναφέρεται που έχουν γίνει για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, για την επιτάχυνση της εξάπλωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και για τη διαφοροποίηση των εισαγωγών ενέργειας (ιδίως μακριά από τη Ρωσία) έχουν ήδη ουσιαστικά μειώσει τις εισαγωγές ενέργειας της ευρωζώνης.
Επενδύσεις μάλιστα μέσω του REPowerEU θα συνεισφέρουν περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια ευρώ στην εξοικονόμηση ενέργειας, την υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων και την άμεση ασφάλεια του εφοδιασμού, με ταυτόχρονη μείωση της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Υπενθυμίζεται πως τον Δεκέμβριο του 2023,το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ με στόχο οι τιμές κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας να γίνουν λιγότερο εξαρτημένες από τις ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων, να υπάρξει μεγαλύτερη επιτάχυνση της χρήσης ανανεώσιµων πηγών ενέργειας.
Η εισαγωγή ενέργειας – Οι λύσεις με «αλλά»
Σύμφωνα με την έκθεση, η ΕΕ πέτυχε μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου κατά 18% το περασμένο έτος. Συνολικά, ο όγκος των εισαγωγών ενέργειας βρίσκεται τώρα στο χαμηλότερο επίπεδο από την ίδρυση της ζώνης του ευρώ.
Όσο αναφορά την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ,το 2022 και το 2023, 57 GW και 69 GW αντίστοιχα ,νέα αιολική και ηλιακή ισχύς έχουν προστεθεί που αντιπροσωπεύουν μαζί το 36% της αύξησης από την εγκατεστημένη ισχύ του 2021. Όσον αφορά την παραγωγή, υπήρξε αύξηση του μεριδίου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας από 37% σε 45% σε σύγκριση με τους τελευταίους 12 μήνες με 2021.
Ωστόσο όπως αναφέρεται, η δημιουργία επαρκούς δυναμικότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και θα πάρει χρόνο. Βραχυπρόθεσμα, οι υψηλότερες τιμές ενέργειας, λόγω της απώλειας της άμεσης εισαγωγής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, θα συνεχίσουν να πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών τονίζεται στην έκθεση
Επίσης αναφέρεται πως , η περαιτέρω ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας μπορεί να συμβάλει στη μείωση των διαφορών τιμών και αστάθεια των τιμών.
Πηγή: ΟΤ