Το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που υποφέρουν από υλική στέρηση κατέγραψε η Ελλάδα το 2024, όπως ανακοίνωσε σήμερα η Eurostat. Πάνω από ένα στα τρία παιδιά κάτω των 16 ετών (33,6%), στερείται, λόγω οικονομικής αδυναμίας, την πρόσβαση σε ορισμένα βασικά αγαθά, υπηρεσίες και δραστηριότητες ή /και ζει σε νοικοκυριά που υποφέρουν από υλικές στερήσεις.
Το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ των 27 είναι 13,6%. Πρόκειται για άλλη μια ένδειξη της αγεφύρωτης απόστασης που χωρίζει την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό στόχο της «κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω».


Σε συνθήκες υλικής στέρησης μεγαλώνει το ένα στα τρία παιδιά στην Ελλάδα – πηγή: Εurostat
Τα απαραίτητα για το ζην
Η Εurostat και η ΕΛΣΤΑΤ ακολουθούν μια συγκεκριμένη μεθοδολογία για να αξιολογήσουν την υλική στέρηση των παιδιών. Πρόκειται για έναν κατάλογο με 17 μη σταθμισμένα στοιχεία, εκ των οποίων τα 11 αφορούν το ίδιο το παιδί και τα έξι νοικοκυριού. Από τη στιγμή που ένα παιδί στερείται τουλάχιστον τρία από τα 17 στοιχεία, θεωρείται ότι διατελεί σε κατάσταση υλικής στέρησης.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται τα στοιχειώδη αγαθά για την αξιοπρεπή διαβίωση και ανάπτυξη του παιδιού: Κάποια καινούργια ρούχα, δυο ζευγάρια παπούτσια, επαρκής και ποιοτική διατροφή, που περιλαμβάνει φρούτα και λαχανικά καθώς και κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι σε καθημερινή βάση.
… και το ευζήν
Εξίσου απαραίτητα για το ευ ζην του παιδιού θεωρούνται τα κατάλληλα βιβλία, ο εξοπλισμός για υπαίθριες δραστηριότητες, τα παιχνίδια για εσωτερικούς χώρους.
Τον κατάλογο συμπληρώνουν η συμμετοχή σε δραστηριότητες αναψυχής (όχι, τα βιντεο γκέιμ και το σκρολάρισμα στο κινητό δεν είναι αναψυχή, αλλά σκότωμα χρόνου), οι εορταστικές εκδηλώσεις, οι προσκλήσεις φίλων, οι εκπαιδευτικές εκδρομές και οι διακοπές.
Όταν οι έξι στους δέκα εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα και οι εννιά στους δέκα περιορίζουν τις δαπάνες σε τρόφιμα για να ανταπεξέλθουν σε πάγια έξοδα, για πολλούς τα πάρτι γενεθλίων και οι εξορμήσεις στη φύση μοιάζουν πολυτέλεια. Δεν είναι πάντα θέμα έλλειψης χρημάτων, αλλά έλλειψης χρόνου και ψυχικών αποθεμάτων. Οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες από όλους στην Ευρώπη και πληρώνονται με λιγότερο από το 50% του μέσου ευρωπαϊκού μισθού. Όταν ο γονιός γυρνάει εξοντωμένος από τα ξεχειλωμένα ωράρια ή κάνει δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, του φαίνεται βουνό ακόμα και το να μαγειρέψει ένα σπιτικό φαγητό, πόσο μάλλον να πάει το παιδί στο μουσείο ή το θέατρο.
Η πολυδιάστατη παιδική φτώχεια
Στη λίστα με τις υλικές στερήσεις περιλαμβάνονται τέσσερις παράγοντες που αφορούν το νοικοκυριό: Οι δυσκολίες να εξοφληθούν τρέχουσες υποχρεώσεις, η πρόσβαση στο διαδίκτυο για τους ενήλικες, η επαρκής θέρμανση και ο δροσισμός του σπιτιού, το ι αυτοκίνητο.
Στη χώρα μας μπορεί ακόμα και ένας φτωχό νοικοκυριό να έχει ίντερνετ και ΙΧ – έστω ένα σαραβαλάκι – όμως πάνω από τέσσερις στους δέκα (43%) έχουν εκκρεμείς οφειλές σε δόσεις δανείων, πάγιους λογαριασμούς, ενοίκια. Πρόκειται μακράν για το υψηλότερο ποσοστό σε όλη την Ευρώπη και συνδέεται με το στεγαστικό κόστος, που είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τα εισοδήματα.
Τα ζόρια των γονιών «ξεβάφουν» στα παιδιά, που ακόμα και όταν δεν στερούνται βασικά υλικά αγαθά, στερούνται κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, που θα τα βοηθήσουν να εξελίξουν την προσωπικότητά τους. Όπως έχουν αναδείξει επανειλημμένα μελέτες του ΚΕΠΕ, η παιδική φτώχεια και αντίστοιχα η ευημερία δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά συνδέεται με την πρόσβαση σε δωρεάν υγεία, ηθική εκπαίδευση, τον δημιουργικό ελεύθερο χρόνο – τη σχόλη που είναι εξίσου χρήσιμη με το σχολείο.
Tα πιο στερημένα παιδιά της Ευρώπης;
Όπως αποτυπώνεται και στη νέα έρευνα της Εurostat, τα Ελληνόπουλα είναι δυστυχώς τα πιο στερημένα παιδιά της Ευρώπης – όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο σε μια παιδοκεντρική χώρα.
Όταν μιλάμε για Ελληνόπουλα, να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια πολυεθνική γενιά. Πολλά από τα «δικά μας παιδιά», μπορεί να έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή /και να πηγαίνουν στα ελληνικά σχολεία, αλλά το κράτος τους αρνείται την ελληνική ταυτότητα και όταν ενηλικιωθούν να τα μεταχειρίζεται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Αυτά τα παιδιά, δεύτερη και τρίτη γενιά μεταναστών, είναι οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες των «ντόπιων» – αν επιμένουμε να χωρίζουμε τα παιδιά σε αλλοδαπά και ημεδαπά – οι κολλητοί και οι κολλητές τους. Και είναι συνήθως εκείνα που υποφέρουν πιο συχνά από υλική στέρηση και φτώχεια, ιδίως αν οι γονείς τους γεννήθηκαν εκτός της ζώνης Σένγκεν.


H ηλικιακή κατηγορία 12-15 ετών εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά υλικής στέρησης.
Η παιδική στέρηση μέσα από τα στοιχεία της Εurostat
Το 2024, το 13,6 % των παιδιών (ηλικίας κάτω των 16 ετών) στην ΕΕ υπέφεραν από υλική στέρηση. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε για τα παιδιά ηλικίας 12-15 ετών (14,7 %), σε σύγκριση με 12,8 % για τα παιδιά ηλικίας 5 ετών και κάτω.
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής στέρησης μετά την Ελλάδα, είναι η Ρουμανία (31,8 %) και η Βουλγαρία (30,4 %). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Κροατία (2,7 %), τη Σλοβενία (3,8 %) και τη Σουηδία (5,6 %).


Στην Ελλάδα το 61,6% των παιδιών με γονείς που δεν έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υποφέρουν από υλική στέρηση. Το ποσοστό για τα παιδιά των πτυχιούχων είναι 16,1%
Αμάθεια γονέων παιδεύει τέκνα
Σύμφωνα με τη Eurostat, ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την υλική στέρηση των παιδιών είναι το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων τους, το οποίο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την κατάστασή τους στην αγορά εργασίας.
Το 2024, το 39,1% των παιδιών με γονείς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου υπέφεραν από υλική στέρηση – ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο. Στον αντίποδα, μόλις το 5,6 % των παιδιών με γονείς υψηλού μορφωτικού επιπέδου υπέφεραν από υλική στέρηση.
Το χάσμα υλικής στέρησης των παιδιών με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων τους ήταν επομένως 33,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το χάσμα μεταξύ των χωρών της ΕΕ κυμαινόταν από 5,0 ποσοστιαίες μονάδες στο Λουξεμβούργο έως 87 ποσοστιαίες μονάδες στη Σλοβακία.
Στην Ελλάδα το χάσμα κυμαίνεται στις 45,5 ποσοστιαίες μονάδες. Πάνω από έξι στα δέκα παιδιά με γονείς που δεν έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (61,6%), υποφέρουν από υλική στέρηση. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα παιδιά με γονείς που έχουν τελειώσει το πανεπιστήμιο, είναι 16,1% – επίσης το υψηλότερο στην ΕΕ.