Ένα προμελετημένο από δύο εραστές έγκλημα που έδινε καιρό τροφή σε σκανδαλοθηρικές φυλλάδες…
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2012 οι εφημερίδες έγραφαν για τον «τραγικό θάνατο» που βρήκε ο ιερέας Αθανάσιος Αυγερόπολος, 52 ετών, «από σφαίρες αδίστακτων δολοφόνων». Ο άτυχος ιερέας είχε πάει διακοπές με την οικογένειά του στην ιδιαίτερη πατρίδα της συζύγου του, τα Κρέστενα Ηλείας.
Το ζευγάρι είχε φύγει από συγγενικό σπίτι σε χωριό κοντά στην Αρχαία Ολυμπία και κατευθυνόταν προς τη Ζαχάρω για καφέ και ανάληψη χρημάτων απο την Τράπεζα. Ο ιερέας βρισκόταν στο αυτοκίνητό του, σε χώρο στάθμευσης στη διασταύρωση της Κρέστενας, όταν δύο άγνωστοι που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού τον πυροβόλησαν με πιστόλι και διέφυγαν. Στο όχημα επέβαινε και η πρεσβυτέρα, η οποία σε κατάσταση σοκ είχε διακομισθεί στο νοσοκομείο. Άλλες εφημερίδες έγραφαν ότι το ζευγάρι είχε ήδη κάνει ανάληψη μεγάλου ποσού, εικάζοντας ότι το κίνητρο της εν ψυχρώ δολοφονίας ήταν πιθανώς η ληστεία. Άλλες απέδιδαν τη δολοφονία σε προσωπικές διαφορές. Η αστυνομική έρευνα διαπίστωσε ότι οι δράστες παρακολουθούσαν τον ιερέα και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να χτυπήσουν. Σύμφωνα με την ιατροδικαστή του νοσοκομείου Ρίου, Αγγελική Τσιόλα, που έκανε την αυτοψία, το πτώμα έφερε πολλαπλές κακώσεις σε θώρακα, κεφαλή και τράχηλο απο πυροβόλο όπλο.
Ο ιερέας, με καταγωγή από το ορεινό χωριό Πυρά Φωκίδας −όπου διατηρούσε και οικογενειακή ταβέρνα− είχε τρία παιδιά με την πρεσβυτέρα που ήταν κατά πολύ νεώτερή του. Η είδηση της τραγικής δολοφονίας του συγκλόνισε την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά και τα γειτονικά χωριά όπου επίσης λειτουργούσε. Φίλοι και συνεργάτες του στη μητρόπολη Φωκίδας δεν μπορούσαν να πιστέψουν το τραγικό τέλος του κληρικού, τον οποίο περιέγραφαν ως άριστο οικογενειάρχη με «ήσυχο βίο», που «δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα».
Πολύ σύντομα οι πρώτες εντυπώσεις από το φονικό θα ανατρέπονταν. Η εξιχνίαση της δολοφονίας αποδείχθηκε πολύ εύκολη υπόθεση για τις Αστυνομικές Αρχές της Ηλείας, οι οποίες την ίδια κιόλας ημέρα έφτασαν και στον δράστη και στην ηθική αυτουργό. Ο 41χρονος εραστής της 43χρονης παπαδιάς είχε στήσει καρτέρι θανάτου στον άτυχο ιερέα και η πρεσβυτέρα τον είχε οδηγήσει ουσιαστικά στον θάνατο, καθώς σταμάτησε το αυτοκίνητο στο προσυμφωνημένο σημείο του δρόμου, στο ύψος των Κρουνών, ισχυριζόμενη ότι θέλει να κατέβει για φυσική της ανάγκη.
«Δεν είχα κανέναν λόγο να σχεδιάσω τη δολοφονία του συζύγου μου, δεχόμουν ασφυκτική πίεση και απειλές από τον δράστη πως θα σκοτώσει τον άντρα μου αν δεν έφευγα μαζί του», κατέθεσε η παπαδιά και υποστήριξε πως ήταν αθώα για τον θάνατο του συζύγου της. Δακρυσμένη, μεταφέρθηκε από το γραφείο της Ανακρίτριας Ηλείας στον Εισαγγελέα. Βουβός και με σκυμμένο το κεφάλι, ο 41χρονος δράστης Νίκος Παναγόπουλος οδηγήθηκε κι εκείνος στον Εισαγγελέα που του άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και στη Θεοδώρα Αυγεροπούλου δίωξη για ηθική αυτουργία και άμεση συνέργεια.
Η Θεοδώρα Καρβέλα και ο Θανάσης Αυγερινόπουλος γνωρίστηκαν όταν ο παπάς ήταν 23 ετών και η Θεοδώρα ανήλικη, μόλις 16 ετών. Ωστόσο, αποφάσισε αμέσως να τη χρίσει πρεσβυτέρα. Σύντομα ο παπάς χειροτονήθηκε και οι δυο τους έμειναν στα Πυρά Φωκίδας, όπου έφτιαξαν το σπιτικό τους και με την πάροδο των χρόνων απέκτησαν τρεις γιους. Πολλοί στο χωριό θεωρούσαν πως η Θεοδώρα είχε δείξει μέσα στα χρόνια σημάδια αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς, ότι είχε αχαλίνωτα πάθη και μυστική ζωή που απολάμβανε κατά τις περίεργες απουσίες της. Η εξωσυζυγική της σχέση με τον 41χρονο άνδρα δεν ήταν η πρώτη. Δημοσιεύματα της εποχής έκαναν λόγο και για άλλες σχέσεις που διατηρούσε στο παρελθόν, καθώς και ότι είχε εξομολογηθεί η ίδια πως ήταν σεξομανής, διατηρούσε σχέσεις με διάφορους άντρες στους οποίους έδινε Viagra για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ερωτικές της επιθυμίες και ότι ο δράστης του φονικού είχε πολύ καλές επιδόσεις στο κρεβάτι, λόγος για τον οποίο διατηρούσε μαζί του μια σχέση πάθους.
Στις 21 Ιουνίου 2013 η παπαδιά και ο εραστής της κάθισαν στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Αιγίου, κατηγορούμενοι πως από κοινού οργάνωσαν τη δολοφονία του άτυχου ιερέα. Η παπαδιά υποστήριζε ότι αιτία του άγριου φονικού ήταν η παθολογική ζήλια του δράστη που δεν άντεχε να τη μοιράζεται ερωτικά με τον άτυχο ιερέα. «Μου έλεγε να μην κάνω έρωτα με το γουρούνι, εννοώντας το σύζυγό μου (…) Φοβόμουν μην κάνει κακό σε μένα και στα παιδιά μου. Από την πρώτη στιγμή της σχέσης μας μισούσε θανάσιμα τον σύζυγό μου και όποιον με πλησίαζε».
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος της κατηγορουμένης: «Υπάρχουν στοιχεία, όπου της έστελνε άπειρα μηνύματα απειλητικού χαρακτήρα, της ζήταγε να φύγει μαζί του, αυτή αρνιόταν κι έγινε αυτό που έγινε. Στην αστυνομία είπε άλλα πράγματα διότι αμέσως μετά την απείλησε ότι θα σκοτώσει και αυτή και τα παιδιά της. Αν θέλετε, σύναψε ερωτικό δεσμό με τον λάθος άνθρωπο που η ζήλια του όπλισε το χέρι».
Ένας πρώην εραστής της παπαδιάς, ο άνθρωπος από τον οποίο εκείνη γνώρισε τον 41χρονο αγρότη, αποκάλυψε ότι η παπαδιά ήθελε να βγάλει από τη μέση τον άντρα της. Του είχε πει πολλές φορές ότι ο άντρας της τη χτυπούσε, χωρίς όμως ο ίδιος να έχει δει ποτέ σημάδια στο σώμα της. Το διάστημα που ο πρώην εραστής είχε βρεθεί στη φυλακή, η παπαδιά τον ενίσχυε οικονομικά. Αλλά όταν έκανε σχέση με τον δράστη, του ζητούσε πίσω τα χρήματα.
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο 41χρονος δράστης ανασκεύασε την προανακριτική του κατάθεση. Αντί να ρίξει όλη την ευθύνη στην πρώην ερωμένη του, ομολόγησε την πράξη του και για πρώτη φορά υποστήριξε ότι δεν τον έβαλε εκείνη να σκοτώσει τον 52χρονο ιερέα. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η παπαδιά δεν γνώριζε την πρόθεσή του να τον σκοτώσει: «Η παπαδιά δεν είχε καμία σχέση. Εγώ θόλωσα από τη ζήλια και τον σκότωσα. Εκείνη δεν μου είπε ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο… Δεν είχα πρόθεση να τον σκοτώσω, μόνο να τον φοβίσω. Πυροβόλησα με κλειστά μάτια και τρεμάμενα χέρια και δεν πιστεύω πως εγώ σκότωσα τον άτυχο ιερέα», κατέθεσε ο δράστης απολογούμενος, ενώ στη συνέχεια ο συνήγορός του συμπλήρωσε: «Ήταν φυσίγγι επτά νούμερο, ακατάλληλο να φέρει τον θάνατο σε έναν άνθρωπο. Είναι μόνο για πτηνά», ενώ ανέφερε πως ανέμενε την προσκόμιση της ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης που θα αποδείκνυε πως ο δράστης δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα του.


