Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου 2024
17.4 C
Athens

Πληθωρισμός: Γιατί δεν ξεμπερδέψαμε με τις ανατιμήσεις – Τι λέει η ΕΚΤ

Στρωμένος με αγκάθια είναι ο δρόμος για να τιθασευθεί ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη, σύμφωνα με νέα ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Το τρίγωνο «μισθοί-κέρδη-παραγωγικότητα» είναι κομβικό για το πώς διαμορφώνεται ο λεγόμενος «εγχώριος πληθωρισμός» (domestic inflation). Ο όρος δεν αναφέρεται στον πληθωρισμό κάθε χώρας ξεχωριστά, αλλά στους εσωτερικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές συνολικά στη ζώνη του ευρώ, και όχι στα εξωτερικά αίτια, όπως ελθβαθ οι εισαγωγές.  Ο εγχώριος πληθωρισμός επομένως είναι πιο κοντά σε αυτό που ονομάζουμε «δομικό πληθωρισμό», από τον οποίο εξαιρούνται οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.

Μείωση μισθολογικού κόστους

Όπως εξηγούν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ, ενώ ο γενικός πληθωρισμός μειώνεται, ο εγχώριος πληθωρισμός παραμένει επίμονα υψηλός, λόγω των πιέσεων των υπηρεσιών και του εσωτερικού κόστους.

Μας καθησυχάζουν ότι το φαινόμενο είναι τυπικό σε περιόδους νομισματικής σύσφιξης, και το αποδίδουν στον άμεσο αντίκτυπο της αύξησης των επιτοκίων στις τρεις κινητήριες δυνάμεις του εγχώριου πληθωρισμού: τους μισθούς, τα κέρδη και την παραγωγικότητα. Αισοδοξούν ότι στο τέλος του 2025 ο  πληθωρισμός θα έχει επιστρέψει στο στόχο του 2%, η οικονομία θα ανακάμπτει και η αποπληθωριστική διαδικασία θα κινείται σε σωστή τροχιά.

Το στενάχωρο για τους μισθωτούς είναι ότι η τροχιά αυτή βασίζεται κυρίως στον περιορισμό του μισθολογικού κόστους.

Συρρίκνωση ζήτησης

Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΚΤ, όταν αυξήθηκαν τα επιτόκια, η ζήτηση συρρικνώθηκε καθώς ο δανεισμός έγινε ακριβότερος, επηρεάζοντας και τις τρεις συνιστώσες του «τριγώνου».

Η  δυναμική του πληθωρισμού, δεν καθοδηγείται μόνο από τη ζήτηση, αλλά «εξαρτάται καθοριστικά από τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν το εργατικό δυναμικό τους για να διατηρήσουν την παραγωγικότητα, να μετακυλήσουν το υψηλότερο εργατικό κόστος στους πελάτες τους και να διαχειριστούν τα κέρδη κατά τη διάρκεια του επιχειρηματικού κύκλου», τονίζει η ΕΚΤ.

«Συνήθως, καθώς η ζήτηση ανακάμπτει, οι επιχειρήσεις μπορούν να αναμένουν σταδιακή ανάκαμψη της παραγωγικότητας και των κερδών, συνοδευόμενη από μείωση του κόστους εργασίας. Μαζί, οι παράγοντες αυτοί επιτρέπουν τη μείωση του ρυθμού πληθωρισμού. Αυτό ακριβώς αναμέναμε να δούμε κατά τη διάρκεια του τρέχοντος κύκλου πολιτικής».

Με άλλα λόγια, η μείωση του πληθωρισμού περνάει κυριολεκτικά πάνω από τη σχετική υποτίμηση της αξίας της εργασίας, αφού η αύξηση της παραγωγικότητας πρέπει να υπερβαίνει την όποια αύξηση των μισθών. Πρόκειται για μια λογική που υπόσχεται αίμα, δάκρυα και ιδρώτα για τους μισθωτούς, στο βωμό της «αποπληθωριστικής διαδικασίας».

Η αλληλεπίδραση μισθών, κερδών και παραγωγικότητας

Η ΕΚΤ παραδέχεται ότι μακροπρόθεσμα, η παραγωγικότητα οδηγείται από την καινοτομία και τις επενδύσεις σε καλύτερο εξοπλισμό. Όμως βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, επηρεάζεται περισσότερο από «το πόσο γρήγορα οι επιχειρήσεις μπορούν να προσαρμόσουν τα επίπεδα παραγωγής και τη χρήση των εισροών τους, συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης από το εργατικό δυναμικό τους». Για παράδειγμα «εάν η ζήτηση μειωθεί, αλλά οι επιχειρήσεις δεν προσαρμόζουν το εργατικό δυναμικό τους, επειδή θέλουν να διατηρήσουν τους εργαζόμενους ή αναγκάζονται να το κάνουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η παραγωγικότητα μειώνεται. Δηλαδή, ο ίδιος αριθμός εργαζομένων παράγει τώρα λιγότερο».

Η ΕΚΤ επιμένει ότι σε πρώτο στάδιο οι πληθωριστικές επιπτώσεις από τη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας αντισταθμίζονται μόνο εν μέρει από τη μείωση των μισθών, οδηγώντας σε υψηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος για τις επιχειρήσεις, ή μοναδιαίο κόστος εργασίας.

Καθώς η ζήτηση μειώνεται, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν εύκολα να μετακυλήσουν τις αυξήσεις του μοναδιαίου κόστους στους καταναλωτές μέσω των τιμών. Επομένως, τα κέρδη των επιχειρήσεων απορροφούν έτσι την αρχική αύξηση του κόστους παραγωγής που προκύπτει από μια νομισματική σύσφιξη.

Γι’αυτό, απολογούνται οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ,  ο πληθωρισμός δεν ανταποκρίνεται πολύ κατά το πρώτο έτος μετά από μια σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.

Η πρόοδος γίνεται ορατή με την πάροδο του χρόνου καθώς «οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν σιγά-σιγά το εργατικό δυναμικό τους στο περιβάλλον χαμηλότερης ζήτησης, διατηρώντας παράλληλα συγκρατημένη την αύξηση των μισθών».

«Προσαμογή εργατικού δυναμικού»

Το επιχείρημα που επικαλούνται οι ευρωπαίοι τεχνοκράτες είναι η εξής: Ενώ η μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών μειώνει την οικονομική ζήτηση, η προσαρμογή του εργατικού δυναμικού βελτιώνει την παραγωγικότητα της εργασίας και το κόστος παραγωγής μειώνεται.  Η μείωση του κόστους παραγωγής μεταφράζεται σε χαμηλότερες τιμές, αν και με καθυστέρηση. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε σταδιακή μείωση του πληθωρισμού.  Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα κέρδη των επιχειρήσεων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα έως ότου η ζήτηση αρχίσει να ανακάμπτει και οι επιχειρήσεις μπορούν να αυξήσουν και πάλι τις τιμές τους.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η παραπάνω πρόβλεψη επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά μακροοικονομικά μοντέλα και αισιοδοξεί ότι σε βάθος διετίας από την εφαρμογή της νομισματικής σύσφιξης, θα οδηγηθουμε σε μια «κυκλική άνοδο της παραγωγικότητας και μείωση του κόστους εργασίας». Οι εταιρείαες «θα επιβραδυουν τις ανατιμήσεις, καθώς οι αυξήσεις στους μισθούς επιστρέφουν σε μέτρια επίπεδα και τα κέρδη ανακάμπτουν».

Πληθωρισμός απληστίας

Ο λάκκος στη φάβα των σεναρίων της ΕΚΤ – πέρα από τους απρόβλεπτους παράγοντες – είναι ότι τα κέρδη, ιδίως των μεγάλων επιχειρήσεων δεν φαίνεται να υπέφεραν και πολύ από την άνοδο του πληθωρισμού.

Το φαινόμενο του πληθωρισμού της απληστίας είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Ελλάδα. Ενώ η ονομαστική άνοδος των μισθών ήταν χαμηλότερη από την αύξηση του πληθωρισμού (ιδίως του λεγόμενου «πληθωρισμού των φτωχών») , οι μεγάλες επιχειρήσεις εξακολούθησαν να «αυγατίζουν» τα κέρδη τους, τόσο στο αποκορύφωμα της πληθωριστικής κρίσης, όσο και μετά.  Σύμφωνα με την ΙCAP τα κέρδη EBITDA (προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) των 500 πιο κερδοφόρων ελληνικών εταιρειών αυξήθηκαν κατά 13,1% το 2023, παρά τη μείωση του τζίρου κατά -1,3%.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA